Η ιστορία του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να περιγραφεί ως η ιστορία του φαρμάκου που απλώς επιδείνωσε την ασθένεια.
Με την περιγραφή αυτή αναφερόμαστε στο γεγονός ότι εξαρχής το μίγμα πολιτικής που υιοθέτησε η τότε Τρόικα, δηλαδή την άρνηση αναδιάρθρωσης και μείωσης του χρέους, σε συνδυασμό με μια θεραπεία-σοκ μέτρων λιτότητας, παράλληλα με κάλυψη των αναγκών του ελληνικού δημοσίου και ιδίως των μεγάλων πακέτων ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού συστήματος με δανεισμό από το ΔΝΤ και τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, στην πραγματικότητα πήρε μια χώρα που βρέθηκε σε ανοιχτή κρίση χρέους και την έκανε μια χώρα… με διαρκή κρίση χρέους, τουλάχιστον ως προς το λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Πάνω από 178% ήταν τελικά το χρέος της Ελλάδας στο τέλος του διαβόητου «ελληνικού προγράμματος», όταν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα πανηγύρισε την «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια». Υπό κανονικές συνθήκες το ίδιο το μέγεθος του χρέους θα μπορούσε να θεωρηθεί η μεγαλύτερη απόδειξη της αποτυχίας του ελληνικού προγράμματος. Και ο λόγος είναι ότι αυτό το χρέος, πέραν του απόλυτου μεγέθους του, δόθηκε με τέτοιους όρους που διαμόρφωνε χρηματοδοτικές απαιτήσεις για την αποπληρωμή του που ισοδυναμούσαν με μελλοντική χρεοκοπία.
Το ερώτημα της βιωσιμότητας του χρέους
Το τέλος του προγράμματος όντως συνδυάστηκε με ένα μερικό πρόγραμμα αναδιάρθρωσής του, κυρίως με την παράταση του χρόνου αποπληρωμής και της περιόδου χάριτος των δανείων που είχαν συναφθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Οι αποφάσεις αυτές όπως και η μεταφορά της χώρας από το καθεστώς «χώρας σε πρόγραμμα» στο καθεστώς «χώρα σε ενισχυμένη εποπτεία», στηρίχτηκαν και σε μια ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους που βασικά παραδεχόταν ότι ούτως ή άλλως το χρέος από ένα σημείο και μετά δεν θα είναι βιώσιμο.
Ομολογία της πραγματικής μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους και η ρητή απόφαση του Eurogroup τον Ιούνιο του 2018 ότι το 2032 θα πρέπει να εξεταστεί ξανά η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Εξαρχής υπήρξαν προβληματισμοί για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, κυρίως από τη μεριά του ΔΝΤ. Από την άλλη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση είχε κυριαρχήσει εξ αρχής η λογική ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει αναδιάρθρωση που να σημαίνει απομείωση του χρέους, εφόσον αυτό θεωρήθηκε ότι θα ισοδυναμούσε με απόφαση ότι χρήματα των φορολογουμένων θα χάνονταν.
Γιατί τέθηκε ο όρος των υψηλών πλεονασμάτων
Σε αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκαν οι προβλέψεις που θα έδιναν εγγύηση για την αποπληρωμή του χρέους. Για την ακρίβεια, διαμορφώθηκαν προβλέψεις που υποτίθεται ότι έβαζαν τα δημοσιονομικά της χώρας σε μια ορθή τροχιά δεν θα διαμόρφωναν στο μέλλον απαιτήσεις χρηματοδότησης (δηλ. δανεισμού) που θα ήταν μη βιώσιμες. Η κυριότερη ήταν η πρόβλεψη για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει όταν εξετάζουμε το ισοζύγιο των δημόσιων οικονομικών (έσοδα-έξοδα) αφαιρώντας τις πληρωμές τόκων στα δάνεια. Σημαίνει πρακτικά ότι κάθε χρόνο, στο επίπεδο των εσόδων-εξόδων το δημόσιο είναι πλεονασματικό. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο διαμορφώνεται το περιθώριο ώστε να μπορεί να αποπληρώνεται χρέος, χωρίς να αυξάνονται οι ανάγκες δανεισμού.
Το πρόβλημα με το πρωτογενές πλεόνασμα είναι προφανές ότι σημαίνει πολιτικές λιτότητας. Υπό κανονικές συνθήκες μια χώρα επιδιώκει να «τρέχει» προϋπολογισμούς που να κινούνται ανάμεσα στο να είναι ισοσκελισμένοι ή να έχουν μικρά ελλείμματα που καλύπτονται από δανεισμό, στο βαθμό που έτσι μπορεί να αξιοποιήσει τη δημόσια δαπάνη για ανάπτυξη. Μεγάλα πλεονάσματα σημαίνουν μειωμένη δημόσια δαπάνη και αυτό μπορεί να σημαίνει όχι μόνο μικρότερες «παροχές» αλλά και χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Και εδώ πρέπει να σημειώσουμε κάτι σημαντικό για το χρέος. Το κρίσιμο μέγεθος είναι ο λόγος χρέος / ΑΕΠ. Το κλάσμα αυτό μπορεί να μειωθεί με δύο τρόπους: ή θα μικρύνει ο ονομαστής, άρα θα μειωθεί το χρέος, ή θα μεγαλώσει ο παρονομαστής, δηλαδή θα αυξηθεί το ΑΕΠ. Επομένως, πολιτικές που δεν διευκολύνουν την ανάπτυξη παρατείνουν δεν επιτρέπουν και την μείωση του λόγου χρέος / ΑΕΠ.
Το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που επιβλήθηκαν υποτίθεται ότι αναλογούσαν σε εκτιμήσεις για τη μελλοντική βιωσιμότητα του χρέους. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για απλές εικασίες.
Ο υπολογισμός μελλοντικής βιωσιμότητας αφορά μια πολυπαραγοντική διαδικασία που περιλαμβάνει τους ρυθμούς ανάπτυξης, το μελλοντικό κόστος δανεισμού, τον μελλοντικό πληθωρισμό και είναι δύσκολο κανείς να προβλέψει.
Για παράδειγμα: στην τελευταία αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της ενισχυμένης επιτήρησης αναφέρεται ότι εάν η Ελλάδα είχε απόκλιση (προς τα κάτω προφανώς) από το στόχο του πλεονάσματος 3,5% για την τετραετία 2019-2022 το 2060 θα είχαμε υψηλότερο λόγο χρέους προς ΑΕΠ κατά 25%. Στην πραγματικότητα αυτό είναι απλώς μια εκτίμηση και όχι μια βεβαιότητα.
Ωστόσο, η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% μέχρι και το 2022 και 2,2% από εκεί και πέρα αποτέλεσαν βασική δέσμευση που ανέλαβε η χώρα μας και βασική πλευρά της «εξόδου από τα μνημόνια».
Προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και όχι συμφωνία
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλη τη διακυβέρνηση πέτυχε τα πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα με όρους υπεραπόδοσης («υπερπλεονάσματα» που εν μέρει γίνονταν «κοινωνικά μερίσματα») όμως με το τίμημα πολιτικών αυστηρής λιτότητας και μιας ιδιότυπης «στάσης πληρωμών» του δημοσίου προς προμηθευτές.
Στην πορεία προς τις εκλογές του 2019 όντως θέλησε να ανοίξει το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων ως τμήμα του οικονομικού προγράμματος που ήθελε να παρουσιάσει και με το οποίο ήλπιζε να κερδίσει τις εκλογές.
Οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα προφανώς συνάντησαν στις διερευνητικές συζητήσεις την απροθυμία των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για οποιοδήποτε ενδεχόμενο ρητής μείωσης των πλεονασμάτων, λίγο καιρό αφότου αυτά συμφωνήθηκαν. Τον ίδιο καιρό φαινόταν ότι στη μακρά προεκλογική περίοδο που είχε ξεκινήσει θα υπήρχε πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα.
Σε αυτό το πλαίσιο επεξεργάστηκαν μια εναλλακτική λύση. Αυτή αφορούσε τη μεταφορά ποσών σε ένα «λογαριασμό εγγύησης» (escrow account), έναν δεσμευμένο λογαριασμό που θα λειτουργούσε ως εγγύηση προς τους ευρωπαίους ότι τα χρήματα που θα αναλογούσαν σε 1% πρωτογενές πλεόνασμα για την τριετία 2020-2022 ήδη έχουν εξασφαλιστεί και άρα μπορεί η χώρα να τρέχει προϋπολογισμούς με μικρότερα πλεονάσματα 2,5% και άρα να μπορεί να διαθέτει εκείνη την τριετία 1% του ΑΕΠ (περίπου 1.8 δισ.) για παροχές και ανάπτυξη. Η πρόταση αυτή όντως διατυπώθηκε από την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα. Ανακοινώθηκε μάλιστα και από τον ίδιο ως «εντολή» να ανοίξει ειδικός λογαριασμός που να κατατεθούν 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ που αναλογούσαν σε 3% του ΑΕΠ. Όμως, η πρόταση αυτή ποτέ δεν αποτέλεσε αντικείμενο συμφωνίας με τους θεσμούς.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η τελευταία έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας: «Οι ελληνικές αρχές έχουν επίσης ανακοινώσει την πρόθεσή του τους να συζητήσουν ξανά (revisit) τη συμφωνία που πέτυχαν με τους ευρωπαίους εταίρους τον Ιούνιο του 2018 σε σχέση με το στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων 3.5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022. Σε σχέση με αυτό, οι αρχές εξετάζουν τη μεταφορά μέρους των ταμειακών διαθέσιμων που δημιουργήθηκαν από την δημοσιονομική υπεραπόδοση του ετών 2016-2018 σε έναν «λογαριασμό εγγύησης» (escrow account). Οποιαδήποτε πρόταση που τροποποιεί (alters) τη συμφωνία που επιτεύχθηκε με τους ευρωπαίους εταίρους τον Ιούνιο του 2018 θα πρέπει να συζητηθεί στο Eurogroup στο πλαίσιο μιας επικαιροποιημένης ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους».
Συμφωνία δεν υπήρξε και θα αργήσει να υπάρξει
Είναι σαφές επομένως ότι δεν υπήρχε συμφωνία και ότι η όποια συζήτηση πάνω στην πρόταση της ελληνικής πλευράς θα γινόταν στο μέλλον, σε επίπεδο Eurogroup και στη βάση της επικαιροποιημένης ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι υπήρξε μια πρόταση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή μια στρατηγική, μπορεί κανείς να την κρίνει, να την αξιολογήσει ή να την προτείνει εκ νέου. Μπορεί να υποστηρίξει ότι στέκει ή δεν στέκει. Όμως, σίγουρα δεν αποτελούσε συμφωνία με τους ευρωπαίους για τα πλεονάσματα. Δεν συμφωνία ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει και σε τελική ανάλυση γι’ αυτό γίνεται και όλη τη σχετική πολιτική συζήτηση, ακριβώς γιατί η μείωση των πλεονασμάτων παραμένει ζητούμενο.
Άλλωστε, ακόμη και τώρα οι ευρωπαίοι έχουν κάνει σαφές και προς την σημερινή κυβέρνηση ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να τεθεί θέμα πρωτογενών πλεονασμάτων. Ακόμη και τα επιστρεφόμενα κέρδη από τα διακρατημένα ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs) που όντως προσφέρουν μια ανάσα, αυτή τη στιγμή οι ευρωπαίοι δείχνουν περισσότεροι έτοιμοι να τα συζητήσουν ως μηχανισμό τόνωσης, όχι όμως προς το παρόν ως λογιστική λύση για τη μείωση των πλεονασμάτων.
Σε κάθε περίπτωση πολλά θα κριθούν και από το τι θα δείξει η αναμενόμενη επόμενη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που θα γίνει.
Σε κάθε περίπτωση, η διαπραγμάτευση για το θέμα των πλεονασμάτων τώρα ξεκινάει και σίγουρα δεν πρόκειται να είναι εύκολη.