Ηρωας ή προδότης; Αυτό το ερώτημα θα συνοδεύει πάντα το όνομα του Εντουαρντ Σνόουντεν, του αμερικανού whistleblower o οποίος έχει βρεθεί ξανά τις τελευταίες ημέρες στη δίνη της επικαιρότητας λόγω της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Permanent Record» που κυκλοφόρησε στις 17 Σεπτεμβρίου σε περισσότερες από 20 χώρες (στη χώρα μας ήρθε στις 26 Σεπτεμβρίου ως «Το μεγάλο φακέλωμα» από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Χρήστου Καψάλη).
Ο 36χρονος πρώην συνεργάτης της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (NSA) είχε προκαλέσει σάλο τον Ιούνιο του 2013, όταν έδωσε στη δημοσιότητα τεράστιο αριθμό απόρρητων εγγράφων που είχε συγκεντρώσει, τα οποία αποδείκνυαν ότι η αμερικανική κυβέρνηση παρακολουθούσε εκτενώς εκατομμύρια πολίτες καταγράφοντας με λεπτομέρειες τις ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες τους και πολλά ακόμη προσωπικά δεδομένα. Εκτοτε ζει «εξόριστος» στη Μόσχα, καταζητούμενος στην πατρίδα για κατασκοπεία.
Η ιστορία του έχει προκαλέσει πολλάκις το ενδιαφέρον του παγκόσμιου κοινού: έχουν γραφτεί δύο βιβλία με θέμα τη δράση του («Φάκελος Σνόουντεν – Η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου ανθρώπου στον κόσμο» του Λουκ Χάρντινγκ και «No Place to Hide: Edward Snowden, the NSA and the US Surveillance State» του Γκλεν Γκρίνγουολντ), υπάρχει το ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Εντουαρντ Σνόουντεν: Citizenfour» της σκηνοθέτριας Λόρα Πόιτρας, ενώ ο Ολιβερ Στόουν έκανε την υπόθεσή του ταινία («Snowden») το 2016 με πρωταγωνιστή τον Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ. Αυτή ωστόσο είναι η πρώτη φορά που ξεδιπλώνει ο ίδιος το νήμα του βίου του (με την πολύτιμη συνδρομή – όπως έχει γίνει γνωστό – του δημοφιλούς συγγραφέα Τζόσουα Κόεν).
Διαβάστε επίσης: Πολιτικό άσυλο στη Γαλλία ζητάει ο Σνόουντεν
Το αίτημα για δίκαιη δίκη και η εμμονή με τα video games
Ο Σνόουντεν έχει δώσει διάφορες συνεντεύξεις τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή το λανσάρισμα του πονήματός του, αποκαλύπτοντας ότι η Γερμανία και η Γαλλία εξετάζουν το ενδεχόμενο να του χορηγήσουν άσυλο και τονίζοντας ότι επιθυμεί διακαώς να επιστρέψει στη χώρα του, αρκεί να υπάρξουν εγγυήσεις ότι θα εξασφαλιστούν οι συνθήκες για μια δίκαιη δίκη του. Οι εξελίξεις φαίνονται μάλλον αποθαρρυντικές, καθώς μόλις κυκλοφόρησε επισήμως το βιβλίο η αμερικανική κυβέρνηση κατέθεσε μήνυση σε βάρος του ισχυριζόμενη ότι με τα στοιχεία που έχει χρησιμοποιήσει για την αυτοβιογραφία του παραβίασε τα συμφωνητικά εμπιστευτικότητας που είχε υπογράψει με τη CIA και τη ΝSA.
Οι ΗΠΑ ζητούν να μην του αποδοθούν τα έσοδα από τις πωλήσεις της έκδοσης, αλλά και να παραδώσει στο κράτος τα χρήματα που έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια από τις βιντεοδιαλέξεις που δίνει σε ολόκληρο τον κόσμο με θέμα την ιδιωτικότητα και τα προσωπικά δεδομένα, με το σκεπτικό ότι όλες οι δραστηριότητές του βασίζονται σε απόρρητες πληροφορίες. Ο ίδιος αναφέρει πάντως στον πρόλογό του πως η απόφασή του να δώσει στη δημοσιότητα τα στοιχεία που είχαν σχέση με τις επιλήψιμες ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης πάρθηκε πιο εύκολα σε σχέση με την απόφασή του να εξιστορήσει τη ζωή του.
Το διασημότερο «βαθύ λαρύγγι» του 21ου αιώνα γεννήθηκε στη Βόρεια Καρολίνα το 1983. Τα κεφάλαια που είναι αφιερωμένα στα παιδικά του χρόνια σκιαγραφούν το πορτρέτο ενός παιδιού που είχε ανέκαθεν πάθος με την τεχνολογία και τις πάσης φύσεως οθόνες: ένα βράδυ μάλιστα άλλαξε την ώρα σε όλα τα ρολόγια του σπιτιού μήπως και ξεγελάσει τους γονείς του και τον αφήσουν να δει τηλεόραση μέχρι αργά τη νύχτα. Από μικρός αφιέρωνε άπειρο χρόνο ασχολούμενος με τα βιντεοπαιχνίδια και τους υπολογιστές.
Στα έξι του τού πήραν ως δώρο ένα Nintendo και έπαθε εμμονή με το «Legend of Zelda», ενώ ισχυρίζεται πως χάρη στους «Super Mario Bros» άρχισε να συλλαμβάνει και να κατανοεί την έννοια της θνητότητας. Στα οκτώ του μετακόμισαν οικογενειακώς στο Μέριλαντ. Ο πατέρας του έφερε στο σπίτι έναν υπολογιστή. Οι γονείς του δεν τα πήγαιναν καλά και το πρώιμο Internet αποδείχτηκε αξιόπιστο καταφύγιο. Ο Σνόουντεν ήταν συνεχώς online, άλλαζε avatars, έπαιζε και όποτε κουραζόταν εφεύρισκε νέους εαυτούς και καινούργιες ασχολίες. Το σχολείο και το κολέγιο του φαίνονταν βαρετά. Η 11η Σεπτεμβρίου είχε δημιουργήσει και σε εκείνον μια αίσθηση χρέους προς την πατρίδα και το 2004 κατατάχτηκε στον στρατό. Ενας τραυματισμός στη βασική εκπαίδευση του ανέκοψε τη συγκεκριμένη πορεία. Εκείνη την περίοδο γνώρισε στο site γνωριμιών HotOrNot τη blogger και pole dancer Λίντσεϊ Μιλς. Ενας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε. Παράλληλα βρέθηκε να εργάζεται σε εταιρείες στις οποίες ανέθεταν εργολαβίες οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
O κατάσκοπος που πήγε στο κρύο
Τότε ήταν που άρχισε να καταλαβαίνει πως η αμερικανική κυβέρνηση, στο πλαίσιο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, είχε αρχίσει να συλλέγει τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών της, όχι στοχευμένα αλλά σε μαζική κλίμακα. Η απογοήτευση που ένιωσε όταν συνειδητοποίησε ότι ακόμη και με πρόεδρο τον Μπαράκ Ομπάμα αυτές οι πρακτικές συνεχίζονταν τον ώθησε στην ακραία πράξη του. Το δεύτερο μισό του βιβλίου διαβάζεται από τους αμύητους σαν spy novel, σαν κείμενο του Ιαν Φλέμινγκ ή του Τζον Λε Καρέ ή κυλάει σαν ταινία της σειράς «Bourne».
Οποιος έχει ήδη έρθει, ωστόσο, σε επαφή με την αφήγηση του πώς ο Σνόουντεν κατέληξε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου του Χονγκ Κονγκ το 2013 για να παραδώσει τα ντοκουμέντα στους δημοσιογράφους των εφημερίδων «The Guardian» και «The Washington Post» και στην προαναφερθείσα κινηματογραφίστρια Λόρα Πόιτρας δεν θα μάθει πολύ περισσότερες λεπτομέρειες. Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως ο Τζούλιαν Ασάνζ ήθελε να γίνουν αποκαλύψεις του υλικού μέσω του WikiLeaks, αλλά η απόλυτη «διαφάνεια» της ιστοσελίδας απέτρεψε τον Σνόουντεν, διότι θεώρησε πως δεν θα μπορούσε να γίνει έτσι διασταύρωση της αυθεντικότητας των εγγράφων και αξιόπιστη επιμέλεια του μεγάλου όγκου των δεδομένων.
Ο Σνόουντεν μιλάει ελάχιστα για τη ζωή του στη Ρωσία και αποδεικνύεται κρυψίνους αναφορικά με τη σχέση του με τη Μιλς, την οποία παντρεύτηκε το 2017 και ζει μαζί της στη Μόσχα, παρ’ όλο που παραθέτει στο βιβλίο του τα emails που του έστελνε τον έναν χρόνο που πέρασαν χώρια. Υπάρχει ωστόσο μια χαριτωμένη γενική παρατήρηση: πως αυτό που μας ενώνει όλους είναι το πορνό. «Αφορά κυριολεκτικά όλους όσοι βρίσκονται online ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας, φυλής και ηλικίας, από τον πιο αιμοσταγή τρομοκράτη στον πιο γλυκό ηλικιωμένο πολίτη, που θα μπορούσε να είναι παππούς, γονιός ή εξάδελφος του τρομοκράτη» γράφει. Η αυτοβιογραφία του δύσκολα θα αλλάξει γνώμη σε όποιον ήδη έχει βγάλει τις διαπιστώσεις του.
Οσοι τον θεωρούν ήρωα θα βρουν κι άλλους λόγους να τον αντιμετωπίσουν καλοπροαίρετα, όποιοι πιστεύουν ότι εξέθεσε με τις πράξεις του τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες θα τον αντιπαθήσουν σφοδρότερα. Ολοι ωστόσο θα έπρεπε να προβληματιστούν σχετικά με τις μεθόδους παρακολούθησης που ακολουθούνται σήμερα και να αναλογιστούν πού καταλήγουν τα προσωπικά δεδομένα όλων μας. Οσον αφορά την παραβίαση της δικής του ιδιωτικής ζωής τώρα που είναι αναγνωρίσιμος, ο Σνόουντεν την αποφεύγει προσπαθώντας να κρατά διακριτικό δημόσιο προφίλ. «Οι περισσότεροι, βέβαια, είναι συνήθως τόσο απασχολημένοι με το κινητό τους που δεν μου δίνουν σημασία» λέει.