Ως γνωστόν, η εξέγερση των «κίτρινων γιλέκων», που λίγο έλειψε να ανατρέψει τη νεοσύστατη κυβέρνηση Μακρόν (2018), είχε ως αφετηρία την πρόθεση του τότε γάλλου προέδρου να επιβάλει πρόσθετο (περιβαλλοντικό φόρο) στα συμβατικά υγρά καύσιμα. Μια κίνηση που άλλωστε αποτελούσε προγραμματική δέσμευση της παράταξης La Republique en Marche με την οποία φιλοδοξούσε να πρωτοστατήσει στην Ευρώπη στην εκστρατεία για την Κλιματική Αλλαγή. Ο Μακρόν είχε άλλωστε μια επιπλέον ηθική υποχρέωση: να μην αφήσει μετέωρες τις αποφάσεις της Συνόδου του Παρισιού για το Κλίμα, μια σημαντική πρωτοβουλία της Γαλλίας και του ΟΗΕ.
Ομως οι μαζικές διαδηλώσεις στη γαλλική πρωτεύουσα και αλλού έδειξαν ότι οι νεοσυντηρητικές δυνάμεις (οπαδοί κυρίως της ακροδεξιάς Λεπέν και του αριστερού Μελανσόν) δεν είχαν καμιά διάθεση να συνεισφέρουν στο παγκόσμιο ρεφενέ για τα μέτρα μείωσης των (ανθρακικών) εκπομπών, κάτι που άλλωστε είχε ήδη αρχίσει να τορπιλίζει ο Τραμπ. «Πρέπει να θέσουμε τέρμα στη Συμφωνία του Παρισιού, τη γελοία και εξαιρετικά ακριβή» δήλωσε από την αρχή κιόλας της θητείας του ο Αμερικανός. Το ίδιο και οι εθνικιστές φίλοι του, για παράδειγμα οι Πολωνοί. Οταν ανέλαβαν την προεδρία της Επιτροπής, ο επικεφαλής Αντρέι Ντούντα δήλωσε ενώπιον των λοιπών αρχηγών στο Κατόβιτσε ότι «δεν μπορούμε να προωθούμε πολιτικές για το κλίμα που να είναι αντίθετες στη θέληση της κοινωνίας και εις βάρος των συνθηκών ζωής του πληθυσμού». Εννοούσε βέβαια ότι πρέπει να προστατεύσουμε το κάρβουνο της Πολωνίας. Η πολιτική υποστήριξη στον περιβαλλοντικό σχετικισμό είχε ήδη ισχυρούς συμμάχους.
Οταν οι νέοι διαδηλωτές των ημερών μας με το σύνθημα «κάντε για το Κλίμα» προσπαθούν να αλλάξουν την ατζέντα, δεν απευθύνονται σίγουρα στον Μακρόν που το έκανε αλλά δεν του «βγήκε». Απευθύνονται στην ιερά συμμαχία του άνθρακα και του πετρελαίου που κάθε τόσο επανέρχεται αλλάζοντας τους διεθνείς συσχετισμούς, ανάλογα με τις τιμές και τη συγκυρία. Απευθύνονται, ίσως και χωρίς να το ξέρουν, σε αυτούς που τρίβουν τα χέρια για τις επιτυχίες του άτυπου μετώπου ΗΠΑ – Κίνας εναντίον της ευρωπαϊκής αγοράς την οποία ελπίζουν να καθηλώσουν κάτω από το βάρος της «ακριβότερης» ενέργειας, αυτής δηλαδή που είναι απαλλαγμένη από άνθρακα και υποστηρίζεται από τις πιο σύγχρονες (αλλά όχι πάντα φθηνότερες) τεχνολογίες.
Βέβαια, οι νέοι διαδηλωτές κινούνται περισσότερο συναισθηματικά και συγκινούνται από τον λυγμικό και μελοδραματικό λόγο της Γκρέτα. Δεν ξέρουμε τι θα έκαναν αν τους ζητούσαν τον οβολό τους, ή αν τους έβαζαν να ψηφίσουν φορολογικές αυξήσεις στα καύσιμα, όπως έκανε ο Μακρόν. Πιθανότατα να έκαναν το ίδιο με τα «κίτρινα γιλέκα». Να έκαιγαν δηλαδή την Αψίδα του Θριάμβου και να έσπαζαν τις βιτρίνες στο Σανζ Ελιζέ. Και εδώ βρίσκονται η αμφιθυμία και η αντιφατικότητα του κοινωνικού σώματος, το οποίο συχνά καθοδηγείται από τη λογική που υποτείνει το σύνδρομο «συμφωνώ, αλλά όχι στην αυλή μου».
Είναι η ίδια λογική που στην Ελλάδα έχουμε θριαμβευτικά ποσοστά στην υποστήριξη ων πολιτικών για το κλίμα (είναι το δεύτερο σε δημοτικότητα ζήτημα), αλλά είμαστε εναντίον της εγκατάστασης ανεμογεννητριών όταν αυτές έρθουν στην περιοχή μας. Η βιομηχανία των προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές και ερμηνεύει την καθυστέρηση (ή την ακύρωση) τόσων και τόσων σημαντικών έργων.
Αδιέξοδο; Οχι ακριβώς. Λύσεις υπάρχουν. Οι κυβερνήσεις, τουλάχιστον οι σοβαρές, θα πρέπει να σκεφτούν ξανά τα φορολογικά μέτρα ώστε να αναιρέσουν τις (συχνά προσχηματικές) κοινωνικές αντιδράσεις. Να δώσουν κίνητρα και φοροαπαλλαγές στα καθαρά καύσιμα, π.χ. στην ηλεκτροκίνηση των αυτοκινήτων. Να πείσουν τους πολίτες ότι μπορούν να βγουν διπλά κερδισμένοι από τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης. Το κακό είναι ότι ένθεν και ένθεν συνήθως τις εισηγήσεις τις κάνουν οι λάθος άνθρωποι. Από τη μία οι δημαγωγοί και από την άλλη οι αδιάβαστοι σύμβουλοι και οι προχειρόδοξοι οικονομολόγοι.
Ο κ. Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι δρ περιβαλλοντολόγος, τ. υφυπουργός.