Η χθεσινή απόφαση του Μάριο Ντράγκι να συνεχίσει να χρησιμοποιεί η ΕΚΤ το όπλο της νομισματικής πολιτικής και της ποσοτικής χαλάρωσης για όσο διάστημα κριθεί αναγκαίο προκειμένου να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα στην ευρωζώνη, επιβεβαιώνει τις ανησυχίες των περισσότερων αναλυτών για την αβεβαιότητα που επικρατεί στην ευρωπαϊκή οικονομία. Μπορεί στην Ελλάδα να υπάρχει η αίσθηση μεγαλύτερης σταθερότητας μετά τις εκλογές, αλλά τα σύννεφα που πυκνώνουν στο διεθνή ορίζοντα, αναγκαστικά επηρεάζουν και τις δικές μας προοπτικές.
Οι μετεκλογικές εξελίξεις και οι πρώτες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα, που όμως δεν αρκούν για να δώσουν τη γρήγορη ώθηση που έχει ανάγκη η οικονομία. Η συνεχής πτώση των επιτοκίων διεθνώς δεν έχει, για την ώρα, άμεση αντανάκλαση στην εσωτερική οικονομική δραστηριότητα, ενώ είναι αμφίβολο αν η χώρα θα μπορέσει να επωφεληθεί,σε πρώτη φάση τουλάχιστον, από το νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης που ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Θα πρέπει να περιμένουμε τον επόμενο γύρο αξιολογήσεων από τους πιστοληπτικούς οργανισμούς αλλά και την έκθεση ευρωπαϊκών θεσμών και ΔΝΤ που θα ξεκινήσει τις επόμενες μέρες, για να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να ελπίζουμε και στα «δώρα» της ΕΚΤ. Μια πρώτη ένδειξη για τις προθέσεις των ευρωπαίων θα πάρουμε ενδεχομένως και από τη σημερινή σύνοδο τουEurogroup και τις επαφές που θα έχει ο υπουργός Οικονομικών κ. Σταϊκούρας.
Όσο θετικές κι αν είναι οι προσδοκίες για τη χώρα μας δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μετέχουμε ,είτε μας αρέσει είτε όχι,σε μια παγκοσμιοποιημένη και αλληλοεπηρεαζόμενη οικονομία. Πέρα από το ασταθές διεθνές πολιτικό κλίμα, Brexit – απρόβλεπτες κινήσεις Τράμπ, η στασιμότητα που επικρατεί στις κυρίαρχες οικονομίες της ευρωζώνης δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους και ανεπηρέαστους.
Ο Μ. Ντράγκι προσπαθεί, ακόμα και λίγο πριν τη λήξη της θητείας του, να επικρατήσει μια πιο αναπτυξιακή, μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική από τις ηγέτιδες χώρες της Ευρώπης. Μια πολιτική που έχει απόλυτη ανάγκη και η Ελλάδα που εξακολουθεί να βρίσκεται παγιδευμένη στον κύκλο των υπερπλεονασμάτων. Η διεκδίκηση για τη μείωση τους είναι δεδομένη, αλλά η απόφαση για το πότε και πόσο, δεν εξαρτάται, κυρίως, από τη δική μας βούληση…