Η κλοπή δύο συμπτυγμένων εκτοξευτών ρουκετών LAW MF-2 (το χρησιμοποιούν οι ειδικές δυνάμεις του Στρατού και του Ναυτικού), 22 χειροβομβίδων, μεγάλου αριθμού ναρκών, εκρηκτικών, βραδύκαυστου φιτιλιού κ.λπ. από τη Ναυτική Βάση της Λέρου (εμπλέκονται τρεις στρατιωτικοί από την ίδια βάση) επανέφερε το ζήτημα κλοπών οπλισμού από στρατιωτικές μονάδες αλλά και της εμπλοκής στελεχών των Ειδικών Δυνάμεων σε ποινικές δραστηριότητες.
Προβληματικές καταγραφές υλικού, έλλειψη ελέγχων στην πρόσβαση στις αποθήκες, ύποπτες διασυνδέσεις ορισμένων «κομάντος» των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά και η νοοτροπία που υπάρχει σε ορισμένους αξιωματικούς αλλά και απλούς στρατιώτες να «κλέβουν τα στρατόπεδά τους» οδηγούν πολλές φορές σε απώλειες μεγάλου αριθμού όπλων και με μεγάλο κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια. Με τελικούς παραλήπτες λαθρεμπόρους όπλων, ψαράδες που χρησιμοποιούν παρανόμως εκρηκτικά αλλά και αρκετές φορές για να τα κρατούν οι στρατιωτικοί στα σπίτια τους με ένα ιδιότυπο σκεπτικό.
Είναι ενδεικτική η περίπτωση της σύλληψης τον Απρίλιο του 1985 στο χωριό Αρχάγγελος της Ρόδου αποθηκάριου στον στρατό που έκλεβε με χαρακτηριστική ευκολία εκρηκτικά που τα πουλούσε σε αλιείς. Τον Απρίλιο του 1994 υπήρξε η κλοπή περίπου επτά χιλιάδων πυροκροτητών από το 80ό Τάγμα Εθνοφυλακής της Κω που αποδόθηκε σε λαθραλιείς. Ακόμη κλοπές που είχαν σημειωθεί τον Φεβρουάριο του 1983 στη Χίο αλλά και την περίοδο 1985-1986 σε στρατιωτικές μονάδες σε Κιλκίς και στην Καστοριά αποδόθηκαν τότε σε «χουντικούς» και ακροδεξιούς.
Επιπλέον, κλοπές σε στρατόπεδα στην Κω, στη Χίο, στο Ακτιο, στην Ικαρία, στα Γλυκά Νερά, στο Μεγάλο Πεύκο και αλλού που συνδέθηκαν με ιδιωτικά συμφέροντα.
Πού καταλήγουν τα κλεμμένα
Βασικό ζητούμενο παραμένει εάν ορισμένα από αυτά τα χαμένα οπλοστάσια καταλήγουν σε μέλη των ενόπλων οργανώσεων. Μέχρι στιγμής είναι γνωστό ότι από τις 27 περίπου καταγραφείσες κλοπές στρατιωτικού υλικού μετά το 1975 (εκτιμάται ότι υπάρχουν δεκάδες που δεν έχουν εντοπισθεί ή δεν έχουν δημοσιοποιηθεί), μόνο δύο έχουν συνδεθεί άμεσα και με αδιαμφισβήτητο τρόπο με οργανώσεις «αντάρτικου πόλης». Ετσι λοιπόν έχει διαπιστωθεί ότι μέλη του ΕΛΑ (έδρασε την περίοδο 1974-1995) είχαν κλέψει 36 πιστόλια, πολλά από τα οποία βρέθηκαν συμπτωματικά το 1986 σε γιάφκα της οργάνωσης «Αντικρατική Πάλη» (θεωρείται «θυγατρική» του ΕΛΑ) του Χρήστου Τσουτσουβή, στα Σεπόλια.
Ακολουθεί η κλοπή του 1989 από μέλη της 17Ν, από το στρατόπεδο του Συκουρίου, όπου αρχικά είχαν επιρριφθεί ευθύνες σε στρατιωτικούς, χωρίς όμως συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν η ΕΛ.ΑΣ. είχε ανακαλύψει τον Νοέμβριο του 1990 διαμέρισμα στην οδό Μαυρικίου στα Εξάρχεια που ανήκε σε μέλη της οργάνωσης «Επαναστατική Αλληλεγγύη», ανακαλύφθηκαν 17 νάρκες κατά προσωπικού, τρεις αντιαρματικές νάρκες, οκτώ αμυντικές χειροβομβίδες, για τις οποίες αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων ότι πιθανόν είχαν κλαπεί, άγνωστο με ποιον τρόπο, από στρατόπεδο της Πελοποννήσου. Ακόμη, όταν εξαρθρώθηκε η 17Ν βρέθηκαν σε γιάφκες στις οδούς Πάτμου και Δαμάρεως σχεδιαγράμματα στρατοπέδων που είχαν στοχευθεί.
Ο «μάγειρας» και οι βομβιστές
Από την άλλη πλευρά, ο ΕΛΑ είχε προμηθευτεί εκρηκτικά με την αρωγή μελών της που ζούσαν στην περιοχή της Καλύμνου και της Κιμώλου και είχαν πρόσβαση σε υλικά που χρησιμοποιούνταν στην αλιεία (κυρίως σφουγγαράδες). Ομως οι πρόσφατες γενιές ενόπλων – «Επαναστατικός Αγώνας» «Πυρήνες» και άλλες – δεν είχαν τις επιχειρησιακές δυνατότητες ή τις διασυνδέσεις για να υφαρπάξουν όπλα και εκρηκτικά από στρατόπεδα. Ετσι προμηθεύτηκαν κυρίως όπλα από τον ποινικό χώρο, από λαθρεμπόρους, από κλοπές σε αστυνομικούς, ενώ τον Ιούλιο του 2003 είχαν προχωρήσει σε αρπαγή πολλών εκρηκτικών από μεταλλείο βωξίτη στο Προσήλιο Φωκίδας.
Είναι ωστόσο χαρακτηριστικό ότι στο σχέδιο «Γοργοπόταμος» για την ανατίναξη το 2015 των Φυλακών Κορυδαλλού με τη συμμετοχή του καταζητούμενου τότε Χριστόδουλου Ξηρού, αντιεξουσιαστών αλλά και ποινικών, υπήρχαν αναφορές για την κατασκευή δεκάδων βομβών από άτομο με το ψευδώνυμο «Μάγειρας» που είχε επαφές με νονούς της νύχτας. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΛ.ΑΣ. είχαν ερευνήσει σοβαρά το ενδεχόμενο ο «Μάγειρας» να ήταν κάποιος από τους επτά άνδρες της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών για τους οποίους υπήρχαν πληροφορίες ότι συνεργάζονταν με το οργανωμένο έγκλημα και οποίοι προμηθεύονταν εκρηκτικά από στρατιωτικές μονάδες. Μάλιστα, έχει καταγραφεί περίπτωση πρώην στελέχους των Ειδικών Δυνάμεων που είχε μετατραπεί την περίοδο 1995-2000 σε κύριο βομβιστή των ανθρώπων της νύχτας, ενώ είχε σταλεί για παραστρατιωτική δράση στον πόλεμο της Βοσνίας.
Οι τελευταίες εξελίξεις
Σε έναν στενό κύκλο δύο-τριών ανδρών των ΟΥΚ που εισέρχονταν παρατύπως στην αποθήκη της ναυτικής βάσης της Λέρου, με επίκληση επιθεώρηση του οπλισμού ή επιλογή πυρομαχικών για ασκήσεις, προσανατολίστηκε η έρευνα της ΕΛ.ΑΣ. και στρατιωτικών για να εξιχνιαστεί το θρίλερ με την αρπαγή δύο αντιαρματικών συστημάτων, δύο ρουκετών, δύο ναρκών και έξι οπλοβομβίδων. Σε σχετική κατάθεση έχει προχωρήσει υπαξιωματικός-διαχειριστής της αποθήκης που θα ελεγχθεί διοικητικά, αλλά δεν έχει επιβεβαιωθεί ότι συμμετείχε στην αρπαγή. Στρατιωτικοί και αστυνομικοί δεν έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο τα δύο αντιαρματικά LAW μίας χρήσης που κλάπηκαν με τις ρουκέτες τους να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί από τους στρατιωτικούς που έκλεψαν τον οπλισμό σε δοκιμαστικές βολές σε κάποιον απομονωμένο χώρο του νησιού ή βραχονησίδα. Σημειώνεται ότι λόγω του υψηλού κόστους τέτοια αντιαρματικά δεν δίνονται στις ασκήσεις των ΟΥΚ.
Το Συκούριο και η «17 Νοέμβρη»
«Ο Σάββας Ξηρός έμπαινε στις αποθήκες από τις σκεπές, αφαιρώντας τα κεραμίδια, και έλεγχε το περιεχόμενό τους. Στην επιδρομή, την παραμονή των Χριστουγέννων του 1989, ήταν επτά μέλη της οργάνωσης που γνώριζαν ακριβώς ποιες αποθήκες άνοιγαν. Αφού ανοίξαμε τις αποθήκες, αφαιρέσαμε κιβώτια με ρουκέτες, σφαίρες και χειροβομβίδες, ασφαλίζοντας μετά τις αποθήκες με δικά μας λουκέτα. Τα πυρομαχικά μεταφέρθηκαν σε διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη». Απόσπασμα από την απολογία του μέλους της «17 Νοέμβρη» Χριστόδουλου Ξηρού για την κλοπή βαρέος οπλισμού από το στρατόπεδο Συκουρίου στη Λάρισα.