Η δήλωση της υπουργού Παιδείας κ. Νίκης Κεραμέως ότι το μάθημα της ιστορίας δεν θα πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, αλλά να καλλιεργεί την εθνική συνείδηση, προκάλεσε όπως ήταν αναμενόμενο πλήθος αντιδράσεων.
Αρκετοί ήταν αυτοί που επεσήμαναν ότι με τη δήλωσή της αυτή η αρμόδια υπουργός παραπέμπει σε μια οπισθοδρόμηση ως προς το μάθημα της ιστορίας, καθώς το επαναφέρει στη λογική του «εθνικού φρονηματισμού» και όχι του συνδυασμού ανάμεσα στη διαμόρφωση συνάμα ιστορικής συνείδησης και εθνικής ταυτότητας που θεωρείται ότι είναι σήμερα ο σκοπός του συγκεκριμένου μαθήματος.
Οι πόλεμοι της ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση
Το μάθημα της ιστορίας πάντοτε ήταν ένα διαφιλονικούμενο πεδίο στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μαζί με τα γλωσσικά μαθήματα και το μάθημα των θρησκευτικών ιστορικά θεωρήθηκε ότι αναλάμβαναν το βάρος της διαμόρφωσης της ορθής εθνικής συνείδησης. Αυτό ήταν ακόμη πιο έντονο ειδικά σε περιόδους όπου η εθνικοφροσύνη αποτελούσε τμήμα της επίσημης ιδεολογίας.
Για παράδειγμα το αναγνωστικό για την Γ΄ Δημοτικού «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που σήμερα το θεωρούμε ένα κλασικό διδακτικό εγχειρίδιο, όταν κυκλοφόρησε θα δεχτεί σφοδρή κριτική από υπερσυντηρητικούς κύκλους, θα κατηγορηθεί ως «μπολσεβίκικο» βιβλίο και θα χρειαστεί να κυκλοφορήσει σε δεύτερη έκδοση με μεγαλύτερες αναφορές τη θρησκεία.
Στη δεκαετία του 1960 το εγχειρίδιο της Β΄ Γυμνασίου, «Ιστορία Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική 146 π.Χ.-1453 μ.Χ.» του Κώστα Καλοκαιρινού, που ήταν τμήμα της «μεταρρύθμισης Παπανούτσου», θα δεχτεί έντονες κριτικές γιατί δεν υπηρετούσε το σχήμα για τη «συνέχεια του Έθνους».
Ούτως ή άλλως, η Απριλιανή Δικτατορία θα αποσύρει τα σχολικά βιβλία που είχαν εισαχθεί μετά τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου και θα επαναφέρει αυτά που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως, ενώ θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην «πατριωτική» διάσταση του αναλυτικού προγράμματος.
Μερικά χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει μεγάλος θόρυβος για το σχολικό βιβλίο της Ιστορίας της Α’ Λυκείου του Λευτέρη Σταυριανού «Ιστορία του Ανθρώπινου Γένους». Το βιβλίο, γραμμένο από έναν ιστορικό με σημαντική διαδρομή σε αμερικανικά πανεπιστήμια στο αντικείμενο της Παγκόσμιας Ιστορίας, θα αποσυρθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπό το βάρος διαμαρτυριών που εκτός όλων των άλλων αφορούσαν και ότι αναφερόταν στην καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 θα έχουμε την απόσυρση, πριν μοιραστεί στους μαθητές του εγχειριδίου για την Ιστορία της Γ’ Λυκείου, γραμμένο από ομάδα ιστορικών υπό τον καθηγητή Γ. Κόκκινο, ύστερα από διαμαρτυρίες κυπρίων πολιτικών για μια αναφορά στο συντηρητικό εθνικισμό της ΕΟΚΑ.
Λίγο μετά θα έχουμε τη μεγάλη αντιπαράθεση γύρω από το βιβλίο της Ιστορίας Στ΄ Δημοτικού, με ευθύνη της καθηγήτριας Μ. Ρεπούση και τον τρόπο που περιέγραφε την Καταστροφή της Σμύρνης. Η διαμάχη θα κρατήσει μεγάλο διάστημα και το βασικό διακύβευμα θα είναι εάν το συγκεκριμένο εγχειρίδιο εξυπηρετεί το σκοπό της «εθνικής μνήμης και της ελληνικής αυτογνωσίας», για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση σχετικού πορίσματος της Ακαδημίας Αθηνών.
Όλα παραπέμπουν στη φόρτιση που εξακολουθεί να υπάρχει γύρω από αυτά τα θέματα. Ας μην ξεχνάμε ότι για όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο η παράταξη των νικητών χρησιμοποιούσε τη φράση «αντεθνικώς δρώντες» για τους αντιπάλους της, ότι θα περάσουν 37 χρόνια από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για να έχουμε πλήρη αναγνώριση των αντιστασιακών οργανώσεων (και άρα και συμπερίληψη στη σχολική ιστορία), και ότι μεγάλο μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από τη Συμφωνία των Πρεσπών, που τώρα εφαρμόζεται, αφορούσε και την αντιπαράθεση για την ίδια την ιστορία του μακεδονικού ζητήματος.
Τι είναι τελικά η ιστορία;
Από πλευράς επιστημονικής κοινότητας δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι η ιστορία είναι μια κοινωνική επιστήμη, που προσπαθεί να ερμηνεύσει και να εξηγήσει το ιστορικό παρελθόν, έχοντας επίγνωση ότι αυτό δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία αλλά περιλαμβάνει και σύγχρονες ιδεολογικές προβολές στο παρελθόν. Άλλωστε, η ιστοριογραφία ήδη από τον 20ο αιώνα δεν περιορίζεται απλώς στην καταγραφή γεγονότων αλλά και στην μελέτη οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών και περιβαλλοντικών τάσεων και γι’ αυτό συνεργάζεται στενά με τις υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες.
Τμήμα αυτής της σύγχρονης προσέγγισης είναι και ότι ότι αυτό που ονομάζουμε «εθνική ταυτότητα» δεν είναι κάποια υπεριστορική ουσία, αλλά το αποτέλεσμα ιστορικών και ιδεολογικών διεργασιών που καταλήγουν στο να διαμορφωθεί εθνική συνείδηση. Ως τέτοια είναι ταυτόχρονα υπαρκτή και ανθεκτική (εξ ου και το φαινόμενο του εθνικισμού), αλλά και ιστορικό παράγωγο, «κατασκευή» και τελικά «αφήγημα».
Αυτές οι διαπιστώσεις έχουν αποτελέσματα και στη σχολική ιστορία. Πλέον δεν θεωρείται ότι πρέπει η σχολική ιστορία να καλλιεργεί μονοδιάστατα την «εθνική διάσταση». Πρέπει να διαμορφώνει ιστορική συνείδηση, δηλαδή ικανότητα κατανόησης της ιστορικής εξέλιξης και των παραγόντων που την επηρεάζουν. Σε αυτό το πλαίσιο η διαμόρφωση εθνικής ταυτότητας, που παραμένει στόχος εφόσον τα έθνη-κράτη αποτελούν ακόμη τη βασική μορφή πολιτικής οργάνωσης, πρέπει να συνδυάζεται με την παγκόσμια διάσταση αλλά και την κριτική προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της διδασκαλίας και των πιο σκοτεινών ή τραυματικών πλευρών της εθνικής ιστορίας (π.χ. για της ευρωπαϊκές χώρες την αποικιοκρατία). Όλα αυτά επίσης καλούνται να συνδυαστούν με την έμφαση στα δημοκρατικά ιδεώδη και τις ανθρωπιστικές αξίες.
Τα προβλήματα με τη σχολική ιστορία
Η σχολική ιστορία είναι ούτως ή άλλως ένα πεδίο που σχετίζεται με τα συνολικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα.
Το γεγονός ότι εδώ και πολλές δεκαετίες δεν είναι η μόνη πηγή γνώσης των μαθητών, η ύπαρξη τεράστιου όγκου πληροφοριών που είναι άμεσα προσπελάσιμες χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι πάντα έγκυρες, τα διάφορα φαινόμενα κρίσης του σχολείου και της αυθεντίας του, όπως και η πίεση και το άγχος από τις εξετάσεις, όλα αυτά παίζουν αναμφίβολα το ρόλο τους.
Όλα αυτά βρίσκουν και την αντανάκλασή τους στα προβλήματα της σχέσης με την ιστορία που συναντάμε συχνά στην ιστορία. Δεν αναφερόμαστε μόνο, ούτε κυρίως, στα διάφορα περιστατικά άγνοιας βασικών περιστατικών της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας, όσο στη διαπίστωση που κάνουν συχνά οι εκπαιδευτικοί για την απουσία μιας ιστορικής συνείδησης και ικανότητας τοποθέτησης του σήμερα μέσα σε μια συνεκτική ιστορική διαδρομή. Αυτό μπορεί εξηγήσει και τον τρόπο που επανέρχονται π.χ. κάθε είδους θεωρίες συνωμοσίας ως ερμηνευτικά ιστορικά νήματα.
Προφανώς αυτό δεν αντανακλά μόνο προβλήματα του σχολείου, αλλά και μια συνολικότερη κρίση του μορφωτικού λόγου που θα έπρεπε να είχαν και άλλοι φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ.
Την ίδια ώρα, το γεγονός ότι γινόμαστε μια κοινωνία πιο διεθνοποιημένη και πολυπολιτισμική σημαίνει ότι όλο και πιο συχνά το παραδοσιακό «εθνικό αφήγημα» συναντά και άλλα αντίστοιχα άλλων λαών.
Το ισχύον αναλυτικό πρόγραμμα για την ιστορία
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια προσπάθεια και στην Ελλάδα να αναμορφωθεί συνολικά το αναλυτικό πρόγραμμα για την ιστορία σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Το έργο αυτό ανέλαβε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής σε συνεργασία με πανεπιστημιακούς καθηγητές ιστορίας. Την ευθύνη είχαν οι καθηγητές Πολυμέρης Βόγλης, Κώστας Κασβίκης, Γιώργος Κόκκινος, Χριστίνα Κουλούρη, Άγγελος Παληκίδης και Βασίλης Τσάφος.
Οι γενικοί στόχοι που έθεσε το αναλυτικό πρόγραμμα περιλαμβάνουν τη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης, τη καλλιέργεια της ιστορικής σκέψης, την καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας, την καλλιέργεια της δημοκρατικής συνείδησης και την καλλιέργεια των ανθρωπιστικών αξιών.
Οι βασικές παραδοχές του αναλυτικού προγράμματος αυτού ήταν οι ακόλουθες:
«Να αντιληφθούν οι μαθητές/τριες τη διαδρομή των ανθρώπινων κοινωνιών στο χρόνο όχι ως μια γραμμική πορεία προς την πρόοδο, αλλά ως μια διαδικασία δοκιμασιών, προσαρμογών, ανατροπών, ενίοτε ακόμα και παλινδρομήσεων, αλλά σε κάθε περίπτωση αλληλεπιδράσεων και ωσμώσεων μεταξύ τους.
Να αναδειχθεί το βάθος, η έκταση και η ποικιλομορφία της ανθρώπινης ιστορίας και εμπειρίας, καθώς και η συμβολή όλων των κοινωνιών και πολιτισμών του παρελθόντος στο παρόν.
Να εξοικειωθούν οι μαθητές/-ήτριες με την πολύπλευρη ιστορική, αρχαιολογική, πολιτισμική και καλλιτεχνική κληρονομιά του ελλαδικού χώρου, όπως αυτή διαμορφώθηκε με τη συνέργεια και αλληλεπίδραση γηγενών στοιχείων, ξένων κυριαρχιών, πληθυσμιακών μετακινήσεων και πολιτισμικών δανείων, αντιδανείων και μεταφορών.
Να κατανοήσουν πώς διαμορφώθηκε η σύγχρονη φυσιογνωμία της ελληνικής κοινωνίας και να καλλιεργήσουν εθνική συνείδηση παράλληλα με τη συνείδηση του δημοκρατικού πολίτη.
Να ενταχθεί η ελληνική ιστορία στο πλαίσιο της βαλκανικής, μεσογειακής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας και να προσεγγιστεί, κατά συνέπεια, ως τμήμα ευρύτερων και πολυπλοκότερων ιστορικών συνθηκών και διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στη γεωγραφική κλίμακα της Μεσογείου, των Βαλκανίων, της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου.
Να δοθεί έμφαση στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία (ιστορία της εργασίας, ιστορία του κοινωνικού φύλου, ιστορία της παιδικής ηλικίας κ.τ.λ.) χωρίς, ωστόσο, να αγνοούνται τα υπόλοιπα πεδία της ιστορικής πραγματικότητας.
Να ενθαρρυνθεί η εξοικείωση των μαθητών και μαθητριών με νεότερα πεδία της ιστορικής επιστήμης, όπως η μικροϊστορία και η προφορική ιστορία.
Να ενταχθούν οι τέχνες και οι επιστήμες στην κεντρική αφήγηση των ιστορικών εξελίξεων.»
Η καθυστέρηση στην εφαρμογή του
Οι γενικοί αυτοί στόχοι εξειδικεύτηκαν σε μια σειρά από επιμέρους στόχους ανά σχολική βαθμίδα και τάξη και συγκεκριμένα μορφές. Μια ματιά στα σχετικά κείμενα καταδεικνύει μια προσέγγιση ενδιαφέρουσα, που συνδυάζει διαφορετικούς τρόπου διδασκαλίας, δίνει έμφαση στην αυτενέργεια και αξιοποιεί τις νέες τεχνολογίες.
Όμως, υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην εφαρμογή του, ενώ δεν διαμορφώθηκε ποτέ το αναγκαίο υλικό που θα το υποστήριζε, ούτε γράφτηκαν τα διδακτικά εγχειρίδια που θα αντανακλούσαν το πνεύμα του.
Ήταν και αυτό ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελλειμματικού τρόπου με τον οποίο χειρίστηκε η προηγούμενη κυβέρνηση κρίσιμα ζητήματα.
Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη και όσα έγραψε, στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Πολυμέρης Βόγλης, που συμμετείχε στην αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος: «Το υπουργείο Παιδείας αντί να προχωρήσει γρήγορα στην υλοποίησή της, καθυστέρησε επί μήνες, αδικαιολόγητα με αποτέλεσμα το νέο πρόγραμμα σπουδών να υπάρχει σήμερα μόνο ως ΦΕΚ (μάλιστα, το ΦΕΚ για την Α΄ και Β΄ Λυκείου βγήκε στις 3 Ιουνίου 2019.) Δεν έγινε προκήρυξη για την συγγραφή νέων εγχειριδίων, δεν έγινε επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, δεν έγινε πιλοτική εφαρμογή, κλπ. Όλη αυτή η αδράνεια διευκόλυνε, τελικά, την σημερινή κυβέρνηση να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων τα νέα προγράμματα σπουδών. Με αυτόν τον τρόπο, μια μεγάλη ευκαιρία να γίνουν επιτέλους αλλαγές στο μάθημα της ιστορίας χάθηκε…»
Χρειαζόμαστε επιστροφή σε μια προηγούμενη εκδοχή «εθνικής ιστορίας»;
Όσοι έχουν γνώση της σχολικής πραγματικότητας επιμένουν ότι δεν χρειαζόμαστε επιστροφή σε μια παραδοσιακή αντίληψη της ιστορίας ως μηχανισμού τόνωσης του «εθνικού φρονήματος». Ούτε μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια προηγούμενη εκδοχή «εθνικοφροσύνης». Σε τελική ανάλυση πλέον θεωρούμε ότι η όποια εθνική υπερηφάνεια καλό είναι να προκύπτει από τα σύγχρονα επιτεύγματα παρά από κάποιο προγονικό κλέος.
Με αυτή την έννοια, δεν είναι αδικαιολόγητες οι κριτικές στη δήλωση της υπουργού Παιδείας, που με τη σειρά της θα πρέπει να κάνει πιο σαφές τι εννοούσε με αυτή, κατά τρόπο αντίστοιχο του να αποσαφηνιστεί ποιο θα είναι το «εθνικό αφήγημα» που θα υποτίθεται ότι πρέπει να προβληθεί με αφορμή τους εορτασμούς για τη δισεκατονταετηρίδα από την Επανάσταση του 1821.
Το μάθημα της ιστορίας σίγουρα χρειάζεται και βελτίωση και αναμόρφωση. Χρειάζεται να αναζητηθούν τρόπο για να αποκτήσει ιστορική συνείδηση (ως αναγκαία πλευρά μιας δημοκρατικής πολιτικής συνείδησης) η νεολαία. Χρειάζεται να δούμε πώς θα αντιστραφεί η ιστορική άγνοια αλλά και ταυτόχρονα θα τονωθεί η κριτική προσέγγιση. Η ιστορία περιλαμβάνει επιτεύγματα αλλά και τραγωδίες, συγκρούσεις, σκοτεινές σελίδες, βία, αλλά και αγώνες και δημιουργία. Είναι ιστορία του ελλαδικού χώρου αλλά και διεθνής και παγκόσμια. Οι μαθητές πρέπει αυτά να τα γνωρίσουν, με έναν τρόπο που να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να οξύνει τη σκέψη και όχι ως κάτι ξένο και βαρετό.
Με αυτή την έννοια η φράση του Σολωμού, που παραδίδει ο Πολυλάς, ότι «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές», ίσως να προσφέρει έναν οδηγό.