«Το 2019 πιάνουμε με ασφάλεια τον στόχο για 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα. Αν υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος, προτεραιότητά μας είναι, ανάλογα και με τις εξελίξεις, να ενισχύσουμε το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης. Το 2020 οι μειώσεις των φόρων στα χαμηλά εισοδήματα, στα κέρδη των επιχειρήσεων και στα μερίσματα, μαζί με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που σχεδιάζουμε, θα ανέλθουν σε 1,2 δισ. ευρώ».
Αυτά τονίζει σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ο οποίος υπογραμμίζει ότι «η μείωση των φορολογικών βαρών στα εισοδήματα θα γίνει βήμα-βήμα, με ταυτόχρονη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και μέτρα για βελτίωση της φορολογικής συνείδησης».
Ο υπουργός έχει ανοιχτό διάλογο με τους θεσμούς που ήδη έχουν ξεκινήσει τον τέταρτο μεταμνημονιακό έλεγχο της οικονομίας και εκφράζει την αισιοδοξία του ότι «θα βρεθεί τρόπος προκειμένου να αυξηθεί ο δημοσιονομικός χώρος», ώστε να δοθεί έμφαση στην ανάπτυξη της οικονομίας.
«Κλειδί» ασφαλώς αποτελεί η «επιστροφή των τραπεζών» στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Και αναγγέλλει ότι «για τον λόγο αυτόν η κυβέρνηση προχωρεί άμεσα στην υλοποίηση του μοντέλου εγγύησης του Δημοσίου σε τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία».
Την προηγούμενη εβδομάδα εκπροσωπήσατε τη χώρα ως υπουργός Οικονομικών στο Eurogroup. Από την πρώτη σας εμπειρία τι αποκομίσατε;
«Αποκόμισα την εντύπωση ότι η στρατηγική που σχεδιάσαμε με τον Πρωθυπουργό (σ.σ.: να τηρήσουμε τους στόχους για τα πλεονάσματα και να προχωρήσουμε πρώτα στις διαρθρωτικές αλλαγές) είναι στη σωστή κατεύθυνση.
Η συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών στα Eurogroup πρέπει και έχει αρχίσει να αποδραματοποιείται, εστιάζοντας πλέον στην ισότιμη, κανονική και δημιουργική συμμετοχή μας στις διεργασίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης».
Ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος για 3,5% του ΑΕΠ και το 2019 θα πιαστεί; Υπάρχει δυνατότητα για επιπλέον παρεμβάσεις;
«Η εκτίμησή μας είναι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, ότι ο στόχος θα επιτευχθεί, με σχετική ασφάλεια. Η αλλαγή του κλίματος στην οικονομία, η πειθαρχημένη εκτέλεση του Προϋπολογισμού στο σκέλος των δαπανών και η αύξηση των δημοσίων εσόδων από τον Ιούλιο συνηγορούν σε αυτό. Εχουμε ήδη αποδείξει, με τη μεγάλη μείωση του ΕΝΦΙΑ και το βελτιωμένο πλαίσιο ρυθμίσεων οφειλών, ότι όταν υφίσταται δημοσιονομικός χώρος αυτός αξιοποιείται, επ’ ωφελεία κυρίως της μεσαίας τάξης και των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων. Το ίδιο θα πράξουμε εάν προκύψει επιπλέον χώρος, με μία προτεραιότητα να είναι, ανάλογα και με τις εξελίξεις, το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης».
Μέχρι σήμερα έχετε προχωρήσει σε συγκρατημένα βήματα μείωσης της φορολογίας (ΕΝΦΙΑ, συντελεστής 9% για τα πρώτα 10.000 ευρώ εισοδήματος, φόρος στα κέρδη στο 24% και στα μερίσματα στο 5%). Ποιο είναι το κόστος των μέτρων και πώς θα επηρεάσει τον προϋπολογισμό του 2020;
«Ολα όσα αναφέρατε αποτελούν προεκλογικές δεσμεύσεις της Νέας Δημοκρατίας και προγραμματικές δεσμεύσεις του Πρωθυπουργού. Αποτιμώνται, μαζί με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, περίπου στα 1,2 δισ. ευρώ. Εκτιμώ δε ότι το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι μικρότερο, γιατί οι περισσότερες από τις παρεμβάσεις φέρουν σημαντικό αναπτυξιακό φορτίο. Επιπρόσθετα, η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας, η ταχεία επιστροφή στην κανονικότητα, η ομαλοποίηση των σχέσεων με τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η πλήρης άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, η δημοσιονομική πειθαρχία των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, η υιοθέτηση ρεαλιστικών οροφών δαπανών και η αξιολόγηση αυτών, η ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η προώθηση συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και η υλοποίηση του νέου πλαισίου ρύθμισης για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές θα δημιουργήσουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο για τη πρόσθετη μείωση φόρων, όπως θα αποτυπωθούν στον προϋπολογισμό του 2020».
Στο εισόδημα γιατί δεν επιλέξατε να μειώσετε τον υψηλό συντελεστή ή την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης, καθώς αυτοί που επιβαρύνονται πιο πολύ απ’ όλους είναι οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι και όσοι δεν κρύβουν τα εισοδήματά τους;
«Διακηρυγμένος βασικός στόχος του Πρωθυπουργού και του οικονομικού επιτελείου είναι η σταδιακή απαλλαγή νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το βαρίδι της υπερφορολόγησης που τους «φόρτωσε» η προηγούμενη κυβέρνηση. Με δεδομένο τον δημοσιονομικό χώρο, και με οδηγό τη διαρκή αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης, επιλέγουμε και υλοποιούμε τις προγραμματικές μας δεσμεύσεις. Με τα μέτρα που υλοποιούμε, όλα τα εισοδηματικά στρώματα έχουν κέρδη διαθεσίμου εισοδήματος, αλλά αυτά τα κέρδη είναι – σε ποσοστό – μεγαλύτερα στα χαμηλότερα κλιμάκια. Σε ποσοστιαία βάση αυξάνουν περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των χαμηλότερων εισοδηματικών στρωμάτων, κάτι που οδηγεί σε μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, για δηλωθέντα εισοδήματα έως 8.500 ευρώ η συνολική φορολογική επιβάρυνση μειώνεται, κατά μέσο όρο, 20%. Αντίθετα, η αντίστοιχη μείωση σε υψηλά εισοδήματα, άνω των 26.000 ευρώ, ανέρχεται σε μονοψήφιο ποσοστό».
Το μεγάλο βάρος όμως των φόρων ειδικά στα μεσαία και υψηλά εισοδήματα παραμένει…
«Θα ήταν ευχής έργον να μπορούσαμε να μειώσουμε άμεσα περισσότερα φορολογικά βάρη. Αυτό θα γίνει βήμα-βήμα, με ταυτόχρονη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και βελτίωση της φορολογικής συνείδησης όλων».
Πώς εξελίσσεται η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους για τη μείωση του στόχου για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα. Από το 2020 πηγαίνει η μείωση στο 2021 ή θα βρεθεί έμμεσος τρόπος μείωσης, όπως η ενσωμάτωση των κερδών από τα ομόλογα στα έσοδα του νέου προϋπολογισμού;
«Ο στόχος μας σε ό,τι αφορά την αναγκαία δημιουργία δημοσιονομικού χώρου δεν αλλάζει. Η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων βρίσκεται στον πυρήνα της στρατηγικής μας. Το ζήτημα είναι πώς αυτός προσεγγίζεται. Εμείς έχουμε σχεδιάσει συγκεκριμένο οδικό χάρτη. Τα πρώτα βήματα εξελίσσονται ομαλά. Το οικονομικό επιτελείο και η κυβέρνηση ευρύτερα, διαμορφώνουν, μεθοδικά και τεκμηριωμένα, τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την οριστική αντιμετώπιση τόσο της μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος όσο και του ζητήματος των ANFAs και SMPs, προκειμένου αυτά τα έσοδα να διατεθούν σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Η διαπραγμάτευση εξελίσσεται σύμφωνα με τον σχεδιασμό, ώστε να έχουμε θετικές εξελίξεις στο πεδίο του δημοσιονομικού χώρου το 2020».
Πώς μπορεί να αλλάξει ο υπολογισμός για τη βιωσιμότητα του χρέους, ίσως λόγω χαμηλότερων επιτοκίων;
«Με την πολιτική μας επιδιώκουμε να διαμορφώσουμε τους παράγοντες που, ως ανεξάρτητες μεταβλητές, επιδρούν στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους. Εμείς προτάσσουμε ως βασική ερμηνευτική μεταβλητή τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας, η οποία βεβαίως γνωρίζουμε ότι δεν διατάσσεται. Προκύπτει ως αποτέλεσμα βελτίωσης σειράς παραγόντων, μεταξύ των οποίων είναι η αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής στην κατεύθυνση σταδιακών μειώσεων φορολογικών συντελεστών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, η υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών που βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, και η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Επίσης, βασικός παράγοντας είναι το ύψος των επιτοκίων. Εργαζόμαστε για τη δημιουργία συνθηκών οι οποίες θα συμβάλλουν στη μείωσή τους. Ηδη, η τάση τους είναι πτωτική και διατηρήσιμη. Μάλιστα από τις ευρωεκλογές μέχρι σήμερα η διαφορά της απόδοσης μεταξύ του ελληνικού και του γερμανικού 10ετούς ομολόγου έχει μειωθεί περίπου κατά 45%. Ο υψηλότερος ρυθμός μεγέθυνσης και τα χαμηλότερα επιτόκια συμβάλλουν από μόνα τους και συνδυαστικά στη βελτίωση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους».
Ασφαλώς οι ιδιωτικοποιήσεις είναι «κλειδί» και για την ανάπτυξη και για τη μείωση του χρέους…
«Πράγματι, οι ιδιωτικοποιήσεις, τις οποίες εμείς αντιμετωπίζουμε κυρίως ως αναπτυξιακό εργαλείο, αποτελούν έναν ακόμα δυνητικό παράγοντα μείωσης του δημοσίου χρέους. Αρκεί βεβαίως να πραγματοποιούνται με όρους απόλυτης διαφάνειας και γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, και όχι μόνο ως μέσο αύξησης των δημοσίων εσόδων. Και σε αυτή την κατεύθυνση προχωρούμε με γρήγορους ρυθμούς. Ηδη προχωρούμε τη διαδικασία πώλησης του 30% των μετοχών που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο στο Διεθνές Αεροδρόμιο Αθηνών. Οπως προέβλεπε άλλωστε «στα χαρτιά» και η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά ουδέποτε επί ένα και πλέον έτος υλοποιούσε. Αυτή είναι η πρώτη διαδικασία αποκρατικοποίησης της σημερινής κυβέρνησης, ενώ θα ακολουθήσουν και άλλες».
Προεκλογικά η ΝΔ υποστήριζε ότι τα χρέη του Δημοσίου στους ιδιώτες (2,1 δισ. ευρώ) συνιστούν «κρυφό έλλειμμα» και άρα εμφανίζονται τεχνητά υπερπλεονάσματα. Εσείς τι θα κάνετε με αυτά τα χρέη;
«Ως πρώην αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών και μεταγενέστερα τομεάρχης Οικονομικών της ΝΔ ουδέποτε υποστήριξα ότι αυτά τα χρέη συνιστούν «κρυφό έλλειμμα». Και αυτό διότι γνωρίζω ότι αυτά ενσωματώνονται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης, όμως στερούν ρευστότητα από την πραγματική οικονομία. Επιπρόσθετα όμως, βαθύτατα πιστεύω ότι στην οικοδόμηση σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών το Δημόσιο οφείλει να δίνει πρώτο το καλό παράδειγμα. Συνεπώς, η καταβολή των ληξιπρόθεσμων οφειλών στους ιδιώτες, εκτός από ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, θα αποτελέσει εξέλιξη η οποία θα εμπεδώνει την κανονικότητα στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις και θα συμβάλει στην τόνωση της εγχώριας αγοράς. Εχει ήδη ξεκινήσει η κατάρτιση νέου πλάνου αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών, σε συνεργασία με τις οικονομικές υπηρεσίες των συναρμόδιων υπουργείων και φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ενσωματώνοντας παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στόχος είναι να υπάρξει ορατή μείωσή τους μέχρι το τέλος του έτους. Ταυτόχρονα όμως έχει ξεκινήσει συνεχής παρακολούθηση της πορείας αποπληρωμής των τρεχουσών υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τρίτους, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα συσσώρευσης οφειλών στο μέλλον».
Για το 2020 ποιες είναι οι προβλέψεις σας για την ανάπτυξη, πώς μας επηρεάζουν η ευρωπαϊκή στασιμότητα και η απειλή της ύφεσης;
«Η ανάπτυξη είναι μια ευαίσθητη σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες και δυναμική διαδικασία. Εργαζόμαστε ώστε να διασφαλίσουμε το θετικό αποτέλεσμα των επιδράσεων αυτών των παραγόντων. Προφανώς και δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε όλους, όπως π.χ. την πιθανή στασιμότητα ή, ακόμα περισσότερο, την ύφεση ευρωπαϊκών και άλλων οικονομιών.
Με τα σημερινά δεδομένα και εκτός ισχυρού απροόπτου, εκτιμούμε ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης κατά το 2020 θα είναι υψηλότερος από τον αντίστοιχο του 2019. Και σε αυτό καταλυτικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και οι μειώσεις φόρων που ήδη υλοποιούνται και προβλέπονται για το 2020».
Τελευταία ευκαιρία για τους οφειλέτες οι 120 δόσεις
Για την πορεία των εσόδων του Δημοσίου – για το 2020 και τα επόμενα χρόνια – ασφαλώς «κλειδί» είναι η ρύθμιση των 120 δόσεων. Πώς εξελίσσεται;
«Η ουσιαστική βελτίωση και η διεύρυνση της ρύθμισης από την κυβέρνηση έχουν οδηγήσει σε αύξηση του ρυθμού ένταξης σε αυτή. Μέχρι την Παρασκευή έκαναν αίτηση 87.904 φυσικά και νομικά πρόσωπα, ενώ έχουν ήδη επικυρωθεί 43.395 από αυτές. Με αυτά τα αριθμητικά δεδομένα, αλλά και επειδή η παραμονή στην ευνοϊκή ρύθμιση προϋποθέτει την εξόφληση των τρεχουσών φορολογικών υποχρεώσεων και την τήρηση των κανόνων, αναμένουμε να συνεισφέρει θετικά στα δημόσια έσοδα. Επαναλαμβάνω όμως ότι η εξαιρετικά αυτή ευνοϊκή ρύθμιση είναι και η τελευταία!».
Τον Ιούλιο 269.000 φορολογούμενοι δεν πλήρωσαν τη δόση του φόρου εισοδήματος, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των οφειλετών να ανέλθει σε 4.019.350…
«Υπάρχει όμως μια άλλη πιο σημαντική παράμετρος, που δείχνει την ανάσχεση του ρυθμού δημιουργίας νέων οφειλών προς το Δημόσιο. Τον Ιούλιο καταγράφεται επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης των οφειλών. Σε μηνιαία βάση, οι οφειλές προς την Εφορία αυξήθηκαν κατά 284 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017 αυξάνονταν κατά 906 εκατ. ευρώ και το 2018 κατά 762 εκατ. ευρώ. Ο δικός μας στόχος είναι να δώσουμε τη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας σε όλους τους πολίτες που έχουν οφειλές. Αυτόν τον στόχο υπηρετεί η ρύθμιση για τις 120 δόσεις».
Η πρόσβαση στις αγορές χρήματος αποκαθίσταται
Οι τράπεζες βρίσκονται ακόμη σε κατάσταση «ζόμπι», με την έννοια ότι δεν χορηγούν δάνεια, δεν στηρίζουν την ανάπτυξη. Ποια είναι τα σχέδιά σας;
«Στόχος του οικονομικού επιτελείου είναι τα πιστωτικά ιδρύματα να αποτελέσουν ξανά μοχλό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Αναμφισβήτητα όμως το μεγάλο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δυσχεραίνει την αναγκαία πιστωτική επέκταση. Η κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή, κατανόησε ότι η επίλυση του προβλήματος είναι ύψιστης σημασίας για την ελληνική οικονομία. Για τον λόγο αυτόν προχωρεί άμεσα στην υλοποίηση του μοντέλου εγγύησης του Δημοσίου σε τιτλοποιημένα περιουσιακά στοιχεία (σ.σ.: Asset Protection Scheme – APS), σε διαβούλευση με τους αρμόδιους, εγχώριους και διεθνείς φορείς. Αναμένω από την αξιωματική αντιπολίτευση να μας πει και πάλι ότι και αυτή την πρωτοβουλία την είχε ουσιαστικά ολοκληρώσει αλλά δεν πρόλαβε τελικά να την υλοποιήσει… Παράλληλα, η σημαντική μείωση του ΕΝΦΙΑ έχει ήδη βελτιώσει την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών. Επιπλέον, οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά την αλλαγή κυβέρνησης έχουν βελτιώσει το κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Ως αποτέλεσμα, η πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου – με κόστος που βαίνει μειούμενο – σταδιακά αποκαθίσταται, καταθέσεις επιστρέφουν, ενώ και η πιστοληπτική ικανότητα εταιρειών και νοικοκυριών βελτιώνεται. Ηδη μεγάλες επιχειρήσεις «σηκώνουν» κεφάλαια από τις αγορές με εξαιρετικά χαμηλό κόστος δανεισμού».