Ενα μοτίβο που κρατάει χρόνια, δεκαετίες ολόκληρες. Επιστροφή. Σε έναν Σεπτέμβριο που είναι πάντα ο ίδιος, όσα και αν έχουν αλλάξει. Ο Σεπτέμβριος του σχολείου, της δουλειάς, των ευθυνών, των υποσχέσεων για νέα ξεκινήματα, της ματαίωσης των μισών από αυτά τουλάχιστον.
Επιστρέφεις από την όμορφη χώρα του «ό,τι να ‘ναι». Σπίτια, παραλίες, τραπεζάκια, μπαζώματα, δεν δίνεις ούτε μία πιθανότητα να είναι νόμιμα, αλλά είναι εκεί και σου βγάζουν τη γλώσσα. Περιφράξεις, πόρτες στο πουθενά, ιδιωτική θάλασσα, απίστευτες επινοήσεις ιδιωτικότητας, η ελευθερία στα καλύτερά της, η μαγκιά σε άλλα επίπεδα.
Σκέφτεσαι «δεν βαριέσαι, δεν θα τους παντρευτούμε κιόλας» ή «έλα, μωρέ, διακοπές είμαι, θα κάτσω να τσακώνομαι;» και κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε πως και τους έχουμε παντρευτεί, και ποντάρουν στη δυσανεξία μας να τσακωνόμαστε.
Επιστρέφεις και από την Ελλάδα με τα δοσίματα. Και να τα σταφύλια πρωί-πρωί έξω από την πόρτα σου, και να τα σύκα, και να οι ντόπιες πατάτες. Λες και σ’ τα χρωστούσαν. Με όλη τους την καρδιά!
Κάπου εκεί σε πιάνει κάθε χρόνο η διάθλαση. Προσπαθείς να φανταστείς τη ζωή σου σε εκείνον τον τόπο. Φτιάχνεσαι, αλλά αγνοείς σχεδόν όλες τις παραμέτρους. Μια κουβέντα με τους ντόπιους για το σημαίνει χειμώνας εκεί σε αναγκάζει να ξαναμαζευτείς στην τρύπα σου και να αφήσεις τους ηρωισμούς για τους ήρωες.
Παρ’ όλα αυτά, σε κυριεύει μια σιγουριά πως ζούμε λάθος. Πως εκείνο που μας περιμένει στην πόλη τον Σεπτέμβριο είναι μια παράφραση, μια κακοφορμισμένη ζωή, δύσκολες αναπνοές, φειδωλός ήλιος, καθόλου άμμος, ελάχιστο νερό. Μια μόνιμη αναστολή από την ξεγνοιασιά και την ηδονή. Αλλιώς δεν θα χρειαζόταν να είμαστε άλλοι εαυτοί στις διακοπές. Θα είχαμε έναν για όλες τις εποχές, τόπους και χρήσεις. Η εκδοχή του καλοκαιρινού εαυτού μας είναι ένας σαφώς πιο γοητευτικός άνθρωπος. Ανεκτικός, λιγότερο ανταγωνιστικός, ελαφρύς, κυρίως αυτό, ελαφρύς.
Βέβαια, αναγνωρίζω τον αντίλογο. Αν ήταν έτσι όλη η ζωή μας, μάλλον δεν θα είχαμε κατέβει ακόμη από τα δέντρα. Εχουμε ανάγκη και τη σκληρή δουλειά, και τον μόχθο για να αναπτυχθούμε. Πολλά τα οφέλη, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως έχουμε σταθμίσει επαρκώς τα ανταποδοτικά για αυτή την εξέλιξη.
Πέρυσι τέτοια εποχή έγραφα πως οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να περπατάμε Ιούλιο ξυπόλυτοι στην άμμο, όλα τα άλλα είναι λάθος. Ολα τα άλλα κάπου στράβωσαν στην πορεία. Αλλά αυτό είναι ένα απλό ευφυολόγημα προφανώς. Και γιατί ο χρόνος έχει και Ιανουάριους, αλλά και γιατί η ελαφρότητα εύκολα γίνεται αβάστακτο βάρος πλήξης και ευδαιμονίας.
Ομως και πάλι αισθάνομαι πως στο ισοζύγιο οι περισσότεροι έχουμε πιαστεί κορόιδα. Αν μετρήσεις τις κηδείες των φίλων σου τον περασμένο μόνο χρόνο, που μόλις είχαν πατήσει τα πενήντα, αισθάνεσαι πως παίζεις την παράταση πριν συπληρωθεί ο κανονικός χρόνος του παιχνιδιού.
Και πορεύεσαι υιοθετώντας μία από τις δύο φιλοσοφίες που για ορισμένους είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, αλλά νομίζω πως είναι ακριβώς το ίδιο. Ζεις σαν να είναι η τελευταία σου μέρα ή σαν να πρόκειται να ζήσεις για πάντα.
Η μόνη διαφορά τους είναι στην ποιότητα του φόβου.
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.