Η γερμανική μεταποίηση ήταν κάποτε η ατμομηχανή της ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας αλλά και συνολικότερα της ευρωπαϊκής. Με υψηλή παραγωγικότητα και ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις σηματοδοτούσε πάντα μια ιδιαίτερη πλευρά του γερμανικού οικονομικού μοντέλου. Σήμερα φαίνεται να είναι εκείνος ο τομέας της γερμανικής οικονομίας μάλλον θα παρασύρει τη γερμανική οικονομία σε ύφεση.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της MARKIT ο δείκτης PMI (δείκτης υπευθύνων προμηθειών) για τη μεταποίηση υποχώρησε στο 41,4 από 43,5 τον Αύγουστο, το χαμηλότερο σημείο εδώ και 123 μήνες. Ο δείκτης για το σύνολο της οικονομίας υποχώρησε στο 49,1 το χαμηλότερο σημείο εδώ και 82 μήνες. Η υποχώρηση κάτω από το 50 αποτελεί μια βασική ένδειξη ότι μια οικονομία οδηγείται προς την ύφεση. Αντίστοιχα, για την ευρωζώνη ο δείκτης PMI στην ευρωζώνη για τη μεταποίηση υποχώρησε στο 45.6 και για το σύνολο της οικονομίας ελαφρά πάνω από το 50 στο 50,4 που είναι το χαμηλότερο σημείο εδώ και 75 μήνες. Και αυτό παρότι ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo φάνηκε να ανακάμπτει ελαφρά τον Σεπτέμβριο, αν και αυτό μάλλον αντανακλά τις κάπως διαφορετικές δυναμικές στην οικονομία. Ούτε είναι τυχαίο ότι οι αναλυτές αναμένουν και το τρίτο τρίμηνο του 2019 να χαρακτηρίζεται από την επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας.
Επιδείνωση των προβλέψεων για την παγκόσμια οικονομία
Τα στοιχεία αυτά έρχονται σε μια περίοδο όπου έχουμε ούτως ή άλλως διαρκείς διορθώσεις προς τα κάτω των προβλέψεων από τη μεριά των διεθνών οικονομικών οργανισμών. O ΟΟΣΑ αναθεώρησε προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την παγκόσμια οικονομία δίνοντας για πρώτη φορά πρόβλεψη για ανάπτυξη το 2019 κάτω από 3% στο 2,9% και προοπτική ελάχιστης ανάκαμψης στο 3% το 2020, ενώ για την ευρωζώνη η προοπτική είναι ακόμη χειρότερη με πρόβλεψη 1,1% για το 2019 και 1% για το 2020. Αλλά πρόβλεψη επιβράδυνσης δίνει ο ΟΟΣΑ και για άλλες χώρες όπως την Κίνα που για το 2020 προβλέπει υποχώρηση κάτω από το «συμβολικό» όριο του 6% στο 5,9%.
Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία
Μια σειρά από παράγοντες εξηγούν αυτή την υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα. Κατ’ αρχάς υπάρχει η παράμετρος που αφορά το παγκόσμιο εμπόριο. Ο παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος που είναι σε εξέλιξη έχει ήδη οδηγήσει σε υποχώρηση τον όγκο του παγκόσμιου εμπορίου. Για παράδειγμα οι αναλυτές της JP Morgan ήδη εκτιμούν ότι η Κίνα μπορεί να μια μόνιμη απώλεια έως και 0,5% του ΑΕΠ και οι ΗΠΑ ανάμεσα στο 0,25% και το 0,5%. Επιπλέον, ήδη καταγράφεται σημαντική υποχώρηση της των επενδύσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Και παρότι ο Ντόναλντ Τραμπ επαίρεται στις ΗΠΑ για θετικούς οικονομικούς δείκτες, κυρίως σε σχέση με την απασχόληση, οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις ήδη καταγράφουν υποχώρηση του ρυθμού αύξησης των κερδών τους. Είναι προφανές ότι εάν πάμε σε παγίωση των υψηλών δασμών και επιβολή και ακόμη μεγαλύτερων θα έχουμε μια ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση του παγκόσμιο εμπορίου με άμεσες επιπτώσεις και στους ρυθμούς ανάπτυξης και στην επένδυση. Η οικονομία της Ευρωζώνης στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε οικονομίες με ισχυρές εξαγωγικές επιδόσεις που αυτή τη στιγμή πλήττονται από τη συνολικότερη υποχώρηση του παγκοσμίου εμπορίου.
Η δεύτερη κρίσιμη παράμετρος έχει να κάνει με τα ίδια τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που προηγήθηκε. Η περίοδος μετά την έξοδο από την προηγούμενη κρίση χαρακτηρίστηκε μεν από την διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης για σημαντικό χρονικό διάστημα και για αύξηση της απασχόλησης, όμως οι ρυθμοί αυτοί ήταν μικρότεροι από αυτούς την προηγούμενη περίοδο.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι με έναν τρόπο δεν μπόρεσαν να υπάρξουν όλη αυτή την περίοδο εκείνες οι τομές ήταν οι αναγκαίες κυρίως στην παραγωγικότητα, μια που αυτό θα απαιτούσε και ανάλογες τομές στο τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα. Επιπλέον, η αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες επίσης σημαίνει μετατόπιση προς κλάδους όπου είναι πιο δύσκολες οι τομές στην παραγωγικότητα. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην Ευρωζώνη όπου η οικονομική ανάκαμψη υπήρξε αρκετά αναιμική όλο το προηγούμενο διάστημα και έχει μπροστά της και κρίσιμες οικονομικές δοκιμασίες όπως για παράδειγμα τις επιπτώσεις από το Brexit.
Δημοσιονομική πολιτική
Η τρίτη παράμετρος, έχει να κάνει με τη δημοσιονομική πολιτική. Αυτό αφορά και την Ευρώπη αλλά και τις ΗΠΑ και άλλες οικονομίες. Παρότι υπήρξε εκτεταμένη κρατική παρέμβαση ως προς τη διάσωση των τραπεζικών συστημάτων και τις ενέσεις ρευστότητας προς την οικονομία, δεν υπήρξε η ίδια προσπάθεια αξιοποίησης της δημόσιας δαπάνης στην πραγματική οικονομία. Αντίθετα, οι περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές, που αποτελούν τον κανόνα σε αρκετές χώρες, σημαίνουν ότι έναν περιορισμό εκείνης της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης που θα εκσυγχρόνιζε τις υποδομές και θα ενίσχυε τη διερεύνηση τεχνολογικών και οργανωτικών τομών για την άνοδο της παραγωγικότητας. Το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της ενεργού ζήτησης.
Παρότι σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται σαφές ότι η δημόσια επένδυση αλλά και ενίσχυση της κατανάλωσης θα μπορούσε να έδινε την κρίσιμη ώθηση για την έξοδο από τη σημερινή στασιμότητα, εντούτοις κυριαρχεί η αντίληψη ότι αυτό αποτελεί δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ευρωζώνη, στην οποία η δημοσιονομική πολιτική καθορίζεται από τα πολύ αυστηρά πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας και όπου μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει καμία ουσιαστική συζήτηση για χαλάρωση ενός αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου που μπορεί να επιτείνει τις τάσεις επιβράδυνσης της οικονομίας.
Το σημείο αυτό ουσιαστικά υπαινίχτηκε και ο Μάριο Ντράγκι ανακοινώνοντας την παράταση του προγράμματος QE και επισημαίνοντας ότι τα μέσα που μπορεί να χρησιμοποιήσει η κεντρική τράπεζα έχουν εξαντληθεί και πλέον εναπόκειται στις κυβερνήσεις να τολμήσουν να αλλάξουν το σημερινό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Πώς όλα αυτά μπορούν να επηρεάσουν την Ελλάδα
Όλα αυτά επηρεάζουν σίγουρα και την Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι η ελληνική οικονομία διατηρεί έναν μικρό βαθμό εξωστρέφειας και οι εξαγωγές δεν αποτελούν την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας. Όμως, ο τουρισμός είναι ένας τομέας που επηρεάζεται άμεσα από τις τάσεις της διεθνούς οικονομίας (ακόμη και από μεμονωμένα περιστατικά όπως η χρεωκοπία της Thomas Cook) και μία επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας γενικά και της ευρωζώνης ειδικά θα έχει αρνητικές επιπτώσεις και στον ελληνικό τουρισμό. Επίσης μπορεί σήμερα η Ελλάδα να ευνοείται από συγκυριακές τάσεις που σχετίζονται με τις τάσεις υποχώρησης της παγκόσμιας οικονομίας, όπως είναι η στροφή στα μακροπρόθεσμα ομόλογα, όμως μια επιβράδυνση της παγκόσμια οικονομίας θα μπορούσε να κάνει τους επενδυτές επιφυλακτικούς να επενδύσουν στη χώρα μας. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς την ανάπτυξη μπορεί να βρεθεί σε σχετικά δύσβατο διεθνές έδαφος.