Οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (ΜμΕ) – προσωπικό από 0 ως 49 άτομα – αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας αφού αντιπροσωπεύουν περίπου το 99,6% του συνολικού αριθμού των επιχειρήσεων, συμμετέχουν με 19,3% στη διαμόρφωση του ΑΕΠ και απασχολούν το 87% των εργαζομένων στις επιχειρήσεις. Η πρόοδός τους όπως είναι κατανοητό συμβάλλει στην καταπολέμηση της ανεργίας και στην ανάταξη του συνόλου της ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς όμως, όπως προκύπτει από έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, την τελευταία τριετία 6 στις 10 ΜμΕ δεν πραγματοποίησαν καμιάς μορφής επένδυση. Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ καταγράφεται μεν μια μικρή αύξηση των επενδύσεων από χρονιά σε χρονιά, αλλά η επενδυτική δραστηριότητα κινείται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Και αυτό γιατί ο παράγοντας του κόστους σε συνδυασμό με την περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, την υπερφορολόγηση και την απουσία κινήτρων καθιστούν τις επενδύσεις αυτές περιορισμένης κλίμακας.
Αυτό προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το εύρημα ότι οι 9 στις 10 επιχειρήσεις (88,5%) χρηματοδοτούν τις επενδύσεις τους με ίδια κεφάλαια, ενώ μόλις το 4,1% τις χρηματοδοτεί μέσω τραπεζικού δανεισμού. Οι επενδύσεις περιορισμένης κλίμακας ιδίως στους τομείς της τεχνολογίας και της ψηφιακής ωρίμασης σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των επιχειρήσεων αναδεικνύουν μεσοπρόθεσμα τον κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και την αδυναμία μετάβασης σε αναβαθμισμένα και εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες.
Ενα σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι και η σημαντική βελτίωση των δεικτών του κλάδου της μεταποίησης κατά περίπου 10 μονάδες έναντι των κλάδων του εμπορίου και των υπηρεσιών, καθώς αξιοποιούν το 60,7% του παραγωγικού τους δυναμικού, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το 2017 που ήταν στο 51,3%. Οι θετικές επιδόσεις στη μεταποίηση συνδυάζονται με σχετικά υψηλότερες επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό, ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις με υψηλότερο τζίρο και αριθμό εργαζομένων.