Η θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας είναι από τις πιο σημαντικές μιας αμερικανικής κυβέρνησης, αφού όποια/ος την καταλαμβάνει αποτελεί τον βασικό σύμβουλο του Προέδρου σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Αρκεί να σκεφτούμε ότι αυτή τη θέση κατείχαν στο παρελθόν προσωπικότητες όπως ο Χένρυ Κίσιντζερ και ο Ζπίγκνιου Μπρεζίνσκι.
Στη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ έχει γίνει μια από τις πιο επισφαλείς θέσεις εργασίας, αν κρίνουμε από το ότι απέπεμψε τον τρίτο κατά σειρά Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του.
Οι διαδοχικές επιλογές του Τραμπ για τη θέση του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας
Στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ είχαμε τρεις διαδοχικές επιλογές για αυτή τη θέση. Πρώτος ανέλαβε ο Μ. Φλιν, με προϋπηρεσία στην υπηρεσία πληροφοριών των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων, τη DIA. Η θητεία του αποδείχτηκε ιδιαίτερα σύντομη εφόσον κατηγορήθηκε ότι δεν ενημέρωσε έγκαιρα και αρμοδίως για τις επαφές του με τον πρεσβευτή της Ρωσίας στις ΗΠΑ πριν την ανάληψη των καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο δεύτερος ήταν ο υποστράτηγος Χ.Ρ. Μασκμάστερ, μια ιδιαίτερη περίπτωση «διανοούμενου πολεμιστή», ο οποίος όμως δεν θεωρήθηκε αρκούντως συντηρητικός και συγκρούστηκε με τμήμα του τότε περιβάλλοντος του Ντόναλντ Τραμπ, όπως ο Στηβ Μπάνον.
Ο τρίτος ήταν ο Τζον Μπόλτον.
Τζον Μπόλτον: ένα γεράκι στο Λευκό Οίκο
Ο Μπόλτον εξαρχής ήταν ένα «γεράκι». Προέρχεται από τη σκληρή νεοσυντηρητική πτέρυγα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα και είχε θητεύσει και σε προηγούμενες ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις, φτάνοντας μέχρι τη θέση του εκπροσώπου των ΗΠΑ στον ΟΗΕ.
Οπαδός της σκληρής και ένοπλης παρέμβασης των ΗΠΑ, θεωρούμενος εκ των αρχιτεκτόνων του πολέμου στο Ιράκ το 2003, είχε και το στο παρελθόν υποστηρίξει επιθετικές πολιτικές των ΗΠΑ, ενώ στη διάρκεια της θητείας ως Εθνικού Συμβούλου Ασφαλείας υπήρξε κατεξοχήν οπαδός μιας γραμμής όξυνσης της αντιπαράθεσης τόσο με την Κίνα, όσο και το Ιράν, υποστηρίζοντας βήματα όπως η ανάπτυξη αμερικανικών στρατευμάτων στην Ταϊβάν ή η άσκηση της μέγιστης πίεσης στο Τεχεράνη.
Η τοποθέτηση του Μπόλτον συνέπεσε με μια περίοδο όπου και ο ίδιος ο Τραμπ φάνηκε να διαλέγει μια πολύ πιο επιθετική πολιτική σε διάφορα μέτωπα. Σε αυτή την περίοδο οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν μονομερώς από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, κίνηση που σηματοδότησε το νέο γύρω κλιμακούμενης αντιπαράθεσης με την Τεχεράνη, κλιμάκωσαν την αντιπαράθεση με την Κίνα οδηγώντας στη σημερινή συνθήκη ενός σχεδόν κηρυγμένου εμπορικού πολέμου και ανέβασαν ακόμη περισσότερο τους τόνους στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση της Βενεζουέλας φτάνοντας μέχρι του σημείου της αναγνώρισης του Γουαϊδό ως ηγέτη της χώρας. Ήταν ακόμη μια περίοδος στην οποία ο Τραμπ στήριξε ακόμη περισσότερο τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπ. Νετανιάχου και επέμειναν στην αναβάθμιση των σχέσεων με τη Σαουδική Αραβία.
Τα όρια της επιθετικής πολιτικής
Όμως, σε μεγάλο βαθμό αυτή η επιθετική πολιτική που στήριξε ο Μπόλτον δεν έδειξε να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η όξυνση του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, ή επιλογές όπως η αναγόρευση σε εχθρό των ΗΠΑ της HUAWEI και του τρόπου που διεκδικεί την αγορά υποδομών 5G, μάλλον επιταχύνουν την επιλογή της κινεζικής ηγεσίας να ενισχύσει τις δικές της περιφερειακές συνεργασίες και την απεξάρτηση από αμερικανικές τεχνολογίες, την ίδια ώρα που ο εμπορικός πόλεμος αρχίζει να απειλεί και τις θετικές προοπτικές της αμερικανικής οικονομίας. Η επιθετικότητα κατά του Ιράν δεν κατορθώνει να διαμορφώσει μια τόσο ισχυρή συμμαχία εναντίον του, την ώρα που ούτως ή άλλως στη συριακή σύγκρουση ήταν η Ρωσία που αναδείχτηκε σε βασικό power broker. Η κατάσταση στη Βενεζουέλα δεν έφερε τα αναμενόμενα και η κυβέρνηση αποδείχτηκε πιο ανθεκτική από όσο υπολόγιζαν οι αμερικανοί.
Ο Τραμπ και η αντίληψη του για τη διαπραγμάτευση
Την ίδια ώρα ο ίδιος ο Τραμπ μπορεί να παρουσιάζει μια εικόνα αρκετά αλλοπρόσαλλη σε ορισμένες στιγμές, ωστόσο δείχνει να κινείται περισσότερο με την αντίληψη ότι η άσκηση μέγιστης πίεσης έχει νόημα όταν οδηγεί σε επωφελείς συμφωνίες παρά όταν συντηρεί απλώς συγκρούσεις. Αυτό το είχε δείξει στον τρόπο που αντιμετώπισε την προσέγγιση με τη Βόρεια Κορέα και τις συναντήσεις με τον Κιμ Γιονγκ-ουν, μια κατεύθυνση με την οποία ο Μπόλτον δεν ήταν πλήρως σύμφωνος. Το έδειξε επίσης όταν τελευταία στιγμή ακύρωσε μια επίθεση εναντίον του Ιράν μετά την κατάρριψη ενός αμερικανικού μη επανδρωμένου αεροσκάφους, όπως επίσης και όταν πρότεινε την επιστροφή της Ρωσίας στο G7.
Αντίστοιχα, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε το γεγονός ότι ακόμη και στην αντιπαράθεση με την Κίνα ο Τραμπ πάντα άφηνε και το περιθώριο για διαπραγμάτευση, έστω και εάν μέχρι τώρα οι όποιες προσπάθειες για μια εμπορική συμφωνία με την Κίνα δεν ευοδώθηκαν.
Αυτή η ιδιότυπη αντίληψη του Τραμπ, ο ιδιαίτερος ρεαλισμός και η επίγνωση που δείχνει να έχει των ορίων κάποιων συγκρούσεων τουλάχιστον, τον κάνουν να διαφέρει από τον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο οι σκληροί «νεοσυντηρητικοί» όπως ο Μπόλτον που πιστεύουν ότι η διαρκής όξυνση και η προσπάθεια για ακόμη πιο επιθετικές ενέργειες είναι ο μόνος τρόπος για να διατηρούν οι ΗΠΑ την πρωτοκαθεδρία τους.
Φαίνεται ότι σε αυτή τη φάση ο Τραμπ ήθελε να δοκιμάσει μια διαφορετική κατεύθυνση. Καταρχάς φαίνεται ότι θέλει να προσπαθήσει ξανά για μια συνεννόηση με την Κίνα ώστε να ξεπεραστούν τα διαφαινόμενα προβλήματα από τον εμπορικό πόλεμο. Έπειτα, φαίνεται ότι ο ίδιος ο Τραμπ εξετάζει να δοκιμάσει και διάλογο με το Ιράν, ξεκινώντας με μια πιθανή συνάντηση με τον Ιρανό Πρόεδρο Χασάν Ροχανί στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Ακόμη και η ανακοίνωση ότι τελευταία στιγμή ακυρώθηκε συνάντηση στο Καμπ Ντέιβιντ με τους Ταλιμπάν παρέπεμπε σε μια επιλογή του Τραμπ να δοκιμάσει μια απεμπλοκή και από αυτό το μέτωπο.
Ο πολιτικός υπολογισμός
Όλα αυτά έχουν και έναν σαφή πολιτικό υπολογισμό. Ο Τραμπ δεν θέλει να πάει σε προεκλογική περίοδο με επιδείνωση στο οικονομικό κλίμα, δεδομένου ότι το καλό οικονομικό κλίμα είναι και το ισχυρότερο πολιτικό του χαρτί και δεν θέλει να βρεθεί σε προεκλογική εκστρατεία με ορατό το ενδεχόμενο ύφεσης. Με αυτή την έννοια οτιδήποτε αποτρέπει το ενδεχόμενο παράτασης του εμπορικού πολέμου σε συνδυασμό με την προβολή μιας εικόνας ότι εξακολουθεί να κατέχει την «τέχνη της συμφωνίας» (art of the deal), θεωρείται σημαντικό στον προεκλογικό αγώνα.
Μένει να δούμε σε ποιο βαθμό όλα αυτά θα οδηγήσουν και σε μια συνολικότερη μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής.