Ο Ντόναλντ Τραμπ δικαιολογημένα επαίρεται για την επιτυχημένη πορεία των επιχειρήσεών του. Τα οικονομικά ενός κράτους, όμως, είναι διαφορετική υπόθεση. Έπειτα από χρόνια η ιστορία θα γράψει ότι επί των ημερών του – και εξαιτίας των εμπορικών πολέμων που ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος έχει κηρύξει – οι ΗΠΑ έχασαν την κορυφαία θέση στην κατάταξη των χωρών του πλανήτη αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους, που ανακοινώνει κάθε χρόνο από το 1979 το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) του Νταβός.
Στην εφετινή Έκθεση για την Ανταγωνιστικότητα που ανακοίνωσε το WEF οι ΗΠΑ περνούν στη δεύτερη θέση, πίσω από τη Σιγκαπούρη. Η αμερικανική οικονομία δεν είναι πλέον η πλέον παραγωγική και με τις καλύτερες αναπτυξιακές προοπτικές μακροπρόθεσμα, όπως ήταν έως και πέρυσι. Αν και παραμένουν «μια δύναμη καινοτόμα», ορισμένα «ανησυχητικά σημάδια» έχουν κάνει την εμφάνισή τους, κατά τους συντάκτες της Έκθεσης.
«Είναι σημαντικό να φροντίζουν οι χώρες να είναι ανοικτές στο διεθνές εμπόριο», εξηγεί η Σααντιά Ζαϊντί, μία εκ των διευθυντικών στελεχών του Φόρουμ. Η γεννηθείσα στο Πακιστάν απόφοιτος της Οικονομικής Σχολής του Χάρβαρντ παραδέχθηκε ότι ακριβή στοιχεία για την επίδραση πρωτίστως της σινοαμερικανικής εμπορικής διαμάχης στο δείκτη ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ δεν υπάρχουν ακόμα. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι είναι πρόδηλη μια κάμψη της βούλησης των επενδυτών να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους στη χώρα.
«Όλα δείχνουν ότι οι επενδύσεις θα επηρεαστούν σε βάθος χρόνου. Θα επηρεαστούν όσοι λαμβάνουν τις αποφάσεις διότι θα επηρεαστεί η άποψη που έχουν για τις Ηνωμένες Πολιτείες οι μη-αμερικανοί επιχειρηματίες», εξήγησε η Ζαϊντί σε συνέντευξη τύπου στη Γενεύη.
Χάνουν κι απ’ τους Κινέζους
Πέρα από τα εμπορικά σύνορα που βάλθηκε να υψώσει ο Τραμπ γύρω από τις ΗΠΑ για να προστατεύσει, τάχα, τους Αμερικανούς πολίτες, η υποχώρηση της χώρας στη δεύτερη θέση των πλέον ανταγωνιστικών οικονομιών οφείλεται σε καθοριστικό βαθμό και σε μια σοβαρή κοινωνική εξέλιξη που επίσης θα στιγματίσει αρνητικά τη θητεία του σημερινού προέδρου. Όπως τόνισε η Σααντιά Ζαϊντί, οι ΗΠΑ έχασαν την πρωτιά επειδή το προσδόκιμο των Αμερικανών να ζήσουν με καλή υγεία έπεσε χαμηλότερα από το προσδόκιμο των Κινέζων!
Την περυσινή χρονιά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτίμησε ότι ένα παιδί που γεννιέται στην Κίνα προσδοκά να ζήσει 68,7 χρόνια με καλή υγεία έναντι 68,5 χρόνων που προσδοκά ένα παιδί που γεννιέται στις ΗΠΑ. Η Έκθεση του Φόρουμ του Νταβός μετρά, εξάλλου, την ανταγωνιστικότητα σε μια κλίμακα από το μηδέν έως το 100 που συγκροτείται με βάση τις υποδομές, την υγεία, την αγορά εργασίας, το χρηματοοικονομικό σύστημα, την ποιότητα των δημοσίων θεσμών και το άνοιγμα της οικονομίας κάθε χώρας.
Η Σιγκαπούρη κατέκτησε την κορυφαία θέση της λίστας με 84,8 μονάδες στις 100 επειδή τα λιμάνια της εκμεταλλεύθηκαν τον πόλεμο δασμών που μαίνεται μεταξύ των μεγάλων οικονομικών και εμπορικών δυνάμεων. Οι ΗΠΑ υποχώρησαν στις 83,7 μονάδες από τις 85,6 που ήταν το 2018. Τρίτο με 83,1 μονάδες το Χονγκ Κονγκ που σκαρφάλωσε τέσσερις θέσεις στην κατάταξη. Στην τέταρτη θέση σκαρφάλωσε η Ολλανδία (από έκτη που ήταν το 2018), ενώ στην πέμπτη υποχώρησε (από την τέταρτη) η Ελβετία. Την πρώτη δεκάδα συμπληρώνουν η Ιαπωνία, η Γερμανία (έχασε 4 θέσεις, ήταν τρίτη πέρυσι), η Σουηδία, η Βρετανία και η Δανία.