Eίναι κοινώς παραδεκτό ότι ο κ. Τσίπρας, το κόμμα του και εν γένει η Αριστερά δεν είχαν εμπειρίες διακυβέρνησης.
Περιορίζονταν στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά προφανέστατα δεν ήταν αρκετές, ούτε ικανές να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη γνώση και αντίληψη για τη συνθετότητα και την πολυπλοκότητα του έργου.
Η μόνη αξιοπρόσεκτη επαφή με την πραγματική διαχείριση των προβλημάτων της χώρας ήταν περιστασιακή, για λίγους μήνες, στο πλαίσιο της συγκυβέρνησης Τζαννετάκη το 1989 και ακολούθως με τη συμμετοχή της στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα στις αρχές του 1990. Αλλά και εκείνη η ολιγόμηνη επαφή με τη διακυβέρνηση της χώρας ελάχιστα προσέθεσε, επειδή απλούστατα εξελίχθηκε σε συνθήκες πόλωσης και διχασμού.
Κατά μία εκδοχή μάλιστα η συμμετοχή σε εκείνες τις ιδιαίτερες συνθήκες μάλλον επέτεινε παρά άμβλυνε τις συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις που διαχρονικά διατηρούσαν τα κόμματα της Αριστεράς για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Στην περίπτωση του κόμματος του κ. Τσίπρα, που ήλθε στην εξουσία εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης στις αρχές του 2015, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα επειδή στους συγκεκριμένους, αριστερίστικους κατά βάση, κύκλους είχαν αναπτυχθεί μύθοι επί μύθων και επικρατήσει απολύτως απλοϊκές προσεγγίσεις.
Για τους περισσότερους της ομάδας Τσίπρα τα πράγματα ήταν απλά, η εξουσία αρκούσε από μόνη της, η επικράτηση αριστερών διαχειριστών ήταν ικανή να φέρει την άνοιξη και να επαναφέρει στην κοινωνία τη χαμένη ευημερία.
Πήγαζε όλη αυτή η τόσο απλοϊκή προσέγγιση από τη διαμορφωμένη πεποίθησή τους και πλάνη για τους θεσμούς.
Πίστευαν ότι οι θεσμοί ήταν έτσι φτιαγμένοι ώστε να υπηρετούν τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τους υποτιθέμενους δόλιους σκοπούς τους.
Στη βάση αυτής δε της μεγάλης πλάνης άλλωστε επιδιώχθηκε εξαρχής η εργαλειοποίησή τους.
Γι’ αυτό και οι διαψεύσεις ήταν συνεχείς και οδήγησαν στα γνωστά σε όλους αποτελέσματα στο πρώτο εξάμηνο του 2015. Αλλά και στα επόμενα τέσσερα χρόνια η διακυβέρνηση ορίστηκε ακριβώς από την έλλειψη εμπειριών, από το έλλειμμα κατανόησης των συνθηκών και το πλήθος των ομολογημένων αυταπατών και ψευδαισθήσεων.
Μόνο μετά την ήττα στις εκλογές της 7ης Ιουλίου επιχειρείται κάποιου τύπου αυτοκριτική, αλλά και αυτή λειψή.
Σιγομιλούν ορισμένοι για υπερβολές στη Δικαιοσύνη, για παρεκτροπές στα μέσα ενημέρωσης, για αλληλοεξουδετερούμενα φορολογικά και οικονομικά μέτρα, για υποτίμηση του πολιτισμού, για περιορισμένη προσέγγιση της οικολογίας και για μονομέρειες στη διαχείριση των συμφερόντων. Κάποιοι μάλιστα αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική οφείλει απλώς να θέτει κανόνες και σε καμία περίπτωση να αντιδικεί ή ακόμη χειρότερα να συναλλάσσεται με ομάδες συμφερόντων.
Ωστόσο και πάλι η συζήτηση είναι χαμηλόφωνη, δεν εξελίσσεται κανονικά όπως επιβάλλουν οι νέες πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τις εκλογές, ούτε αναλαμβάνονται κρίσιμες και καθοριστικές δεσμεύσεις.
Κατά τα φαινόμενα το πάθημα δεν έγινε μάθημα.
Γι’ αυτό και ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του δεν πείθουν επαγγελλόμενοι αλλαγή, ανασυγκρότηση, επανασύσταση, μετεξέλιξη και διεύρυνση.
Αν θέλουν να διατηρήσουν τα πρωτεία της αντιπολίτευσης και να εξελιχθούν σε πραγματική εναλλακτική δύναμη εξουσίας οφείλουν να αποδεχθούν με θάρρος λάθη και παραλείψεις, να απευθυνθούν με απόλυτη ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό, να προσδιορίσουν επακριβώς στόχους και δυνατότητες, να δηλώσουν πίστη στους θεσμούς, να εγγυηθούν την υπεράσπισή τους και βεβαίως να επανατοποθετηθούν πλήρως απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας.
Αν και πάλι επιστρέψουν στις πλάνες και στα πάθη τους, αν μετά τις τόσες εμπειρίες παραμείνουν εχθροπαθείς, μονομερείς και άδικοι δεν θα έχουν καμία τύχη, θα χαθούν στα τρίσβαθα της Ιστορίας, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, που απλώς έβλεπαν τα τρένα των ευκαιριών να τους προσπερνούν