Οταν ο Elmer Plische κυκλοφορούσε το Modern Diplomacy: The Art of the Artisans σίγουρα δεν είχε στο μυαλό του μια κανονιστικού τύπου διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων, αλλά και μια δίχως έμπνευση διατήρηση της έννομης διεθνούς τάξης. Πόσω μάλλον, δε, σήμερα που οι νέες τεχνολογίες αλλά και οι αυξημένες τιμές ασύμμετρης αλληλεξάρτησης επιβάλλουν στα κράτη να ανακαλύψουν – αλλά και να εφαρμόσουν επιτυχημένα – νέες μορφές άσκησης της εξωτερικής τους πολιτικής. Παράλληλα με τις συμβατικές μορφές άσκησης της διπλωματίας, νέες «συνταγές» οφείλουν να προστεθούν στις επιλογές των επιτετραμμένων κρατικών λειτουργών με την προώθηση των εθνικών θέσεων στο διεθνές σύστημα.
Το παράδειγμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής με την εξαιρετικά εύστοχη προώθηση της ήπιας ισχύος του κράτους μέσω των ισχυρών μηχανισμών του Public Diplomacy, αλλά και αυτό του Ισραήλ με την εξαγωγή γνώσης γύρω από τις startup εφαρμογές, συνεργειών σε τεχνολογικό επίπεδο ή σε κοινωνικο-πολιτιστικές διεργασίες [people to people diplomacy] είναι επιτυχημένα και οφείλουν να χρησιμοποιηθούν και από την ελληνική πλευρά αντιστοίχως ως βάση ανάπτυξης μιας δικής μας νέας κουλτούρας άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Τον τόνο άλλωστε προς αυτήν την κατεύθυνση πρώτος έχει δώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν, όντας ακόμη αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έθεσε τον στόχο μιας νέας εξωτερικής πολιτικής που θα προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας και θα ανακαλύπτει συμφέρουσες εμπορικές συμφωνίες για τις ελληνικές εταιρείες και τα προϊόντα τους.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να εδραιώσει και άλλες παράλληλες εφαρμογές από τις ήδη υφιστάμενες που θα επιτρέψουν στη χώρα να αναπνεύσει από την εδώ και σχεδόν δύο αιώνες εδραιωμένη αντίληψη ότι «τα διπλωματικά εργαλεία αποτελούν ασπίδα αντιμετώπισης των απειλών». Στον θαυμαστό κόσμο του 21ου αιώνα είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε ως χώρα αυτόν τον «κόσμο τον μικρό τον μέγα» ως πεδίο ευκαιριών και όχι ως θανάσιμο ναρκοπέδιο. Γι’ αυτό και η διπλωματία μας όπως και οι λειτουργοί της οφείλουν να καταστούν κομβικοί παράγοντες εμπέδωσης των ευκαιριών αυτών σε εδραιωμένα αποτελέσματα υλικής – πρωτίστως – απόδοσης, αλλά και άυλης ενίσχυσης του εθνικού κύρους και γοήτρου.
Απέναντι σε αυτές τις αναγκαιότητες ανανέωσης των εργαλείων άσκησης εξωτερικής πολιτικής οφείλει να συζητηθεί και η πρόσθεση του εργαλείου της «Πανεπιστημιακής Διπλωματίας», όπως αυτή ορίζεται από τη λειτουργία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της Ελλάδας όχι μόνο ως φορέων ανάπτυξης γνώσης στο εσωτερικό αλλά και ως μηχανισμών διάχυσης της ήπιας ισχύος της χώρας στη διεθνή σφαίρα. Παράλληλα, η «Πανεπιστημιακή Διπλωματία» θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μηχανισμός διερεύνησης των ορίων για την επίτευξη ενός πολυεπίπεδου σχήματος διπλωματικών επαφών με ένα άλλο κράτος, ή ως εργαλείο διάνοιξης των καναλιών επικοινωνίας με άλλα κράτη σε πρώτο χρόνο. Εκεί που υφίσταται καχυποψία και αυτοσυγκράτηση όταν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κάθονται στρατιωτικοί ή διπλωμάτες, η διάθεση για επικοινωνία και συνεργασίες δίνει τη θέση της όταν στο τραπέζι κάθονται πανεπιστημιακοί και επιχειρηματίες. Αλλωστε, ο κάθε πανεπιστημιακός γνωρίζει από την καθημερινότητά του ότι δίχως τη διαρκή διεθνή παρουσία και την καλλιέργεια δικτύων διεθνούς εμβέλειας η κάθε προσπάθεια είναι καταδικασμένη να καταλήξει σε πορεία εσωστρεφούς ανάλωσης.
Εδώ και πολλές δεκαετίες ο χώρος των πανεπιστημίων αναλώνεται σε έναν α-χρονικό συνδικαλισμό και σε αδιέξοδες συζητήσεις που πλέον δεν αφορούν κανέναν, πρώτα και κύρια τους ίδιους τους πανεπιστημιακούς αλλά και την κοινωνία. Κι όμως, στο εσωτερικό των ανώτατων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας βρίσκονται άνθρωποι που μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη και να δημιουργήσουν τις ευκαιρίες ενίσχυσης της θέσης της χώρας που έχει πλέον ξεκινήσει την πορεία της προς την κανονικότητα. Το κράτος διαθέτει ένα υψηλό επιστημονικό δυναμικό στη διάθεσή του που αν το εκμεταλλευτεί δημιουργικά θα μπορέσουμε να επιτύχουμε τους στόχους μας. Η «Πανεπιστημιακή Διπλωματία» είναι ένας τέτοιος χώρος και αφορά ανθρώπους που στην καθημερινότητα τους αναλαμβάνουν την προώθηση διεπιστημονικών συμφωνιών, ανταλλαγές καθηγητών και φοιτητών και την υψηλού επιπέδου έρευνα με διεθνή αντήχηση. Είναι καιρός να επιτρέψουμε στα πανεπιστήμια να φτάσουν στο επίπεδο που πραγματικά μπορούν και βρισκόμαστε σε μια ορθή συγκυρία που τόσο η ηγεσία του κράτους όσο και αυτή του υπουργείου Παιδείας προσεγγίζουν τις πολιτικές εξελίξεις με όρους ουσίας και ανοικτών οριζόντων.
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.