Την οργή κρατών-μελών της ΕΕ και της ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει προκαλέσει σχέδιο της βρετανικής κυβέρνησης να αφήνει εκατοντάδες πλατφόρμες γεώτρησης πετρελαίου που δεν θα χρησιμοποιούνται πλέον να σαπίζουν στη Βόρεια Θάλασσα μαζί με τα επικίνδυνα υλικά που έχουν συσσωρευτεί στα υποθαλάσσια τμήματά τους. Η Γερμανία χαρακτήρισε «χονδροειδή» την απόφαση του Λονδίνου και την παρομοίασε με «ωρολογιακή βόμβα» εναντίον του περιβάλλοντος.
Η βρετανική κυβέρνηση πρόκειται να υιοθετήσει πρόταση της πετρελαϊκής εταιρείας Shell να εγκαταλείψει στη Βόρεια Θάλασσα μια κατασκευή από ατσάλι και τις τσιμεντένιες βάσεις τριών από τις πλατφόρμες της για την εξόρυξη αργού πετρελαίου. Αυτό σήμανε συναγερμό στη Γερμανία, που επίσης βρέχεται από τη Βόρεια Θάλασσα, καθώς εκτιμά ότι 11.000 τόνοι από πετρέλαιο και τοξίνες παραμένουν στη βάση των τριών αυτών εξέδρων, ονόματι Μπράβο, Τσάρλι και Ντέλτα, που ανεγέρθηκαν στη δεκαετία του ’70 στη λεκάνη του Ανατολικού Σέτλαντ.
Αρκετές εκατοντάδες πλατφόρμες στη Βόρεια Θάλασσα θα πάψουν να χρησιμοποιούνται στα επόμενα 30 χρόνια λόγω παλαιότητας. Η αποσυναρμολόγηση των τεράστιων αυτών κατασκευών, που φθάνουν ακόμη και το ύψος του Πύργου του Άιφελ, είναι πολύ δαπανηρή και οι πετρελαϊκές εταιρείες προσπαθούν να την αποφύγουν.
Η Γερμανία διαμαρτυρήθηκε επισήμως στη Βρετανία και στη συνέχεια προστέθηκαν στο πλευρό του Βερολίνου η Σουηδία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
Νωρίτερα, η ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε απευθύνει επιστολή στη βρετανίδα υπουργό Περιβάλλοντος Τερέζα Βίλιερς, εκφράζοντας την έντονη ανησυχία της και υπενθυμίζοντας ότι τα υλικά που απομένουν στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις είναι επικίνδυνα απόβλητα σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Από τις πέντε χώρες που εξορύσσουν πετρέλαιο στη Βόρεια Θάλασσα _ Βρετανία, Δανία, Γερμανία, Ολλανδία και Νορβηγία _ μόνο η τελευταία τοποθετείται υπέρ της χαλάρωσης των κανονισμών για τις εγκαταστάσεις αργού πετρελαίου της Shell.
Το ζήτημα θα συζητηθεί στις 18 Οκτωβρίου στο Λονδίνο, σε συνάντηση των μελών του Ospar, του μηχανισμού μέσω του οποίου 15 κυβερνήσεις και η ΕΕ συνεργάζονται για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του βορειοανατολικού Ατλαντικού.
Επειδή οι επίμαχες πλατφόρμες της Shell βρίσκονται σε βρετανικά χωρικά ύδατα και επειδή ο Ospar δεν διαθέτει νομική δυνατότητα να επιβάλλει πρόστιμα, η βρετανική κυβέρνηση θα μπορούσε θεωρητικά να αγνοήσει τις αντιρρήσεις των Βρυξελλών και των υπόλοιπων κρατών-μελών που διαμαρτύρονται. Αλλά με την καταληκτική ημερομηνία του Brexit να πλησιάζει, στις 31 Οκτωβρίου, το Λονδίνο έχει συνεχιζόμενους ανοιχτούς λογαριασμούς με την ΕΕ και ενδεχομένως δεν είναι προς το συμφέρον του να προσθέσει άλλον ένα.
Η Βρετανία υποστηρίζει ότι η απομάκρυνση των εξέδρων θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό στο περιβάλλον. Μελέτη της Scottish Wildlife Trust το 2017 υποστήριξε ότι οι εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις θα μπορούσαν να γίνουν τεχνητοί ύφαλοι και να φιλοξενήσουν θαλάσσια ζωή. Η μελέτη όμως αναφερόταν στον σκελετό των εγκαταστάσεων και όχι στα βλαβερά ιζήματα που έχουν συγκεντρωθεί στα υποθαλάσσια τμήματά τους.
Τον Ιούνιο, η Shell απομάκρυνε το επάνω τμήμα, βάρους 25.000 τόνων, μιας πλατφόρμας και ισχυρίστηκε ότι η απομάκρυνση των μολυσμένων ιζημάτων από το υποθαλάσσιο τμήμα είναι υπερβολικά δαπανηρή και επικίνδυνη.
Το Βερολίνο και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υποστηρίζουν ότι τα πετρελαϊκά και άλλα βλαβερά ιζήματα αποτελούν «ωρολογιακή βόμβα» και τελικά θα χυθούν στη θάλασσα, εκτός αν τα απομακρύνει η Shell. Κατηγορούν τη Shell ότι αρνείται να τα αντλήσει λόγω κόστους.
Η Scottish WildlifeTrust απηύθυνε επιστολή στη Shell λέγοντάς της ότι «δεδομένης της εμπειρίας που η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου έχει συσσωρεύσει ύστερα από δεκαετίες εξόρυξης βαθιά κάτω από τον βυθό της θάλασσας, η απομάκρυνση των ρύπων από τις εγκαταστάσεις μοιάζει εύκολο έργο».