Η επαναληπτική προβολή της ταινίας «Joker» στο 72ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας που τελείωσε πριν από λίγο καιρό, ήταν προγραμματισμένη για την τεράστια Sala Bienale στις 10.30 της Κυριακής 1 Σεπτεμβρίου, μία ημέρα μετά τη δημοσιογραφική προβολή και την επίσημη πρεμιέρα της. Η εν λόγω αίθουσα που χωράει περί τα 1.500 άτομα βρίσκεται στο νησί Lido όπου πραγματοποιείται το φεστιβάλ, κατά τη διάρκεια του οποίου πολύς κόσμος που το παρακολουθεί, συμπεριλαμβανομένου και εμού, διαμένει στην ίδια την πόλη της Βενετίας που απέχει από το Λίντο ένα τέταρτο με το βαπορέτο.
Το πρώτο βαπορέτο από τη Βενετία για το Λίντο αναχωρεί στις 06.40 και συνήθως έχει ελάχιστο κόσμο. Εκείνη την Κυριακή όμως, δεκάδες άτομα που περίμεναν στην ουρά θα έμεναν έξω από το πλοιάριο του πρώτου δρομολογίου και ο λόγος ήταν ένας: όλοι έτρεχαν σαν παλαβοί για να πιάσουν μια θέση στην ουρά για το «Joker». Στις 07.10 η ουρά είχε ήδη φτάσει περί τα 100 μέτρα. Μία ώρα και ένα τέταρτο αργότερα, εκατοντάδες άτομα θα έμεναν εκτός αιθούσης… Εκανα την παραπάνω εισαγωγή για να μεταφέρω λίγο το κλίμα που επικρατούσε εφέτος στο Φεστιβάλ Βενετίας σχετικά με την ταινία του Τοντ Φίλιπς, η οποία πραγματεύεται έναν από τους πιο ελκυστικούς «κακούς» στην Ιστορία των κόμικς, τον Τζόκερ, άσπονδο εχθρό του Μπάτμαν, δημιούργημα της DC Comics. Χωρίς καμία αμφιβολία ήταν η μία και μοναδική ταινία που όλος ο κόσμος περίμενε με αγωνία – εν τέλει, πολύ δίκαια. Εκτός από το ότι το «Joker» βραβεύθηκε με τον Χρυσό Λέοντα, δεν υπήρξε άνθρωπος που να είδε την ταινία και να μην του άρεσε.
Προσωπικά θαύμασα την αρτιότητά της ως κατασκευής, την φαντασία του Φίλιπς στο σενάριο που υπογράφει μαζί με τον Σκοτ Ρούντιν και φυσικά την ερμηνεία του πολύτιμου ηθοποιού Χοακίν Φίνιξ που θα μπορούσα να πω ότι έχει ήδη το Οσκαρ στην τσέπη (για την υποψηφιότητα δεν το συζητώ καν). Το ότι ο ίδιος ο Φίνιξ δεν βραβεύθηκε στη Βενετία ακούγεται κάπως παράξενο, αλλά από την άλλη πλευρά η ταινία «ισοφάρισε» κερδίζοντας το ανώτατο βραβείο της διοργάνωσης (προφανώς στα βραβεία έγινε μοίρασμα για να μείνουν όλοι – ή σχεδόν όλοι – ικανοποιημένοι).
Kάτι ξεχωριστό
Το πρόβλημα με τις ταινίες που στηρίζονται σε ήρωες των κόμικς της DC και κυρίως της Marvel είναι ότι λίγο ως πολύ όλες αυτές οι ταινίες μοιάζουν μεταξύ τους. Αν μάλιστα ανήκουν στην ίδια «σειρά» (franchise) δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις. Οποιος δεν είναι απόλυτος φαν και ειδήμονας δεν μπορεί να ξέρει τη διαφορά π.χ. ανάμεσα στο «X-Men: First Class» (2011) και στο «X-Men: Days of future past» (2014). Ο «Joker» του Τοντ Φίλιπς όμως ούτε με κάποια άλλη ταινία στην οποία εμφανίζεται ο ίδιος ήρωας μοιάζει, ούτε ταινία κόμικ θυμίζει. Θα μπορούσα να πω ότι δεν δείχνει καν να ανήκει στο «franchise» του Μπάτμαν αφού ο Μπάτμαν όταν εμφανίζεται κάποια στιγμή στο «Joker» (και δεν θα πω περισσότερα για να μην προδώσω κάτι) δείχνει… παρείσακτος.
Ο Τοντ Φίλιπς, δημιουργός της αριστουργηματικής κωμωδίας «The hangover», και ο Φίνιξ, το εργαλείο του, κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν απολύτως δικό τους κόσμο και να φτιάξουν έναν άλλο, καινούργιο ήρωα – το αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης απόπειρας να φανταστούν το ούτως ή άλλως μυστηριώδες παρελθόν του Τζόκερ. «Λατρεύω την πολυπλοκότητα του Τζόκερ και αισθάνθηκα ότι η καταγωγή του άξιζε να διερευνηθεί σε μια ταινία, αφού κανείς δεν το είχε κάνει ποτέ» είπε ο Φίλιπς στη Βενετία. Ετσι, μαζί με τον Σκοτ Σίλβερ έγραψε μια δική του εκδοχή αυτού του σύνθετου αντιήρωα.
Με άλλα λόγια, η ταινία θέτει και απαντά στο ερώτημα πώς ο Τζόκερ έφτασε στο σημείο που τον ξέρουμε μέσα από προηγούμενες ταινίες και ερμηνείες ηθοποιών όπως ο Σίζαρ Ρομέρο (στην τηλεοπτική εκδοχή των sixties), ο Τζακ Νίκολσον (στην πρώτη κινηματογραφική ταινία Μπάτμαν που σκηνοθέτησε ο Τιμ Μπάρτον), ο Χιθ Λέτζερ (στον οποίο δόθηκε ένα μεταθανάτιο Οσκαρ για τον «Σκοτεινό ιππότη» του Κρίστοφερ Νόλαν) και ο Τζάρεντ Λίτο (στην ταινία «Ομάδα αυτοκτονίας» που είναι προτιμότερο να την ξεχάσουμε). Στην ταινία του, ο Φίλιπς αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του να ξεφύγει από όρια και κανόνες, επομένως καταλήγουμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα και χορταστική εκδοχή του Τζόκερ.
Στον «Joker» του Φίλιπς λοιπόν, παρακολουθούμε την ιστορία του Αρθουρ Φλεκ (Φίνιξ), ενός αξιοθρήνητου κλόουν των δρόμων, ο οποίος παλεύει για την επιβίωση. Ζει ακόμα με τη μητέρα του (Φράνσες Κόνροϊ), με την οποία διατηρεί μια σχεδόν αρρωστημένη σχέση, παίρνει ψυχοφάρμακα, είναι ταπί και όπως μαθαίνουμε είχε τραυματισμένα παιδικά χρόνια εξαιτίας τού ότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του. Ολα αυτά όμως συνθέτουν έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα κινηματογραφικό χαρακτήρα, μυστηριώδη, ψυχάκια, πλακατζή και μαέστρο της ίδιας του της μιζέριας.
Και όλα αυτά μέσα σε μια μουχλιασμένη Γκόθαμ Σίτι, που θυμίζει τρομερά τη Νέα Υόρκη (γενέτειρα του Φίλιπς) στην περίοδο ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980 (σημειώνω ότι η σκηνογραφία αξίζει επίσης Οσκαρ). Ο Φίλιπς προσθέτει με διακριτικότητα ενδιαφέρουσες αναφορές σε ταινίες των 70ς και των 80ς, από τον «Ταξιτζή» και τον «Βασιλιά της κωμωδίας» του Μάρτιν Σκορσέζε, μέχρι τον «Εκδικητή της νύχτας» του Μάικλ Γουίνερ με τον Τσαρλς Μπρόνσον. Σε δεύτερο ρόλο ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, σε μια σχεδόν αυτοαναφορική ερμηνεία, υποδύεται τον διάσημο κωμικό, οικοδεσπότη τηλεοπτικού σόου, ο οποίος καλεί στην εκπομπή του τον Τζόκερ. Για όσους δεν θυμούνται, έναν αντίστοιχο ήρωα είχε υποδυθεί ο Τζέρι Λούις στον «Βασιλιά της κωμωδίας», όπου σαν ένας άλλος Τζόκερ ο εκεί ήρωας του Ντε Νίρο αναζητούσε, απεγνωσμένα, τη φήμη…
Ερμηνεία αναφοράς
Η ερμηνεία του Χοακίν Φίνιξ καρφώνεται στο υποσυνείδητό σου με όλη τη σημασία της λέξης. Δεν είναι μόνον το ότι ο ηθοποιός έχασε πάρα πολλά κιλά για να δείχνει λιπόσαρκος και σκελετωμένος (άρα ακόμη πιο φοβιστικός). Εχει δουλέψει τόσο καλά μέσα του αυτόν τον χαρακτήρα, που η ενέργεια την οποία εκπέμπει προκαλεί έναν ηλεκτρισμό που μαγνητίζει.
Λες και σου ζητάει να τον απολαύσεις. Και για όσους αναρωτιούνται αν τελικά χρειαζόμαστε μία ακόμη ταινία με τον Τζόκερ, ολόψυχα απαντάς ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια κόμικ ταινία που επιτέλους να σου δίνει την εντύπωση ότι αφορά τον κόσμο μας, τον πραγματικό κόσμο. Αυτό συμβαίνει με τον «Τζόκερ». Αφορά τους πάντες και όχι μόνον τους φαν.
Ο Χοακίν Φίνιξ, μικρότερος αδελφός του αδικοχαμένου Ρίβερ Φίνιξ (1970-1994), γεννήθηκε πριν από 45 χρόνια στο Σαν Χουάν του Πουέρτο Ρίκο και σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο εκκεντρικούς ηθοποιούς στον κόσμο. Τρομερά εκφραστικός στις ερμηνείες του και απρόβλεπτος στις επιλογές του, ο Φίνιξ όσο σε παρασύρει πάνω στην οθόνη, άλλο τόσο δείχνει να κλείνεται στο καβούκι του όταν καλείται να μιλήσει για τη δουλειά του, η οποία τον έχει οδηγήσει τρεις φορές μέχρι σήμερα στις υποψηφιότητες των Οσκαρ («Μονομάχος» – Β’ ρόλου, «Walk the line» – Α’ ρόλου ως Τζόνι Κας και «The master» – Α’ ρόλου).
Το 2013, τον συνάντησα για δεύτερη φορά μετά τον «Μονομάχο» στο Παρίσι (με αφορμή, τότε, το «Εμφυτο ελάττωμα» του Πολ Τόμας Αντερσον). Οταν τον ρώτησα ποιο είναι το κίνητρό του για τη δουλειά του ηθοποιού η απάντησή του ήταν ένα επαναλαμβανόμενο «δεν ξέρω» μέχρι που κατέληξε στο ότι «μέσω της ηθοποιίας βρίσκεις κάτι που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού». Το τι είναι αυτό που βρίσκει βέβαια δεν μπορεί να το εξηγήσει. «Σκόνταψα κάποια στιγμή στη ζωή μου σε αυτή τη μορφή έκφρασης και από τότε με καλούν διαρκώς πίσω. Και επιστρέφω». Και με το που το είπε, σηκώθηκε, είπε «That’s it!» και έφυγε…