Η μικρή πόλη Γκολτσόβ βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Γερμανίας στα σύνορα με την Πολωνία.
Για τον δήμαρχο Φρανκ Σουτς, το να δεχτεί Σύρους πρόσφυγες ήταν μια δύσκολη υπόθεση καθώς οι κάτοικοί της πόλης αντιδρούσαν πολύ, νιώθοντας ούτως ή άλλως πολίτες δεύτερης κατηγορίας και ξεχασμένοι από την πολιτεία.
Ήταν όμως ο μοναδικός τρόπος να σώσει το σχολείο της πόλης, ψυχή και κέντρο του Γκολτσόβ το οποίο, όπως πολλές άλλες αγροτικές περιοχές της πρώην κομμουνιστικής ανατολικής Γερμανίας έχασε το ένα τρίτο του πληθυσμού της στα χρόνια της «αποδιοργάνωσης», μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Το καλοκαίρι του 2015 καθώς εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες έφθασαν στη Γερμανία, ο αριθμός των παιδιών που φοιτούσαν στο σχολείο του χωριού είχε πέσει στο ναδίρ. Δεν υπήρχε καν πρώτη δημοτικού. Όμως τότε εμφανίστηκαν με τους γονείς τους «τα νέα παιδιά της πόλης» όπως τα αποκάλεσε ο δήμαρχος: «Οι Σύροι έσωσαν το σχολείο μας» λέει στους New York Times κι έτσι σώθηκε και η πόλη.
Αριθμητικά το Γκολτσόβ είναι μια μικρή απεικόνιση της Γερμανίας. Οι 16 Σύροι που εγκαταστάθηκαν ανάμεσα στους 820 κατοίκους αντιπροσωπεύουν το ίδιο ποσοστό του 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων που έφθασαν στη χώρα το 2015.
Η ιστορία τους είναι μια ιστορία φιλίας μεταξύ των ανθρώπων ακόμη κι όταν ένας στους τέσσερις κατοίκους της πόλης ψήφισαν το ακροδεξιό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» στις πρόσφατες εκλογές.
Είναι επίσης η απόδειξη ότι κάτω από τους φόβους που ρίχνουν λάδι στη φωτιά του λαϊκισμού στη μεγαλύτερη δημοκρατία της Ευρώπης, η ενσωμάτωση εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών γίνεται με ειρηνικό και ομαλό τρόπο. Επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι σε ολόκληρη τη Γερμανία πάνω από ένας στους τρεις πρόσφυγες έχουν βρει εργασία.
Τέσσερα χρόνια μετά την άφιξη των Σύρων, το Γκολτσόφ άλλαξε προς το καλύτερο και σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί η πλειοψηφία των κατοίκων. Τα κενά διαμερίσματα απέκτησαν ξανά ζωή και στην ετήσια έκθεση ηλιοτροπίου, αραβικά αρτοσκευάσματα βρίσκονται δίπλα στις γερμανικές τάρτες μήλων.
Όταν ο σχολικός φύλακας χρειάζεται βοήθεια για να σκουπίσει τα πεσμένα φύλλα, ο Φαντί, ο Αχμέντ και ο Μαχμούντ, τρεις Σύροι πατεράδες είναι οι πρώτοι εθελοντές που δίνουν το παρόν. Ένας ντόπιος χωρικός, τα παιδιά του οποίου ζουν χιλιόμετρα μακριά, πήρε υπό την προστασία του τρία προσφυγόπουλα. Τα μαθαίνει ψάρεμα και κολύμπι κι εκείνα τον αποκαλούν «opa», «παππού» δηλαδή στα γερμανικά.
Όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Στην αρχή υπήρχε πολύ σκεπτικισμός για τους Σύρους, όταν ο δήμαρχος συγκέντρωσε τους κατοίκους για να τους εξηγήσει την ιδέα του να έρθουν να εγκατασταθούν στην πόλη πρόσφυγες.
«Πίστευα, ότι αυτό δεν μπορεί να λειτουργήσει. Έχουν διαφορετική θρησκεία και θεωρούσα ότι τα παιδιά μας θα πάψουν να μιλούν καλά γερμανικά» αναφέρει στην αμερικανική εφημερίδα ο Μάρκο Ζάιντελτ, ο 11χρονος γιος του οποίου Ντάβεϊ, ξαφνικά απέκτησε τρεις Σύρους συμμαθητές στην τάξη του.
Άλλοι ανησυχούσαν ότι οι νεοφερμένοι θα έκαναν πολύ θόρυβο, ότι θα έκλεβαν και θα δημιουργούσαν προβλήματα. Πολλοί πίστευαν -ειδικά στην ανατολική Γερμανία όπου οι άνθρωποι δεν βλέπουν με πολύ καλό μάτι τους ξένους- ότι τα πράγματα θα ήταν ίσως κι επικίνδυνα. Η υπέρβαση των προκαταλήψεων ήταν δύσκολη υπόθεση.
Οι δυο πλευρές όμως κατέβαλαν προσπάθεια και τελικά εξεπλάγησαν από το πόσο δέχτηκαν η μια την άλλη. Μέχρι σήμερα έξι Σύροι ενήλικες έχουν βρει δουλειά κι έχουν γίνει σημαντικά μέλη της μικρής κοινότητας. Έχουν ενσωματωθεί πλήρως και σε αυτή τη διαδικασία ένταξης κι οι ντόπιοι ανακάλυψαν ότι έχουν πολλά κοινά σημεία μαζί τους.
Αρκετοί ανατολικογερμανοί μετά την ενοποίηση, ένιωθαν πως είναι κατά κάποιο τρόπο μετανάστες στη χώρα τους. Άλλοι πάλι, κυρίως παλιότεροι, εγκαταστάθηκαν ως παιδιά στο Γκολτσόφ αφού οι οικογένειές τους εγκατέλειψαν γερμανικά εδάφη στην Πολωνία στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Όπως και τα παιδιά από τη Συρία γνωρίζουν πολύ καλά πως είναι όταν εκρήγνυται κάποια χειροβομβίδα.