Ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να τηρήσει εσωκομματικές ισορροπίες, αδυνατώντας ωστόσο να ξεπεράσει την αμηχανία που χαρακτηρίζει την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ
Θα περίμενε κανείς μια αρκετά πιο μαχητική ομιλία από τον Αλέξη Τσίπρα. Στη Βουλή θα έρθει το αναπτυξιακό νομοσχέδιο με μεγάλες ανατροπές σε σχέση με τη διευκόλυνση των επενδύσεων και τον περιορισμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Προωθούνται μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις.
Η αστυνομία εκκενώνει καταλήψεις προσφύγων τις οποίες υπερασπίστηκαν ακόμη και οι σύλλογοι γονέων. Χιλιάδες νέοι συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις για το κλίμα. Είχε, δηλαδή, θέματα για σκληρή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά και για κάλεσμα προς τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ για μαζική κινητοποίηση.
Ωστόσο, ο Αλέξης Τσίπρας προτίμησε να αφιερώσει αρκετό χρόνο της ομιλίας του στην επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ. Ειρωνεύτηκε το γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν συναντήθηκε με τον πρόεδρο Τραμπ αλλά απλώς φωτογραφήθηκε μαζί του.
Σχολίασε τον τρόπο που στο εξωτερικό εμφανίζεται πιο μετριοπαθής. Υπογράμμισε την αποδοχή της συμφωνίας των Πρεσπών. Σχολίασε τη συνάντηση με τον Ερντογάν. Όμως, όλα αυτά δύσκολα παραπέμπουν σε μια ολομέτωπη αντιπαράθεση με την κυβέρνηση.
Αντίστοιχα, η αναφορά του στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα, είχε περισσότερο χαρακτήρα σχολιασμού παρά χάραξης αντιπολιτευτικής στρατηγικής. Ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε και στη Novartis και στο «αναπτυξιακό νομοσχέδιο» και στο προσφυγικό. Όμως, σε κανένα βαθμό δεν έκανε ένα προσκλητήριο μάχης κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτό είναι λογικό, εφόσον η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ακόμη υψηλή δημοσκοπική αποδοχή και διάγει ακόμη την «περίοδο χάριτος» που ακολουθεί τις εκλογές. Όμως, με αυτό τον τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σαν να παραδέχεται ότι σε αυτή τη φάση δεν μπορεί να κάνει αντιπολίτευση.
Δυσκολία άρθρωσης αντιπολιτευτικού λόγου
Όλα αυτά αποτυπώνουν μια βαθύτερη αμηχανία του ΣΥΡΙΖΑ που αντανακλά και πιο συνολικά ερωτήματα. Από τη μια είναι σαφής η διάθεση υπεράσπισης του έργου της προηγούμενης περιόδου. Όμως, εκείνη η περίοδος ήταν περίοδος εφαρμογής μνημονιακών μέτρων αρκετά μακρινών με την πολιτική της αριστεράς.
Από την άλλη, αρκετοί θέλουν να βγουν με έναν τρόπο ανάλογο της πολεμικής που ασκούσε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν αντιπολίτευση. Όμως, αυτό προσκρούει πάνω στη σύγκριση με την πολιτική που όντως άσκησε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το κουβάρι αντιφατικών διαθέσεων και προτεραιοτήτων δυσκολεύει το να αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ σαφή φυσιογνωμία.
Όλα αυτά μπλέκονται και με ένα άλλο ερώτημα που αφορά τον τρόπο άσκησης πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κληρονόμος μιας κλασικής αντίληψης της αριστερής πολιτικής που έλεγε ότι οι συσχετισμοί διαμορφώνονται στο κίνημα και μετά στις κάλπες.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, ένα αριστερό κόμμα κυρίως ασχολείται με την οικοδόμηση κινημάτων, διεκδικήσεων και αγώνων και σε αυτή τη βάση διευρύνει την επιρροή του. Όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε «κόμμα εξουσίας». Μάλιστα, βρέθηκε στην εξουσία, χάρη σε ένα κίνημα, αλλά με όρους εκλογικής δυναμικής. Και τώρα είναι εμφανές ότι η ηγεσία σκέφτεται περισσότερο με όρους κοινοβουλευτικής πολιτικής παρά κινημάτων.
Άρα η περίοδος της αντιπολίτευσης ορίζεται περισσότερο ως περίοδος προετοιμασίας για τις επόμενες εκλογές παρά ως περίοδος αγώνων για να φθαρεί η κυβέρνηση. Όμως, ακόμη και εάν είναι αυτή η επιλογή, εντούτοις δεν μεταφράζεται σε ένα πολιτικό σχέδιο «προγραμματικής αντιπολίτευσης», όπως φάνηκε και από τις μέχρι τώρα κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις.
Οι εσωκομματικές ισορροπίες
Στο τμήμα της ομιλίας του που αναφερόταν στα εσωκομματικά, ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε να θέλει να τηρήσει ισορροπίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μίλησε ταυτόχρονα για «αναβάθμιση» του ΣΥΡΙΖΑ και για «αντιστοίχηση του πολιτικού με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ».
Η πρώτη αναφορά ήθελα να καθησυχάσει όσους φοβούνται τη «μετεξέλιξη» του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα φορέα ουσιαστικά μιας σύγχρονης κεντροαριστεράς. Ήθελε δηλαδή να καθησυχάσει όσους φοβούνται τη δημιουργία «νέου φορέα» και τελικά την «πασοκοποίηση».
Όμως, η δεύτερη αναφορά είναι ο πυρήνας της «μετεξέλιξης». Είναι η θέση ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιστοιχεί στην εκλογική και κοινωνική του βάση. Αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο αριστερούς και άρα χρειάζεται όντως νέος φορέας με νέα φυσιογνωμία.
Ο Αλέξης Τσίπρας, φραστικά τουλάχιστον, φάνηκε να θέλει να ισορροπήσει ανάμεσα στις δύο κατευθύνσεις. Ο ίδιος έχει κάνει σαφές ότι επιθυμεί ο ΣΥΡΙΖΑ όντως να μετεξελιχθεί. Σε αυτό έχει τη στήριξη σημαντικού μέρους του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των χώρων τους οποίους προσπαθεί να προσεγγίσει.
Συναντά, όμως, και την αντίθεση της αριστερής πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή σήμερα αποτελείται από την κάπως αποδυναμωμένη κοινοβουλευτικά τάση των 53+ και μια σειρά στελεχών που δεν ανήκουν στην «προεδρική φρουρά» αλλά έχουν κύρος όπως ο Νίκος Βούτσης, ο Νίκος Φίλης και ο ίδιος ο Πάνος Σκουρλέτης.
Η προσωρινή ισορροπία φαίνεται να είναι στο να μην πάει σε μια οργανωτική τομή (νέο φορέα) αλλά σε μια σημαντική διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Πάντως στις αποστροφές του ο Αλέξης Τσίπρας έκανε σαφές ότι επιθυμεί κάτι ριζικά διαφορετικό από απλώς έναν μαζικότερο ΣΥΡΙΖΑ.
Χαρακτηριστική και η αποστροφή του: «Να μη φοβηθούμε να ανοίξουμε, να μεγαλώσουμε, να αλλάξουμε». Αντίστοιχα, η αναφορά του ότι ««η Αριστερά δεν βρίσκεται στις κλειστές πόρτες των συνεδριάσεων των “πεφωτισμένων”, αλλά στους πολλούς, λαϊκούς, καθημερινούς ανθρώπους», μόνο ως δυσανεξία απέναντι στον «στενό» κομματικό ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ερμηνευθεί.
Και φυσικά η αναφορά ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ιδιοκτήτες, παρά μόνο αυτούς που τον στηρίζουν» σαφώς παραπέμπει σε διάθεση περιορισμού της όποιας ισχύος του παραδοσιακού κομματικού μηχανισμού, προς όφελος της νέας κατεύθυνσης.
Το προγραμματικό κενό
Βέβαια αυτό που μένει να δούμε είναι σε ποιο βαθμό όλα αυτά θα αποκτήσουν και ένα προγραμματικό περιεχόμενο. Θυμίζοντας παλαιότερες συζητήσεις στο ΠΑΣΟΚ, όπου η κουβέντα για τη «φυσιογνωμία» δεν μεταφραζόταν σε στρατηγική αντιπαράθεση, έτσι και στο ΣΥΡΙΖΑ λείπουν οι τοποθετήσεις για το πρόγραμμα.
Ο ίδιος βέβαια ο Αλέξης Τσίπρας και σήμερα και στη συνέντευξη στη ΔΕΘ επέμεινε ότι χρειάζεται να ανοίξει αυτή η συζήτηση. Εξήγγειλε μάλιστα και τη συγκρότηση επιτροπής προγράμματος που θα επεξεργαστεί «το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης του τόπου, που φιλοδοξούμε να είναι κυβέρνηση προοδευτική».
Μόνο που η γενικότητα των χαρακτηρισμών όπως «προοδευτική» δύσκολα μπορεί να απαντήσει τα ερωτήματα ως προς τι σημαίνει αριστερή πολιτική σήμερα.
Θα περίμενε κανείς περισσότερες αναφορές στο περιεχόμενο, στις κατευθύνσεις στις θέσεις. Ιδίως όταν έχει προηγηθεί μια εμπειρία διακυβέρνησης, που πρέπει, αν μη τι άλλο, να ήταν και διδακτική.
Εντούτοις απουσιάζουν οι επεξεργασίες και οι τοποθετήσεις γύρω από στόχους, αιτήματα, διεκδικήσεις και μεθοδολογίες. Όμως, σημαίνει πολύ περισσότερο μάχη μηχανισμών, όπως συχνά συμβαίνουν στα κόμματα διακυβέρνησης, έστω και με επίδικο τη «φυσιογνωμία», παρά στρατηγική συζήτηση και αντιπαράθεση, που υποτίθεται ότι είναι ίδιον των αριστερών κομμάτων.
Κάτι που για κάποιους μπορεί να θεωρηθεί άλλο ένα βήμα «ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ. Για κάποιους άλλους αποτελεί απλώς την ένδειξη μετάλλαξης σε ένα πιο «κλασικό» κόμμα εξουσία, πιο κοντά στην κεντροαριστερά παρά τη «ριζοσπαστική αριστερά».