Η επίθεση στις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών στο Αμπκάικ και το Χουράις της Σαουδικής Αραβίας δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα υπολογισμένη για να έχει το μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο. Με βάση το υλικό που έδωσαν στη δημοσιότητα οι αμερικανοί τουλάχιστον 17 διαφορετικά σημεία χτυπήθηκαν μόνο στις εγκαταστάσεις στο Αμπκάικ και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να περιοριστεί σημαντικά η ικανότητα των συγκεκριμένων εγκαταστάσεων να επεξεργάζονται αργό πετρέλαιο.
Για την ακρίβεια η επίθεση είχε ως συνέπεια να μειωθεί η ημερήσια παραγωγή πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας κατά 5,7 εκατομμύρια βαρέλια ή κατά το 5% της παγκόσμιας παραγωγής. Για να καταλάβουμε το μέγεθος ήταν ως εάν να βγήκε εκτός παγκόσμιας αγορά η Πέρμια Λεκάνη των Νοτιοδυτικών ΗΠΑ (Δυτικό Τέξας και Νότιο Μεξικό).
Άνοδος των τιμών του πετρελαίου
Το αποτέλεσμα ήταν μια αρχική εκτίναξη των τιμών του πετρελαίου που έφτασε έως και το 19% με το Brent να ξεπερνά πρόσκαιρα τα 70 δολάρια, πριν υποχωρήσει σε τιμή πάνω από τα 65 δολάρια ύστερα από τις ανακοινώσεις του Προέδρου Τραμπ ότι οι ΗΠΑ θα απελευθερώσουν εάν χρειαστεί ένα μέρος από τα στρατηγικά τους αποθέματα (ύψους 600 εκατομμυρίων βαρελιών), αλλά και τις διαβεβαιώσεις από άλλες χώρες όπως η Ρωσία ή η Κίνα ότι υπάρχουν αρκετά αποθέματα, ώστε να καλυφθεί η όποια συγκυριακή μείωση της σαουδαραβικής παραγωγής. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση ήταν μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου σε μία μέσα τα τελευταία 30 χρόνια, συγκρίσιμα μόνο με ό,τι ακολούθησε την είδηση για την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990.
Η αντίδραση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητα υπερβολική. Η Σαουδική Αραβία παραμένει μια χώρα ρυθμιστής της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, καθώς είναι αυτή που έχει την παραγωγική ικανότητα να επηρεάσει σημαντικά την τιμή του πετρελαίου και έχει αναλάβει αρκετές φορές αυτό το ρόλο, είτε μειώνοντας την παραγωγή για να συγκρατήσει την πτώση των τιμών του πετρελαίου, είτε αυξάνοντας την παραγωγή για να αποφευχθεί υπερβολική άνοδος των τιμών. Είναι επίσης μια χώρα παραδοσιακή σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Και τώρα αυτή η χώρα αποδεικνύεται ευάλωτη ως προς την ίδια την ικανότητά της να εξάγει πετρέλαιο. Με μία έννοια αυτό προκαλεί και τη μεγαλύτερη ανησυχία, ότι δηλαδή η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να βρεθεί στο στόχαστρο και νέων επιθέσεων, με ακόμη μεγαλύτερη επίπτωση στην παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου.
Εκτιμήσεις για τη διακύμανση των τιμών του πετραλαίου
Ας σημειώσουμε πάντως ότι οι δυνατότητες των πετρελαιοπαραγωγών χωρών να ανταποκριθούν σε απότομες μειώσεις της παραγωγής παραμένει πεπερασμένες. Για την ακρίβεια η μόνη χώρα που μπορούσε μόνη της να αυξήσει την παραγωγή ακόμη και πάνω από 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα ήταν η ίδια η Σαουδική Αραβία, η χώρα που σήμερα έχει το πρόβλημα. Το περιθώριο αύξησης των υπολοίπων μεγάλων πετρελαιοπαραγωγών χωρών περιορίζεται σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες βαρέλια ημερησίως για κάθε χώρα.
Βραχυπρόθεσμα τα υπαρκτά αποθέματα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και άρα οι αυξήσεις των τιμών να είναι μικρές. Όσο μεγαλύτερη είναι όμως η καθυστέρηση στην επιστροφή της Σαουδικής Αραβίας στα προηγούμενα ύψη παραγωγής, τόσο μεγαλύτερη η πιθανή αύξηση των τιμών.
Ενδεικτικά και τα σενάρια που επεξεργάστηκαν αναλυτές της Goldman Sachs. Σύμφωνα με αυτά εάν οι ελλείψεις στην παραγωγή αφορούν διάστημα τάξης μιας εβδομάδας, τότε θα επηρεαστούν κυρίως τα πιο μακροπρόθεσμα συμβόλαια πετρελαίου, εξαιτίας αυξημένου premium ρίσκου, με τις τιμές του αργού να επηρεάζονται. μεταξύ 3 και 5 δολαρίων το βαρέλι. Εάν η έλλειψη παραγωγής διαρκέσει μεταξύ 2 και 6 εβδομάδων θα υπάρξουν ευρύτερες συνέπειες και σε άλλα συμβόλαια και οι τιμές θα αυξηθούν μεταξύ 5 και 14. Εάν η διακοπή της παραγωγής διαρκέσει πάνω από 6 εβδομάδες, τότε θα υπάρξει η τιμή μπορεί να ξεπεράσει τα 75 δολάρια το βαρέλι. Στο ακραίο σενάριο όπου η διακοπή της παραγωγής κατά 4 εκατομμύρια βαρέλια διαρκέσει πάνω από 3 μήνες, τότε θα έχουμε σίγουρα τιμές πάνω από 75 δολάρια και αύξηση και της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου.
Η επίπτωση στην παγκόσμια οικονομία
Η συγκεκριμένη μείωση της παραγωγής και απειλή αύξησης της τιμής του πετρελαίου δεν θα μπορούσε να έρθει σε χειρότερη στιγμή για την παγκόσμια οικονομία. Με το ΔΝΤ να έχει πρόσφατα αναθεωρήσει προς τα κάτω την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας στο 3,2% για το 2019 και στο 3,5% για το 2020, με την πρόβλεψη για την επόμενη χρονιά να θεωρείται ιδιαίτερα επισφαλής και με όλα τα δεδομένα να παραπέμπουν στη μεγαλύτερη επιβράδυνση από το 2009, συμπεριλαμβανομένης της ανακοίνωσης ότι στην Κίνα καταγράφηκε τον Αύγουστο η χαμηλότερη αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής σε ετήσια βάση από το 2002, είναι σαφές ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η παγκόσμια οικονομία είναι ένα ακόμη αρνητικό σημάδι.
Και αυτό γιατί παρότι έρευνες έχουν δείξει ότι η παγκόσμια οικονομία μπορεί να απορροφήσει αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου, όπως έκανε σε προηγούμενες στιγμές, όπως και ότι ορισμένες πετρελαιοπαραγωγές χώρες θα ωφεληθούν, εντούτοις οι χώρες που εξαρτώνται από εισαγωγές καυσίμων, όπως είναι η Κίνα αλλά και οι χώρες της ΕΕ, θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα.
Ο κίνδυνος ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή
Επισήμως την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβαν οι αντάρτες Χούθι από την Υεμένη που συγκρούονται με τις δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Σαουδική Αραβία. Ανάλογη επίθεση είχαν πραγματοποιήσει και στο παρελθόν πλήττοντας και πάλι εγκαταστάσεις της Aramco στο Duwadimi, 853 μίλια από την πρωτεύουσα της Υεμένης Σαναά.
Προηγούμενες επιθέσεις του εναντίον στόχων και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων είχαν ως αποτέλεσμα τα τελευταία να αρχίσουν να αποσύρουν δυνάμεις από την Υεμένη. Ο στόχος της υπονόμευσης του συνασπισμού Σαουδικής Αραβίας και ΗΑΕ ήταν κομβικός για τους Χουθι. Ο συγκεκριμένος συνασπισμός επεδίωξε να φέρει την Υεμένη στη σφαίρα επιρροής της Σαουδικής Αραβίας και να περιορίσει την επιρροή του Ιράν που είναι βασικός σύμμαχος των Χούθι.
Οι ΗΠΑ έσπευσαν εμμέσως πλην σαφώς να κατηγορήσουν το Ιράν για την επίθεση. Μάλιστα επέμειναν ότι τα στοιχεία δείχνουν ότι η επίθεση ήρθε από τα δυτικά ή τα βορειοδυτικά. Αυτό θα παρέπεμπε σε επίθεση από το Ιράν ή από το φιλοϊρανικές δυνάμεις στο Ιράκ, ωστόσο το Ιράν επιμένει ότι δεν σχέση με την επίθεση. Άλλοι πάλι αναλυτές επιμένουν ότι η επίθεση είναι έργο των Χούθι όπως και οι προηγούμενες και ότι έχουν πια την επιχειρησιακή δυνατότητα για τέτοιες επιθέσεις με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Πάντως το Ιράν σε κάθε περίπτωση έχει κάνει σαφείς προειδοποιήσεις. ότι απέναντι σε οποιαδήποτε κλιμάκωση της επιθετικότητας απέναντί του, είτε μέσω των κυρώσεων, είτε μέσω στρατιωτικών μέσων, θα απαντήσει με τρόπο που θα διακυβεύει συνολικά τις ενεργειακές ροές στην περιοχή.
Οι αρχικές αμερικανικές δηλώσεις φάνηκε να παραπέμπουν σε στρατιωτική απάντηση, χωρίς ωστόσο να κατονομάζεται ο στόχος. Ωστόσο, δεν είναι και εύκολο να υπάρξει μια στρατιωτική απάντηση, ιδίως από τη στιγμή που όλοι υπολογίζουν τα πιθανά αντίποινα από τη μεριά του Ιράν. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με πολεμικά μέσα, στο στόχαστρο θα βρεθούν πέραν των εγκαταστάσεων της Σαουδικής Αραβίας και τα δεξαμενόπλοια που περνούν από τα Στενά του Ορμούζ και αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις. Το Ιράν αυτή τη στιγμή διαθέτει πυραυλικά συστήματα ικανά να πλήξουν πέραν όλων των άλλων και τις αμερικανικές βάσεις στην ευρύτερη περιοχή αλλά και τα αμερικανικά πολεμικά πλοία, συμπεριλαμβανομένων των αεροπλανοφόρων.
Ποια θα ήταν μια πολιτική λύση
Οι κίνδυνοι από μια γενικευμένη ανάφλεξη μπορεί τελικά να οδηγήσουν και σε τυχόν πολιτικές διαπραγματεύσεις για την επίλυση της κρίσης. Είναι ενδεικτικό ότι τον περασμένο Ιούνιο ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τους Χούθι, όπως αποκάλυψε ο Ναΐμ Κασάμ, υπαρχηγός του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, διαπραγματεύσεις παίζει ρόλο και το Ιράν. Μια σειρά από παράμετροι είναι εδώ σημαντικοί.
Οι Χούθι έχουν δεχτεί στήριξη από το Ιράν, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού του με τη Σαουδική Αραβία, αλλά δεν είναι ένας «οργανικός» σύμμαχος με τον τρόπο που είναι π.χ. η Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Μια κυβέρνηση Χούθι σε μια ειρηνευτική διαδικασία θα ήθελε να έχει καλές σχέσεις με όλες τις δυνάμεις, την ίδια ώρα που η Σαουδική Αραβία θα ήθελε απαλλαγεί από έναν πόλεμο με σημαντικό κόστος. Αυτό βέβαια θα προϋπέθετε ότι στις ΗΠΑ δεν θα κυριαρχήσουν οι φωνές θα θέλουν να κλιμακωθεί η αντιπαράθεση με το Ιράν.