Εκλεισαν είκοσι δύο χρόνια του Προγράμματος για την ένταξη και την εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας στη Θράκη που ξεκίνησε επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη και υπουργού Παιδείας Γιώργου Παπανδρέου και συνέχισαν όλοι οι μετέπειτα υπουργοί όλων των κυβερνήσεων. Εντάσσεται στη στροφή της κρατικής πολιτικής που το 1990 συναποφάσισαν οι αρχηγοί των κομμάτων της Βουλής επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη απέναντι στη μειονότητα. Είναι άρα το έργο καρπός πολιτικής συναίνεσης και η εφαρμογή του συλλογική προσπάθεια.
Το 1997, που ξεκίνησε, τα μέλη της μειονότητας ζούσαν σε απομόνωση σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας και τα παιδιά της τελείωναν το μειονοτικό δημοτικό με ελλιπέστατη γνώση της ελληνικής. Ερευνα του προγράμματος για τη σχολική εγκατάλειψη αποκάλυψε ότι 65% δεν τελείωνε το 9χρονο υποχρεωτικό σχολείο (με μέσο εθνικό όρο τότε 9%), ενώ σχεδόν 80% των κοριτσιών εγκατέλειπε το σχολείο χωρίς απολυτήριο γυμνασίου.
Καινοτομίες και δημιουργία
Ο στόχος «να μάθουν τα παιδιά καλά ελληνικά και να γίνουν ισότιμοι πολίτες» ήταν πολύ ευρύτερης του σχολείου εμβέλειας και απαιτούσε το δυσκολότερο για όλες τις κοινωνίες, την αλλαγή βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων για «εμάς» και τους «άλλους». Για τούτο διαμορφώθηκε σταδιακά μια ολιστική εκπαιδευτική παρέμβαση εντός και εκτός του σχολείου, που άνοιξε τον δρόμο να αναπτύξουν τα παιδιά θετική σχέση με τη μάθηση και την πολλαπλή τους ταυτότητα.
Υιοθετήθηκαν μια σειρά καινοτομίες που αποτελούν παρακαταθήκη για την τυπική και άτυπη εκπαίδευση: Δημιουργήθηκαν σχολικά βιβλία και εκπαιδευτικά υλικά που δεν έγιναν στα γραφεία μας, αλλά μαζί με τους εκπαιδευτικούς στην τάξη, όπου δοκιμάζονταν πιλοτικά και ανασχεδιάζονταν. Εγιναν επιμορφώσεις σε μεικτές για πρώτη φορά ομάδες μειονοτικών και πλειονοτικών εκπαιδευτικών, με στόχο την επικοινωνία ανάμεσά τους και τη δημιουργία μιας κοινότητας μάθησης και πρακτικής. Δημιουργήθηκαν δέκα Κέντρα Στήριξης του προγράμματος στους τρεις νομούς της Θράκης με διασπορά πόλης, βουνού και κάμπου.
Ομορφοι χώροι, ανοιχτοί επτά ημέρες την εβδομάδα και εντεκάμισι μήνες τον χρόνο, εξοπλισμένοι με Η/Υ (αγαθό σπάνιο εκείνη την εποχή), που προσέφεραν μαθήματα ελληνικής γλώσσας, στήριξη στα άλλα μαθήματα, δανειστική βιβλιοθήκη, δημιουργικές δραστηριότητες από την προσχολική ηλικία έως το λύκειο. Στα Κέντρα, χώρο μάθησης και κοινωνικοποίησης, η γνώση έγινε παιχνίδι για τα μικρότερα παιδιά, ενώ στα μεγαλύτερα έδωσε σιγουριά. Μέρος της επιτυχίας οφείλεται στο ότι στα Κέντρα στρατεύτηκαν στο κοινό όραμα μέλη της πλειονότητας και της μειονότητας μαζί. Οι γλώσσες εναλλάσσονταν και οι γονείς τα ένιωσαν δικά τους. Παράλληλα τέσσερις κινητές μονάδες ταξίδευαν καθημερινά με στόχο την ελληνομάθεια σε έως 58 απομακρυσμένα μειονοτικά χωριά μεταφέροντας εκπαιδευτικούς, Η/Υ, βιβλία, εκπαιδευτικά παιχνίδια. Μια ομάδα μητέρων (και αυτό δείχνει πολλά) έκανε αίτημα να προσφερθούν και σε εκείνες μαθήματα ελληνικής. Τα αιτήματα πολλαπλασιάστηκαν και ο ενθουσιασμός φούντωσε. Το αίτημα εκμάθησης της ελληνικής συνόδευε ένας άρρητος στόχος χειραφέτησης.
Συναντήσαμε έντονες αντιστάσεις και σκληρή πολεμική. Η τοπική κοινωνία μάς αντιμετώπισε σαν «εισβολείς» του «κράτους της Αθήνας» που δεν «καταλάβαιναν» τη Θράκη. Οι σκληροί της πλειονότητας μας απέδιδαν «αντεθνική δράση» και οι σκληροί της μειονότητας μας ονόμαζαν «λύκους με προβιά προβάτου» που έκρυβαν αόρατους στόχους αφομοίωσης. Είναι αλήθεια ότι όταν φθάσαμε στη Θράκη ήμασταν «ξένοι».
Σήμερα μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι ήταν προσόν που δεν είμαστε Θρακιώτες, έξω από την τοπική δυναμική, χωρίς προκαταλήψεις και δεσμεύσεις.
Τους εκπροσώπους της τοπικής ηγεσίας εκατέρωθεν δεν τους κερδίσαμε ποτέ – εκτός φωτεινών εξαιρέσεων. Αποκαλυπτικό είναι ότι οι ηγεσίες είχαν απέναντι στο έργο ένα είδος σύμπνοιας, παρά τις διαμετρικά αντίθετες θέσεις τους και την πλήρη απουσία διαλόγου ανάμεσά τους. Κατακτήσαμε όμως την εμπιστοσύνη πολλών χιλιάδων παιδιών και νέων της μειονότητας και των γονιών τους.
Επενδύοντας στο μέλλον
Είκοσι δύο χρόνια είναι σχεδόν μια γενιά. Αυτή η εικοσαετία χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές, εκπαιδευτικές και ευρύτερα κοινωνικές. Η θεαματική βελτίωση της εκπαιδευτικής εικόνας είναι προϊόν πολλών παραγόντων – πολιτικών, κοινωνικών, παιδαγωγικών. Η προωθητική δύναμη της θετικής διάκρισης που εισήγαγε ο Γιώργος Παπανδρέου το 1996 για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια και μαζί το Πρόγραμμα συνέβαλαν ουσιαστικά στις αλλαγές. Σε μόνο δέκα χρόνια η σχολική διαρροή στο γυμνάσιο από 65% έπεσε σε 28%. Σήμερα είναι κάτω από 20%. Η φοίτηση σε όλες τις βαθμίδες, από το νηπιαγωγείο έως το λύκειο, έχει αυξηθεί θεαματικά. Για παράδειγμα, το 1997 στο λύκειο φοιτούσαν 550 μαθητές ενώ το 2018 έγιναν 3.000. Η φοίτηση των κοριτσιών στο γυμνάσιο πλησιάζει τον εθνικό μέσο όρο. Κάθε χρόνο εισάγονται στην τριτοβάθμια περίπου 550 νέοι και νέες της μειονότητας.
Οι επιτυχίες του έργου επαλήθευσαν ότι η κρατική πολιτική περιθωριοποίησης μιας ομάδας πολιτών για την προστασία της «ακριτικής» Θράκης είχε τα αντίθετα των επιδιωκομένων αποτελέσματα. Επαλήθευσαν ότι ο σεβασμός των θεσμών προς όλους τους πολίτες και τα δικαιώματά τους είναι ο μόνος δρόμος, όχι μόνο για να μάθουν ελληνικά αλλά για να εσωτερικεύσουν θετικά τα μέλη της μειονότητας την ταυτότητα του πολίτη της ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Από την άλλη πλευρά της πολιτικής του μεγαλύτερου μέρους της μειονοτικής ηγεσίας, απέδειξαν ότι η εσωστρέφεια και η περιχαράκωση αναπαράγουν το παρελθόν αντί να χτίζουν το μέλλον. Απέδειξαν επίσης τη μεγάλη ανάγκη να υπάρξει διάλογος στη θέση των παράλληλων μονολόγων που ακόμη σήμερα εκπέμπουν οι εκατέρωθεν ηγεσίες της Θράκης.
Η κυρία Θάλεια Δραγώνα είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας.
Η κυρία Αννα Φραγκουδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών.