Η πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για τα θρησκευτικά, που ουσιαστικά μετατρέπει τη διδασκαλία τους στην εκπαίδευση σε κατήχηση, εγείρει το αναπόφευκτο ερώτημα πόσο εμπεδωμένη είναι η νεωτερικότητα, ο εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα. ‘Η μήπως η Ελλάδα είναι «μια χώρα παραδόξως νεωτερική» όπως πιστεύει ο Γ. Βούλγαρης (στο έξοχο βιβλίο του «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική», Πόλις, 2019) αλλά και ταυτόχρονα «οπισθοδρομική» όπως το έθεσε ο Σ. Πολυμίλης (Βήμα, 22/9); Οι κεντρικές θέσεις του Γ. Βούλγαρη συνοψίζονται ως εξής:
«Η Ελλάδα στη μακρά διάρκεια έδειξε να έχει ένα εκσυγχρονιστικό δυναμικό που της επέτρεψε να παρακολουθήσει τις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες και τις εκάστοτε διεθνείς τάσεις» (σελ. 293).
«Η εικόνα ενός πολιτιστικού και πολιτικού δυϊσμού όπου μια «καθαρή» εκσυγχρονιστική πολιτική-πολιτισμική Ελλάδα αντιμάχεται μια άλλη εξ ίσου «καθαρή» παραδοσιακή πολιτική-πολιτισμική Ελλάδα είναι ψευδής κατασκευή των διανοουμένων παρά της Ιστορίας» (σελ. 297). Θα διατυπώσω ορισμένα σχόλια πάνω σε αυτές τις δύο βασικές θέσεις διερωτώμενος: εάν η Ελλάδα είναι «παραδόξως νεωτερική» ή εξόχως και διαχρονικά αντιφατική σε μια διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στη νεωτερικότητα-εκσυγχρονισμό και στην οπισθοδρόμηση (όπως κι αν ορίζεται), ανάμεσα στη Δύση/Ευρώπη και στην Ανατολή:
Πεδίο πολιτικής
Πόσο ανεπιφύλακτα νεωτερική μπορεί να θεωρηθεί μια χώρα η οποία δεν μπόρεσε να επιβάλει τον πολιτικό έλεγχο (civilian control) πάνω στις ένοπλες δυνάμεις παρά μόνο από το 1974 και μετά; Με αποτέλεσμα βεβαίως οι παρεμβάσεις του στρατού στην πολιτική (με πραξικοπήματα, κινήματα, αναταραχές, εξεγέρσεις και τελικά δικτατορίες) να αποτελούν ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο μέχρι το 1974, παρά τα τυπικώς δημοκρατικά Συντάγματα της χώρας. Ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο μιας νεωτερικής δημοκρατικής πολιτείας (S.E. Finer).
Πόσο ανεπιφύλακτα νεωτερική μπορεί να χαρακτηρισθεί μια χώρα η οποία στη 200 χρόνων διαδρομή της πέρασε δύο εμφύλιες συγκρούσεις (διχασμός 1916, εμφύλιος 1946); Αλλη παρόμοια περίπτωση στην Ευρώπη σαφώς δεν υπάρχει. Και που ως αποτέλεσμα των δύο παραπάνω παραγόντων η εμπεδωμένη δημοκρατική σταθερότητα ήταν ένα μεγάλο ζητούμενο μέχρι το 1974.
Και πόσο ανεπιφύλακτα νεωτερική είναι μια χώρα που γνώρισε τουλάχιστον επτά πτωχεύσεις, υπήρξε υπερχρεωμένη στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής της και η πολιτική της διαδικασία διαμορφωνόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα από εξωτερικές, προστάτιδες δυνάμεις (M. Mazower); Και βεβαίως κατέληξε το 2010 σε μια πολύπλευρη κρίση (χρέους και όχι μόνο), πρωτόγνωρη για σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Eξωτερικό πεδίο
Ορθώς ο Γ. Βούλγαρης γράφει ότι «η Ελλάδα είναι έθνος γεωπολιτικόν» και ότι «η Γεωπολιτική είχε συντακτικό ρόλο στην Ελλάδα» (σελ. 141). Αλλά οι εκάστοτε γεωπολιτικοί προσανατολισμοί πιστοποιούν ακριβώς και τις αντιφάσεις και συγκρούσεις στη διαδικασία κατάκτησης της νεωτερικότητας.
Η «Μεγάλη Ιδέα», το βασικό δόγμα στην εξωτερική πολιτική μέχρι το 1922, είχε ως μια εκδοχή της «την αναβίωση της Βυζαντινο-Ελληνικής Αυτοκρατορίας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη» (M. Lwelling Smith, Ionian Vision, σελ. 4). Μια Ελλάδα δηλαδή που βλέπει Ανατολικά, ενώ μια άλλη Δυτικά. Και όταν τελικά μετά από δραματικά επεισόδια (διχασμός, εμφύλιος, δικτατορία, κ.ά.) αποφασίζει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση (1975), το κάνει πρωτίστως για να απαντήσει στο προπατορικό ερώτημα «πού ανήκει η Ελλάδα, στη Δύση ή στην Ανατολή;» (Κ. Καραμανλής – «Ανήκομεν εις την Δύσιν»). Ωστόσο ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης από το 1981 και μέχρι τουλάχιστον την είσοδό της στην ΟΝΕ (2000) αυτό που σταθερά επιδίωκε ήταν να αναγνωρισθεί ως ξεχωριστή, «ειδική περίπτωση» προβάλλοντας στοιχεία του ελληνικού εξαιρετισμού, παρά να επιχειρήσει νεωτερικές μεταρρυθμίσεις προσαρμογής (Π.Κ. Ιωακειμίδης, Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Ενωση, Τρία Λάθη και Πέντε Μύθοι, Θεμέλιο, 2018).
Πολιτιστικό πεδίο
Το εάν η Ελλάδα είναι χώρα της Δύσης ή της Ανατολής υπήρξε το ισχυρό δίλημμα που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της (διχασμένης) ελληνικής ταυτότητας (Μ. Ρενιέρης, Τι είναι η Ελλάς, Ανατολή ή Δύση; 1842). Συνοπτικά και με την ποιητική αποστροφή του Ν. Γκάτσου («Ανατολή Ανατολή δική σου είμαστε φυλή») επισημαίνω τις έρευνες για τις κρατούσες αντιλήψεις (attitudes) όπως π.χ. του Pew Center που τα ερωτήματά τους για την Ελλάδα οδήγησαν τον ερευνητή του Κέντρου M. Lipka στο συμπέρασμα ότι «οι ελληνικές αντιλήψεις για τη θρησκεία και τις μειονότητες ευθυγραμμίζονται περισσότερο με την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη παρά με τη Δύση». Γι’ αυτό και το Κέντρο ταξινομεί την Ελλάδα ως χώρα της Ανατολικής Ευρώπης! Γενικότερα, όπως αναλύει ο Ν. Διαμαντούρος, η Ελλάδα του δέκατου-ένατου αιώνα ανέπτυξε δύο ανταγωνιστικές κουλτούρες (rival cultures) που ουσιαστικά ανταποκρίνονται στο σχίσμα Δύση (Διαφωτισμός, Ορθολογισμός) – Ανατολή («the underdog culture», όπως την αποκαλεί).
Εν κατακλείδι, όση νεωτερικότητα κατακτήθηκε («παραδόξως» και «εις πείσμα της κοινωνίας» – Β. Βενιζέλος) δεν είναι το κατ’ εξοχήν προσδιοριστικό χαρακτηριστικό του ελληνικού σχηματισμού. Η ακόμη εν εξελίξει σύγκρουση ανάμεσα στη νεωτερικότητα και στην παραδοσιοκρατία ή οπισθοδρόμηση είναι (αλλά σε αυτό η Ελλάδα δεν είναι και η μοναδική χώρα).
Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.