Πώς αντεπεξήλθε η ελληνική οικογένεια κατά τα χρόνια της ελληνικής κρίσης; Η εικόνα αυτή που έβγαινε προς τα έξω ήταν νέους να καθυστερούν τη μετακόμιση τους από το πατρικό τους και εγκαταλελειμμένους ηλικιωμένους χωρίς φροντίδα.
Ωστόσο, σύμφωνα με ελληνική μελέτη για τις επιπτώσεις της κρίσης στη μακροχρόνια φροντίδα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έρευνας SHARE (έρευνα για την υγεία, τη γήρανση και τη συνταξιοδότηση στην Ευρώπη), η εικόνα αυτή φαίνεται να διαψεύδεται.
«Η γήρανση και η μακροβιότητα διαδραματίζουν μικρό ρόλο στις αφηγήσεις της κρίσης. Το ποσοστό των ατόμων που έχουν ανάγκη και δεν απολαμβάνουν φροντίδας, αντίθετα από τα αναμενόμενα, μειώθηκε μεταξύ 2007 και 2015. Παρά τη λιτότητα, περισσότεροι πήραν φροντίδα, όχι από το κράτος, ούτε από την οικογένεια, που είναι ο βασικός πυλώνας στήριξης των αδύναμων μελών της, αλλά αμειβόμενη φροντίδα από τρίτο άνθρωπο που τον πληρώνει η οικογένεια».
«Μέσα στην κρίση, με λιγότερη απασχόληση, μείωση εισοδημάτων, οι οικογένειες έκριναν ότι πρέπει να το σηκώσουν αυτό το βάρος και το έκαναν», λέει η Αντιγόνη Λυμπεράκη στην «Καθημερινή», καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συντονίστρια της ελληνικής ομάδας του SHARE,που διενεργείται κατά κύματα την τελευταία 15ετία.
Πώς εξηγείται
Το «παράδοξο» αυτό οφείλεται, από τη μία, στην ωρίμανση των συστημάτων παροχής επαγγελματικής φροντίδας και, από την άλλη, στο γεγονός ότι τα εισοδήματα των ηλικιωμένων μειώθηκαν λιγότερο από τους μισθούς των φροντιστών στην ελεύθερη αγορά» σύμφωνα με την κ. Λυμπεράκη και συνεχίζει:
«Επίσης, με την κρίση περιμέναμε να δούμε επιδείνωση της υγείας των ατόμων 50 ετών και άνω, με βάση τις δικές τους δηλώσεις. Αντιθέτως, είδαμε ότι οι αναφορές για την υγεία τους βελτιώθηκαν. Καθώς είχαν να ασχοληθούν με πιο σημαντικά θέματα, έπαψαν να γκρινιάζουν, όπως συνήθιζαν να κάνουν τον καλό καιρό. Στη διάρκεια της κρίσης αναπτύχθηκε ανθεκτικότητα και σοφότερη ιεράρχηση προτεραιοτήτων».
Κατά τα χρόνια της κρίσης, φαίνεται μάλιστα πως περιορίστηκαν κατά 7% οι ηλικιωμένοι με μειωμένες δυνατότητες αυτοεξυπηρέτησης (με εξαίρεση τις γυναίκες 65-80 ετών), από 32,8% το 2007 σε 25,5% το 2015, πλησιάζοντας το σκανδιναβικό ποσοστό (22,4%). Η εικόνα είναι διαφορετική για τις χρόνιες ασθένειες, που αυξήθηκαν για όλες τις ηλικιακές ομάδες – από 34,8% σε 42,4% για τους άνδρες και από 50% σε 52,8% για τις γυναίκες. Ανω του 71% των ανδρών 80+ και άνω του 83% των γυναικών 80+ πάσχουν από δύο και πλέον ανίατες αρρώστιες.
Οι μεγαλύτεροι «χαμένοι» της υπόθεσης
Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου τα εισοδήματα των ατόμων 50+ μειώθηκαν κατά την κρίση. Ακόμη και σε Ιταλία και Ισπανία αυξήθηκαν.
Η ομάδα 50-65 ετών υπέστη μεγαλύτερη μείωση από τα άτομα 65-80 ετών, καθώς οι εργαζόμενοι έχασαν περισσότερο από τους συνταξιούχους, όπως αναφέρει η «Καθημερινή».
Στη χειρότερη θέση βρέθηκαν οι ηλικιωμένες που ζουν μόνες. Οι άνθρωποι που ζουν μόνοι αυξάνονται με την ηλικία. Στην Ελλάδα, το 18% των ανδρών 80+ και το 64% των γυναικών 80+ ζουν μόνοι.
Οι γυναίκες ζουν πιο μοναχικά από τους άνδρες και είναι πιο ευάλωτες στην κατάθλιψη (28% στους άνδρες, 49% στις γυναίκες 65+), δεδομένο που συνδέεται και με τα οικονομικά των γυναικών, που είναι χειρότερα από αυτά των ανδρών, με το επίπεδο εκπαίδευσης και την υγεία, που υπολείπονται εκείνων των ανδρών.
Η οικογένεια ο κύριος πάροχος
«Ο τότε πρωθυπουργός όσο και ο τότε υπουργός Οικονομικών είχαν πει ότι οι συντάξεις οφείλουν να προστατεύονται επειδή “οι γιαγιάδες δίνουν χρήματα στα άνεργα εγγόνια τους”. Με αυτόν τον τρόπο αποδέχθηκαν ότι η οικογένεια είναι ο κύριος πάροχος κοινωνικής προστασίας», αναφέρει η κ. Λυμπεράκη.
Σύμφωνα με τη μελέτη της, το μέσο εισόδημα των ατόμων άνω των 50 στην Ελλάδα μειώθηκε κατά μέσον όρο,16,5%. Κατά 17% για τις ηλικίες 50-65, κατά 13,4% για την ομάδα 65-80, κατά 22,1% για τους 80+.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο κ. Τήνιος, «οι νεότεροι έχουν περισσότερες δυνατότητες προσαρμογής και αντίδρασης στις μακροοικονομικές αλλαγές. Περισσότερο δύσκαμπτα είναι τα γηραιότερα άτομα, έτσι, παρότι οι συντάξεις υπέστησαν μικρότερες περικοπές σε σχέση με άλλα εισοδήματα, πιο κερδισμένοι εμφανίζονται όσοι εργάζονταν το 2007 και συνταξιοδοτήθηκαν το 2015».