ουσικοί ή ταραχοποιοί; Μουσική ή θόρυβος; Οι βρετανοί Stomp από τη δεκαετία του ’90 έως σήμερα δεν έχουν δώσει ξεκάθαρη απάντηση, αλλά αυτό δεν επηρεάζει τους απανταχού θαυμαστές τους. Για μία ακόμη φορά θα τους δούμε στην Αθήνα, στο Θέατρο Βράχων, 17 και 18 Σεπτεμβρίου, και στη Θεσσαλονίκη, στο Μέγαρο Μουσικής, στις 21 και 22 Σεπτεμβρίου. Οι βασιλιάδες του ρυθμού, όπως πολλοί τους έχουν χαρακτηρίσει, θα κάνουν αυτό που ξέρουν καλά. Θόρυβο.
Το show των Stomp είναι ένας συνδυασμός κρουστών, ρυθμικής κίνησης και κωμωδίας καθώς στις παραστάσεις τους δεν λείπουν το γέλιο και η ευρηματικότητα. Χρησιμοποιούν παλιά, άχρηστα αντικείμενα οικιακής ή βιομηχανικής χρήσης, τα οποία θέτουν στην υπηρεσία μιας ιδιότυπης θεατρικής λογικής. Τενεκέδες, κουβάδες, βαρέλια, σπιρτόκουτα, άδεια κουτάκια μπίρας, εφημερίδες, σκουπόξυλα και παλιοσίδερα, ακόμα και νεροχύτες ή κομμάτια παλιών αυτοκινήτων και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, γίνονται αυτοσχέδια όργανα μουσικής στα χέρια τους. Τα μέλη της ομάδας είναι ταυτόχρονα ηθοποιοί, μουσικοί και χορευτές και μέσα από την εναρμονισμένη συνύπαρξή τους στη σκηνή καταφέρνουν να δημιουργούν ένα εντυπωσιακό όσο και ασυνήθιστο οπτικοακουστικό θέαμα.
Ξεκίνημα το 1991 στο Μπράιτον
Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1991 στο Μπράιτον από τους Βρετανούς Λουκ Κρέσγουελ και Στίβι Μακ Νίκολας και κατάφερε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να γίνει διάσημο παγκοσμίως. Σε μια δεκαετία που πολλά «τρελά» γεννιόντουσαν στην τέχνη, οι Stomp, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, βρήκαν το κενό που τους αναλογούσε και έγιναν σταρ. Το 1994 απέσπασαν Βραβείο Λόρενς Ολίβιε για την καλύτερη ψυχαγωγική παράσταση, βραβείο καλύτερης χορογραφίας σε σόου West Εnd, βραβείο ΟΒΙΕ για off Broadway σόου και τέλος το νεοϋορκέζικο βραβείο για την περισσότερο αυθεντική θεατρική εμπειρία. Το 1996 η μικρού μήκους ταινία τους «Σκούπες» προτάθηκε για το Οσκαρ, ενώ επελέγη να προβληθεί τόσο στο Φεστιβάλ Καννών όσο και στο κινηματογραφικό Sundance. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς έδωσαν ζωντανή παράσταση στην τελετή απονομής των Οσκαρ. Το 1998 η ταινία τους «Stomp Out Loud» κέρδισε το αργυρό βραβείο FIRA στην ενότητα «Μουσική και ζωντανό θέαμα» του κινηματογραφικού φεστιβάλ στο Μπιαρίτζ.
Ο Πόουλ Μπεντ, μέλος του συγκροτήματος, βρήκε χρόνο ανάμεσα στις υποχρεώσεις του να συζητήσει για τους Stomp, τι ακριβώς είναι αυτό που κάνουν, αλλά και την επιθυμία του να μπορέσει να γνωρίσει καλύτερα την Ελλάδα. Και για να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, να θυμηθούμε τι σημαίνει το όνομα της ομάδας: «Το Stomp ως ρήμα σημαίνει να βαδίζεις βαριά και θορυβωδώς. Σημαίνει επίσης μια μελωδία με βαρύ ρυθμό. Είναι ένα σύντομο αλλά εξαιρετικά συμπαγές όνομα».
Περί ιμπρεσιονισμού
Συνήθως όπου ακούς πολλά κεράσια καλό είναι να κρατάς μικρό καλάθι. Ο Πόουλ Μπεντ όμως δεν διστάζει να μας προσκαλέσει στις παραστάσεις τους, χαρακτηρίζοντάς τες «παραστάσεις με υψηλή ενεργειακή απόδοση. Αν απολαμβάνετε το ζωντανό θέατρο, τη μουσική ή την κωμωδία, τότε θα απολαύσετε τους Stomp καθώς συνδυάζουν και τα τρία. Θα σας αφήσουν με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό σας, θα σας δώσουν ώθηση στη ζωή σας, θα έχετε τον ρυθμό μέσα σας για αρκετές ημέρες. Α, και κάτι ακόμη, να φέρετε και τα παιδιά σας».
Παρ’ όλο που έχουν γράψει εκατοντάδες παραστάσεις στο κοντέρ τους και έχουν αποθεωθεί από κοινό και κριτικούς, δεν είναι λίγοι αυτοί που χαρακτηρίζουν τα σόου τους ως ιμπρεσιονιστικά και τίποτα περισσότερο. Ο Πόουλ Μπεντ χαρακτηρίζει ενδιαφέρουσα την άποψη αυτή και καταθέτει τη δική του εκδοχή: «Από όσο γνωρίζω, ο ιμπρεσιονισμός είναι ένα ύφος ζωγραφικής που αναπτύχθηκε προς το τέλος του 19ου αιώνα με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Κλοντ Μονέ. Οσον αφορά τον ιμπρεσιονισμό στη μουσική, δεν είμαι σίγουρος πόσο οι Stomp θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τέτοιοι. Υπάρχει ένα συγκεκριμένο στοιχείο ενορχήστρωσης και το θέαμά μας επιδιώκει να εμπνεύσει συγκίνηση. Η «μηχανιστική» λογική που έχουμε στις παραστάσεις μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ιμπρεσιονισμού. Ισως με αυτήν τη λογική να είναι μια επίδειξη ιμπρεσιονισμού. Αλλά προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχει κάτι πιο πρωτογενές και καθολικό στο έργο μας».
Αναζητώντας σκουπιδοτενεκέδες
Υψηλές συζητήσεις και αναλύσεις όταν, παράλληλα, γυρνάς στους δρόμους του Μπράιτον της Βρετανίας, και όχι μόνο, και ψάχνεις στα απορρίμματα για να βρεις ποιο πεταμένο αντικείμενο σου κάνει για να παραγάγει μουσική; «Υποθέτω ότι η αιτία ήταν, και εξακολουθεί να είναι, να δείξουμε ότι ο ρυθμός είναι σε όλους μας και μπορεί να βρεθεί καθημερινά στον κόσμο γύρω μας. Θα έλεγα επίσης ότι κάνουμε ό,τι κάνουμε για να μοιραστούμε την ευχαρίστηση να βρίσκουμε ήχους, ρυθμούς και μελωδίες στα πιο απροσδόκητα αντικείμενα ή καταστάσεις. Είναι επίσης καλό να γελάς και μου αρέσει να μοιράζομαι αυτό το γέλιο».
Γέλιο με «παραγωγή ήχων, μουσικής και θορύβου» όπως διευκρινίζει ο Πόουλ Μπεντ και συνεχίζει: «Οι ήχοι και η μουσική είναι και οι δύο θόρυβοι, ο θόρυβος είναι σίγουρα ήχος και σε κάποιες περιπτώσεις υποκειμενικά και η μουσική. Εμείς τα συνδυάζουμε όλα αυτά και προσθέτουμε κίνηση, χορό και συγκίνηση. Πιστεύω ότι οι Stomp θα συνεχίζουν να σας «ενοχλούν» επ’ αόριστον. Οσο έρχεται κόσμος στις παραστάσεις μας, θα είμαστε παρόντες. Οσο για εμένα προσωπικά, θα ήθελα να είμαι μαζί τους για πάντα. Επειδή, αν υπάρχει κάτι καλύτερο από να βλέπεις τους Stomp, είναι να παίζεις με τους Stomp».
Αν ξεπεράσουμε το πρόβλημα με τους μεταλλικούς σκουπιδοτενεκέδες – «στην Αγγλία πλέον δεν είναι αρκετοί και δυσκολευόμαστε να βρούμε… Αλήθεια στην Ελλάδα, στην Αθήνα, έχετε;» -, ο Πόουλ Μπεντ απολαμβάνει την κομπανία των Stomp, του αρέσει να ταξιδεύει και να παίζει μαζί τους και να γνωρίζει χώρες. «Λυπάμαι αλλά για την Ελλάδα, δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Ξέρω ότι ήταν το λίκνο της δημοκρατίας, ξέρω ότι εδώ πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι Ολυμπιακές Αγώνες, αλλά για την ελληνική ιστορία – μυθολογία δεν ξέρω. Οπως δεν ξέρω για την ελληνική μουσική ή την ελληνική κουζίνα. Υποθέτω ότι μύα εβδομάδα μού είναι αρκετή για να εκπαιδευτώ».