Οι μετακινήσεις πληθυσμών αποτελούν πλέον σταθερό φαινόμενο, παρά τυχόν αριθμητικές διαφοροποιήσεις και διακυμάνσεις. Ποιες είναι λοιπόν οι βασικότερες αιτίες και ποιοι οι τρόποι αντιμετώπισης;

Εν, οι συγκρούσεις δεν είναι μόνο διακρατικές ώστε η Διεθνής Κοινότητα, υπό προϋποθέσεις, να τις επιλύει με σχετική αποτελεσματικότητα. Αντιθέτως, πολλές διαμάχες είναι εμφύλιες, θρησκευτικού ή εθνοτικού περιεχομένου, άλλες ακόμη πιο εντοπισμένες, σε ομοσπονδιακό και κοινοτικό επίπεδο. Επιπλέον, σε ορισμένες εξ αυτών συναντούμε υβριδικούς (μη κρατικούς) δρώντες που δεν αναγνωρίζουν – και περιφρονούν – τη δικαιοδοσία των Ηνωμένων Εθνών, ούτε βέβαια αναγνωρίζονται από αυτά (για να μην υπονομευθεί η κρατική κυριαρχία). Ετσι, η δυνατότητα παρέμβασης στις εξελίξεις εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα περιορίζεται, ενώ απουσιάζει εμφανώς ένας μηχανισμός πρόληψης ή ουσιαστικής διαχείρισης κρίσεων.

Εξαιτίας της κόπωσης των ΗΠΑ από τις επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ, του ανέμου αλλαγής των αραβικών εξεγέρσεων που μετατράπηκε σε κύμα εύθραυστων καθεστώτων και της αναγνώρισης της πολυπλοκότητας των κρίσεων, ο πυρήνας του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου είναι απρόθυμος να εμβαθύνει την εμπλοκή του για τη διευθέτηση κρίσεων «σπαταλώντας» στρατιωτικό και διπλωματικό κεφάλαιο. Στον βαθμό που η Δύση μπορεί να περιφρουρηθεί, κρατώντας σε απόσταση ασφαλείας προσφυγομεταναστευτικά ρεύματα και τρομοκρατία, η παρεμβατικότητά της θα γίνεται πιο επιλεκτικά.

Ενα ακόμη καίριο πρόβλημα με εύλογες προεκτάσεις στις προσφυγομεταναστευτικές ροές εντοπίζεται γύρω από το περιβάλλον, το δημογραφικό και φυσικά τη φτώχεια και τις ανισότητες. Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (παρατεταμένη ξηρασία, καλλιεργήσιμες εκτάσεις και αρδευτικά κανάλια που στερεύουν) παράγουν συγκρούσεις και εν συνεχεία μετακινήσεις ανθρώπων, που είτε θέλουν να γλιτώσουν από τον πόλεμο είτε εξωθούνται στην έξοδο σε αναζήτηση βασικών αγαθών (νερού, τροφής).

Η αδυναμία πρόσβασης σε ζωτικής σημασίας πηγές, σε συνδυασμό με τις απαρχαιωμένες ή/και ανύπαρκτες υποδομές, καθιστά την τροφοδοσία ολόκληρων περιοχών εξαιρετικά επισφαλή και την επισιτιστική κρίση ιδιαίτερα πιθανή, ειδικότερα στην προέκταση της ζώνης της ερήμου της Σαχάρας. Εν συναρτήσει με τη δημογραφική έκρηξη σε κάποια σημεία του πλανήτη (με τρανταχτό παράδειγμα την Αιθιοπία, όπου σε μία δεκαετία – 2007 με 2016 – ο πληθυσμός της εκτοξεύθηκε από τα 73,7 εκατ. στα 93,2 εκατ., όταν το 1983 ήταν μόλις 33,5 εκατ.), δημιουργείται μεγάλο ερωτηματικό πώς και αν μπορούν να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες σημαντικού μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού. Μάλιστα, παρά την τάχιστη ανάπτυξη σε κάποια κράτη (π.χ. Κένυα, Ανγκόλα) και τους τεράστιους φυσικούς πόρους της αφρικανικής ηπείρου, η ευημερία των αριθμών δεν μπορεί να μετατραπεί σε ευημερία των ανθρώπων.

Διεφθαρμένες δικτατορίες, ανορθολογικός καταμερισμός του πλούτου, αποικιακού τύπου συμφωνίες με ξένες δυνάμεις, αδυναμία συνεργασίας μεταξύ των αφρικανικών κρατών, εσωτερικές έριδες και συγκρούσεις, καθώς και αναλφαβητισμός παράγουν φτώχεια. Εννέα από τις έντεκα χώρες που αντιμετωπίζουν ακραίο κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης είναι αφρικανικές. Ενας επιπρόσθετος παράγοντας είναι η ύπαρξη πολλών ολοκληρωτικών και διεφθαρμένων καθεστώτων ανά τον κόσμο. Σε αυτά, ανάλογα την ατομική ή ομαδική τοποθέτηση, το φύλο, τη φατρία, την εθνική προέλευση, τη θρησκεία, και τις εν γένει πεποιθήσεις, ο πολίτης είτε απολαμβάνει την εύνοια της εξουσίας είτε διώκεται.

Η ΕΕ, σχεδόν πέντε χρόνια μετά την αριθμητική κορύφωση της προσφυγομεταναστευτικής κρίσης του 2015, αδυνατεί να αναπτύξει και εν συνεχεία να αρθρώσει μια ενιαία και στιβαρή στάση απέναντι στο ζήτημα. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι ροές ήδη από το 2016 είναι απολύτως ελεγχόμενες σε σχέση με τους αριθμούς που μπορεί να απορροφήσει η Γηραιά Ηπειρος, το ρήγμα παραμένει και η αλληλεγγύη αναζητείται. Η απροθυμία υιοθέτησης κοινής πολιτικής ασύλου, η καθυστέρηση στην επικαιροποίηση των Συνθηκών του Δουβλίνου, ο εφησυχασμός λόγω του σφραγίσματος του βαλκανικού διαδρόμου και η μεταβίβαση του βάρους στις χώρες πρώτης υποδοχής, η επικράτηση των περιθωριακών φωνών στον δημόσιο διάλογο (βλ. Ορμπαν, Σαλβίνι, AfD στη Γερμανία), η εμπέδωση της μη κανονικότητας στη λειτουργία της Σένγκεν, καθώς και η απουσία φωνής και ρόλου στις περιφερειακές κρίσεις που επιτείνουν τις μετακινήσεις πληθυσμών δεν μπορούν παρά να προβληματίζουν για τον βαθμό αποτελεσματικότητας της ΕΕ στη διαχείριση του φαινομένου.

Ετσι, η προσοχή των Βρυξελλών στρέφεται υποχρεωτικά στην παροχή οικονομικής βοήθειας στις χώρες προέλευσης και διέλευσης (συνήθως πρόκειται για αυταρχικά καθεστώτα), προσβλέποντας στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης αλλά και στη δυνατότητα επαναπατρισμού στις πρώτες – ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα.

Η στοχοποίηση των παράνομων διακινητών δεν έχει ακόμη αποδώσει τα προσδοκώμενα και κράτη που έχουν επιβαρυνθεί, όπως η Τουρκία, γεωπολιτικοποιούν την ύπαρξη εκατομμυρίων προσφύγων στην επικράτειά τους για την επίτευξη σκοπών πολύ πέραν της ανάσχεσης των προσφυγικών ροών. Μάλιστα, η συμφωνία/δήλωση ΕΕ – Τουρκίας αναμένεται να τροποποιηθεί στο οικονομικό σκέλος (περισσότερα κεφάλαια και απευθείας στην τουρκική κυβέρνηση), παρότι αρκετές από τις πρόνοιές της δεν τηρούνται ούτε από την Αγκυρα.

Καταδεικνύεται λοιπόν πόσο ευάλωτη έχει γίνει η ΕΕ απέναντι στα κράτη που εμπλέκονται στην αλυσίδα των προσφυγομεταναστευτικών ρευμάτων, και δη χωρίς να είναι ακόμη ικανή να ασκήσει ουσιαστική επιρροή σε αυτά. Επακόλουθα, οι Βρυξέλλες ή και μεμονωμένα κράτη-μέλη (π.χ. Γερμανία) κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν σε μια αδιάκοπη διαπραγμάτευση, και δη από θέση αδυναμίας, με χώρες που κρατούν το κλειδί των ροών.

Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Στο άρθρο παρατίθενται στοιχεία από το βιβλίο «Πρόσφυγες, Ευρώπη, Ανασφάλεια» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).