Το έλλειμμα των ψηφιακών δεξιοτήτων που υπάρχει σήμερα στον τομέα της απασχόλησης και η στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί τέθηκε επί τάπητος στην ετήσια γενική συνέλευση του Συμβουλίου των Ευρωπαίων Επαγγελματιών Πληροφορικής (CEPIS), που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Δουβλίνο, με την συμμετοχή εκπροσώπων 29 χωρών της Ευρώπης.
Οι ραγδαίοι ρυθμοί με τους οποίους «τρέχει» η τεχνολογία σήμερα, παρά το θετικό αντίκτυπο που έχει στην καθημερινότητα των πολιτών, δημιουργούν προβλήματα στην εύρεση εργασίας. Αφενός οι νέοι, που μεγαλώνουν σε έναν κόσμο τεχνολογικά ανεπτυγμένο, δεν μπορούν να συμβαδίσουν επαγγελματικά με αυτόν λόγω του παρωχημένου συστήματος εκπαίδευσης και αφετέρου οι μεγαλύτερες ηλικίες βλέπουν τα επαγγέλματα που ακολουθούν να χάνονται.
Εκπαίδευση και επανειδίκευση
Η λύση στα παραπάνω ζητήματα κρύβεται, σύμφωνα με την CEPIS, στις λέξεις εκπαίδευση και επανειδίκευση. Μιλώντας σε δημοσιογράφους, στο περιθώριο του συνεδρίου, ο πρόεδρος της CEPIS κ. Βύρωνας Νικολαΐδης, σχολίασε ότι οι έρευνες για την απασχόληση των νέων στην Ελλάδα αλλά και σε επτά ευρωπαϊκές χώρες δείχνουν ότι το ποσοστό της ανεργίας σε νεαρές ηλικίες παραμένει πεισματικά «κλειδωμένο» σε επίπεδα άνω του 50%. Ωστόσο, φάνηκε αισιόδοξος ότι η Ελλάδα «μπορεί να γίνει από ουραγός, πρωτοπόρος» επανειδικεύοντας τους πολίτες της ως προς τις ψηφιακές τους δεξιότητες. Ζήτημα το οποίο απασχολεί και την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Σύμφωνα με έρευνα της McKinsey το 45% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων, ειδικά στις τάξεις των νέων, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην προσπάθεια εύρεσης εργασίας. «Εργοδότες και εκπαιδευτικοί φορείς κινούνται σε παράλληλα σύμπαντα. Ενώ το 79% των παρόχων εκπαίδευσης πιστεύουν ότι το πτυχίο που προσφέρουν αποτελεί επαρκές εφόδιο για έναν νέο προκειμένου να µπει στην αγορά εργασίας, μόλις το 23% των εργοδοτών φαίνεται να συμφωνεί και αναζητεί περισσότερα στοιχεία στο βιογραφικό των υποψηφίων» σημειώνει ο κ. Νικολαίδης.
Την στιγμή που η Κομισιόν υποστηρίζει ότι έως την επόμενη χρονιά το 90% των θέσεων εργασίας θα απαιτούν ανεπτυγμένες ψηφιακές δεξιότητες η έρευνα «Digital Inclusion and Skills» δείχνει ότι μια ανάσα πριν από το 2020 το 40% του πληθυσμού έχει ανεπαρκείς ψηφιακές δεξιότητες, ενώ το 22% δεν διαθέτει. Γιατί μπορεί να είμαστε experts στη λειτουργία smart συσκευών, όμως, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ΙCDL Foundation Forum, κ. Ντάμιεν Ο’ Σάλιβαν, «οι κοινωνικές ψηφιακές δεξιότητες διαφέρουν από εκείνες που θα πρέπει να διαθέτει κανείς στο χώρο εργασίας του».
Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι ότι παρά τα υψηλά ποσοστά ανεργίας μεγάλος αριθμός θέσεων στον τομέα των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής μένουν ακάλυπτες με τους εργοδότες να βροντοφωνάζουν την δυσκολία τους να βρουν άτομα να καλύψουν αυτές τις θέσεις. Το πρόβλημα της έλλειψης επαρκούς προσφοράς εργασίας είναι ακόμη εντονότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο (όπου η ανεργία είναι πολύ χαμηλότερη), με χιλιάδες θέσεις εργασίας να μένουν ακάλυπτες σε ετήσια βάση και το χάσμα ανάμεσα σε προσφορά και ζήτηση για ψηφιακές δεξιότητες να αναμένεται ότι θα ξεπεράσει τις 500.000 κενές θέσεις εργασίας το 2020.
Η στρατηγική
Κεντρικός άξονας των προτάσεων της CEPIS είναι η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού με στόχο την καλλιέργεια ατόμων με υψηλές δεξιότητες σε τεχνολογίες αιχμής και παράλληλα σφαιρική αντίληψη και επιχειρηματικό πνεύμα. Κυρίαρχος στόχος τους είναι η δημιουργία 500.000 θέσεων εργασίας στην πληροφορική με σκοπό να καλυφθεί το χάσμα που υπάρχει σήμερα ανάμεσα στην προσφορά και την ζήτηση.
Η στρατηγική των επαγγελματικών της πληροφορικής βασίζεται σε 6 άξονες, στην διεύρυνση και αξιοποίηση των υποδομών εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, με στόχο τη μύηση των νέων στον προγραμματισμό και τις νέες τεχνολογίες, στην ενθάρρυνση όλων των μορφών επαγγελματικής κατάρτισης και δια βίου μάθησης, συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών μαθημάτων και στην θέσπιση κινήτρων, την ανάδειξη καλών πρακτικών και την προώθηση προτύπων με στόχο την κινητοποίηση των νέων για την προσέλκυσή τους στον προγραμματισμό και τις ψηφιακές δεξιότητες.
Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να υπάρξει καλύτερη αντιστοίχιση της υπάρχουσας προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας για τεχνολογικές και άλλες δεξιότητες και υποστήριξη διαφόρων δράσεων που μπορούν να φέρουν σε επαφή τις επιχειρήσεις με τους υποψήφιους. Να δοθούν κίνητρα στις επιχειρήσεις ώστε να αναβαθμίσουν τις τεχνολογικές τους υποδομές, να μπορέσουν να προσελκύσουν άτομα με τις κατάλληλες δεξιότητες, και να επενδύσουν στην εκπαίδευση και ανάπτυξη του υφιστάμενου προσωπικού και τέλος να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες στο ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων σε τεχνολογικές υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας και την υποστήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας.