Περισσεύουν τούτες τις μέρες οι αντιδράσεις πολιτών και τοπικών αρχόντων για τα κύματα μεταναστών και προσφύγων που καταφθάνουν μαζικά και πάλι στις ακτές των ακριτικών νησιών μας από τη γειτονική Τουρκία. Οπως επίσης και οι αντιδράσεις δημάρχων της ηπειρωτικής χώρας, στις περιοχές των οποίων σχεδιάζεται η μεταφορά σημαντικού αριθμού αυτών προκειμένου να αποφορτισθούν τα νησιά.
Διατηρούμενο δε και εξελισσόμενο το φαινόμενο θα πολλαπλασιάζει λογικά τις αντιδράσεις και δεν είναι απίθανο να λάβουν διαστάσεις αν δεν ελεγχθούν οι ροές.
Ολοι μπορούν να αντιληφθούν το βάρος και την επιφύλαξη που μεταφέρουν στις τοπικές κοινωνίες. Γι’ αυτό και οι αντιδράσεις είναι εν αρχή κατανοητές και εν πολλοίς εξηγήσιμες.
Ωστόσο οφείλουν όλοι να γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι διεθνές, παράγεται μακριά από την πατρίδα μας και είναι σύμπτωμα γενικότερων εξελίξεων και ξεχωριστών συνθηκών ανά τον κόσμο. Πόλεμοι, διώξεις, αναστατώσεις, φυσικές καταστροφές, ανείπωτη φτώχεια και θελκτικές εικόνες του ευρωπαϊκού ιδεώδους κινούν τα πλήθη από την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τα βάθη της Ασίας προς τη Γηραιά Ηπειρο.
Η Ελλάδα ουδόλως συνδέεται ή πολύ περισσότερο ευθύνεται για όλα αυτά. Τυχαίνει απλούστατα να αποτελεί, εκ της θέσεώς της, βάση μεταστάθμευσης.
Ονειρο για τις χιλιάδες των μετακινούμενων δεν είναι η φτωχή και ρημαγμένη από την κρίση Ελλάδα, αλλά οι υπεραναπτυγμένες χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Υπό αυτή την έννοια και στη βάση των προαναφερθέντων παραγόντων ουδείς μπορεί να ελπίζει βάσιμα στην επίλυση του προβλήματος. Κατά τα φαινόμενα, θα είναι διαρκές και θα μας ακολουθεί για χρόνια. Μην ξεχνούμε άλλωστε ότι η ιστορία του ανθρώπινου γένους είναι μια ιστορία μεταναστεύσεων. Γι’ αυτό και δεν είναι απίθανο κατά καιρούς να εκδηλώνεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση.
Μαγικές λύσεις προφανώς δεν υπάρχουν. Και όσοι φαντάζονται διάφορα ηρωικά και πένθιμα καλόν είναι να σιωπήσουν γιατί δεν είμαστε μόνοι σε αυτόν τον κόσμο και επιπλέον γιατί η μεταναστευτική κρίση είναι κατά βάση ανθρωπιστική και δεν επιτρέπει ούτε βαρβαρότητες ούτε εξαλλοσύνες.
Κατόπιν αυτών, αντί κραυγών και υστερικών αντιδράσεων, επιβάλλεται πρωτίστως να οχυρωθούμε έναντι του φαινομένου και της πίεσης που ασκεί.
Κατά πρώτον, η κυβέρνηση οφείλει να διεκδικήσει τη διεθνοποίηση του προβλήματος στον μέγιστο βαθμό και μαζί να επιδιώξει την κατ’ αναλογία μεγέθους και δυνατοτήτων διαχείρισή του. Τα ελληνικά όρια είναι έτσι κι αλλιώς πεπερασμένα. Ούτε ο πληθυσμός της επιτρέπει μεγάλα πράγματα, ούτε η οικονομία της μπορεί να απορροφήσει τέτοια κύματα. Πολύ περισσότερο όταν δεν έχει ακόμη ξεπεράσει τις πολλές συνέπειες της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Κατά δεύτερον και κυριότερον, οι μεγάλες και πλούσιες χώρες της Ευρώπης επιβάλλεται να διαπραγματευθούν με τη γείτονα Τουρκία, να βρουν πεδία επαφής και συνεννόησης ώστε να πάψουν να χρησιμοποιούνται οι πρόσφυγες ως άλλο δόρυ για ταπεινούς σκοπούς.
Και κατά τρίτον, να εξοπλιστούν οι αρμόδιες αρχές με διαχειριστικές ικανότητες και δυνατότητες. Ούτε οι υπηρεσίες προσφύγων μπορούν να διεκπεραιώσουν τις αιτήσεις ασύλου και τον έλεγχο προσφύγων και μεταναστών, ούτε οι Ενοπλες Δυνάμεις και το Λιμενικό έχουν αναπτύξει δυνάμεις ικανές να συμβάλουν αποφασιστικά στον έλεγχο του φαινομένου.
Κοινώς, η χώρα επιβάλλεται να αποκτήσει επιτέλους πολιτική στο θέμα, να συγκροτήσει το δικό της δόγμα και να το μεταδώσει παντού, σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη.