Σαρωτικές αλλαγές τόσο για τους μαθητές που ετοιμάζονται κάθε χρόνο να ανοίξουν τις «πύλες» των πανεπιστήμιων όσο και για τους φοιτητές των ΑΕΙ προωθεί η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας.
Η πρώτη νομοθετική κίνηση από πλευράς υπουργείου Παιδείας που έγινε εντός του καλοκαιριού, αφορούσε την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου σε μία προσπάθεια – σύμφωνα με το σκεπτικό της κυβέρνησης – να σταματήσουν τα φαινόμενα ανομίας στα ΑΕΙ και κυρίως να μην χρησιμοποιούνται ως ορμητήρια από ομάδες αντιεξουσιαστών για επιθέσεις κατά αστυνομικών στόχων, όπως έχει γίνει στο παρελθόν αρκετές φορές, ειδικά μετά από πορείες όπως αυτές για την επέτειο του Πολυτεχνείου.
Πλέον, η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας με την επιστολή που έστειλε προς τους πρυτάνεις στην οποία παραθέτει επιγραμματικά τις αλλαγές που προτίθεται να κάνει το αμέσως προσεχές διάστημα, δείχνει ότι κινείται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση από την πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης.
Αλλάζει το τοπίο
Οι αλλαγές που θέλει να περάσει θα αλλάξουν άρδην το τοπίο για τους μαθητές λυκείου καθώς και τους χιλιάδες φοιτητές που εισάγονται κάθε χρόνο στα ΑΕΙ. Θεωρείται δε, σχεδόν βέβαιο, ότι κάποιες από τις προωθούμενες αλλαγές θα φέρουν αναταράξεις στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και θα αντιμετωπίσουν τη σθεναρή αντίδραση κυρίως μερίδας φοιτητών.
Μία από τις διατάξεις που προτίθεται να φέρει, αφορά το ανώτατο όριο σπουδών. Η κυβέρνηση προσανατολίζεται σύμφωνα με πληροφορίες να επαναφέρει το καθεστώς του ν+2 (δηλαδή διάρκεια των σπουδών συν δύο πρόσθετα έτη) ως ανώτατο όριο φοίτησης.
Προφανώς η συγκεκριμένη διάταξη, εάν ψηφιστεί, θα περιέχει μέσα και εξαιρέσεις που μπορεί να αφορούν φοιτητές με προβλήματα υγείας ή ακόμη και φοιτητές που αποδεδειγμένα εργάζονται. Στόχος του υπουργείου είναι να περιοριστεί το φαινόμενο με τους φοιτητές που «λιμνάζουν» στα πανεπιστήμια.
Όταν είχε επιχειρηθεί να εφαρμοστεί πάντως η συγκεκριμένη διάταξη στο παρελθόν, υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις από μεγάλη μερίδα φοιτητών οι οποίοι διαμαρτυρόντουσαν για τους περιορισμούς στο χρόνο σπουδών.
Σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση
Αντιδράσεις ενδεχομένως θα υπάρξουν και στη διάταξη που θα αφορά τη σύνδεση της αξιολόγησης των ΑΕΙ με κομμάτι της κρατικής χρηματοδότησης. Κι αυτό διότι, το κάθε ίδρυμα ξεκινά από διαφορετική αφετηρία, έχει διαφορετικά τμήματα και προγράμματα σπουδών, ξεχωριστό εκπαιδευτικό προσωπικό και υποδομές που σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζουν δραματικές διαφορές από ίδρυμα σε ίδρυμα.
Η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως προφανώς θα αποσαφηνίσει το επόμενο διάστημα ποια θα είναι τα κριτήρια της αξιολόγησης και με ποιο τρόπο θα συνδέεται ένα μέρος της κρατικής χρηματοδότησης με αυτή, όπως ευαγγελίζεται να κάνει.
Και βέβαια ο φόβος ορισμένων διοικήσεων ΑΕΙ δεν είναι άλλος από το να σταματήσει η ροή της χρηματοδότησης (έστω και κατά ένα ποσοστό) εάν δεν καταφέρουν να αξιολογηθούν θετικά σε μία σειρά από παραμέτρους που αφορούν στην ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Το βαθμολογικό πλαφόν
Το θέμα πάντως που αναμένεται να φέρει τα πάνω κάτω στους μαθητές λυκείου, στους υποψήφιους για τις πανελλαδικές εξετάσεις και κατ΄ επέκταση και στα ίδια τα ΑΕΙ, είναι η επαναφορά του βαθμολογικού πλαφόν.
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας γνωρίζει πως εάν θεσπίσει όριο εισαγωγής ως προϋπόθεση για την εισαγωγή στα τμήματα της ανώτατης εκπαίδευσης, θα αφήσει αυτομάτως εκτός ΑΕΙ χιλιάδες υποψηφίους.
Εάν η βάση που θα προτείνει το υπουργείο Παιδείας θα είναι το 10 όπως ίσχυε για μία τετραετία στο παρελθόν, τότε οι θέσεις στα πανεπιστήμια που θα μένουν ακάλυπτες μπορεί και να ξεπερνούν κάθε χρόνο τις 20.000. Αν ωστόσο, το υπουργείο αποφασίσει να βάλει πιο χαμηλά τον πήχη, κατεβάζοντας το όριο (π.χ) στο 8, τότε οι θέσεις που θα μείνουν κενές θα είναι λιγότερες.
Ο αριθμός των εισακτέων και ο ρόλος των ΑΕΙ
Πέρα από το βαθμολογικό πλαφόν όμως που θέλει να θεσπίσει, το υπουργείο έχει εκφράσει τη βούλησή του να δώσει ρόλο και στα ίδια τα ΑΕΙ για την επιλογή των φοιτητών.
Στο πλαίσιο αυτό, προτείνει (σ.σ θα αποτελέσει κομμάτι του διαλόγου για τις επικείμενες αλλαγές) να μπορούν και τα ίδια τα τμήματα να προσδιορίζουν μία ανώτερη βάση εισαγωγής – διαφορετική από αυτή τη υπουργείου – καθώς και να έχουν λόγο στον αριθμό εισακτέων.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να υπενθυμίσουμε πως οι διοικήσεις – κυρίως των κεντρικών ΑΕΙ – ζητούν κάθε χρόνο στις προτάσεις τους που στέλνουν προς την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας πολύ μικρότερο αριθμό εισακτέων από αυτόν που δέχονται κάθε χρόνο.
Ο λόγος; Αφενός διότι δεν επαρκεί η κρατική χρηματοδότηση για την άρτια εκπαίδευση όλων αυτών των φοιτητών καθώς και η συντήρηση των υποδομών και αφετέρου διότι κάθε χρόνο, λόγω των μετεγγραφών, τα κεντρικά πανεπιστήμια είναι αναγκασμένα να δέχονται πολλαπλάσιους φοιτητές προερχόμενους από ιδρύματα της περιφέρειας.