Tο ερώτημα αν όσοι επενδύουν στο Airbnb καταστρέφουν τις πολιτισμικές πρωτεύουσες της Ευρώπης προσπαθούν να απαντήσουν με ρεπορτάζ τους οι Financial Times. Το ρεπορτάζ των Financial Times επικεντρώνεται σε ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Λισαβόνα, η Βαρκελώνη, η Φλωρεντία αλλά και η Αθήνα.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε συνοικία της Λισαβόνας που τη δεκαετία του 1980 είχε πάνω από 20.000 κατοίκους και πλέον δεν έχει πάνω από 1.000. Το 55% των διαμερισμάτων της ενοικιάζεται σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης, όπως το Airbnb.
Πλατφόρμες όπως το Airbnb και το Homeaway έχουν φέρει σημαντικές ξένες επενδύσεις σε χώρες που από το 2012, προσπαθούν να ανακάμψουν από την κρίση της Ευρωζώνης. Το Airbnb ισχυρίζεται πως δημιουργεί νέες οικονομικές ευκαιρίες για εκατομμύρια Ευρωπαίους και -σύμφωνα με τα δικά του στοιχεία- προσέθεσε 100 δισ. δολάρια στην παγκόσμια οικονομία την περασμένη χρονιά. Πολλοί ιδιώτες αγόρασαν και ανακαίνισαν ιστορικά ακίνητα τα οποία κινδύνευαν με ερείπωση για να τα αξιοποιήσουν ως επένδυση στο Airbnb. Επομένως, οι πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης καταστρέφουν τα πολιτιστικά κέντρα της Ευρώπης ή βοηθούν στη διάσωση τους;», αναρωτιέται ο αρθρογράφος.
Η περίπτωση της Αθήνας
«Θόρυβος, αδιαφορία απέναντι στη δημιουργία σκουπιδιών και γενικότερα μια συμπεριφορά που δείχνει έλλειψη σεβασμού από τους τουρίστες, γίνονται τίτλοι στα ΜΜΕ. Οι ενοχλημένοι γείτονες προχωρούν σε δικαστικές προσφυγές» αναφέρει το ρεπορτάζ της οικονομικής εφημερίδας για την περίπτωσης της Αθήνας. «Τον Απρίλιο, δικαστήριο της Θεσσαλονίκης απαγόρευσε στον ιδιοκτήτη ενός διαμερίσματος την βραχυχρόνια εκμίσθωση μετά από καταγγελίες των άλλων κατοίκων του κτιρίου για ολονύχτια πάρτι από τους τουρίστες που έμεναν εκεί, κάτι που πέρα από τον θόρυβο είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργείται και αίσθηση ανασφάλειας στους κατοίκους».
Στους FT μιλά ο Ιάσονας Αθανασιάδης ο οποίος νοικιάζει διαμερίσματα μέσω Airbnb ενώ ταξιδεύει σε Αθήνα, Κωνσταντινούπολη και Τύνιδα όπου διατηρεί σπίτια. Σχετικά με τα παραπάνω σχολιάζει ότι «είναι ζήτημα αστικής ευπρέπειας». Ο ίδιος προσπαθεί να διατηρήσει την ισορροπία επιτρέποντας μέχρι τρεις επισκέπτες σε κάθε εκμίσθωση και κρατώντας επαφή με τους γείτονες. Όπως εξηγεί είναι εξίσου σημαντικό για τους καλεσμένους να συμπεριφέρονται κόσμια σαν να έβγαζαν κάποιο κέρδος από τη διαμονή τους.
Εκτιμά πως ζητήματα δεοντολογίας στις πλατφόρμες για βραχυχρόνια ενοικίαση δεν είναι ακόμα σαφή. Είναι εναντίον στο να αγοράσει κανείς διαμέρισμα καθαρά για οικονομικούς επενδυτικούς λόγους όμως θεωρεί πως η άφιξη του Airbnb έκανε καλό στην πόλη σε μια περίοδο υποβάθμισης, όταν υπήρχαν βίαιες διαδηλώσεις στις πιο σκοτεινές μέρες της οικονομικής κρίσης. «Πολλοί Έλληνες εκείνη την εποχή δεν ήθελα να μείνουν στο κέντρο της Αθήνας, υπήρχε κατά κάποιο τρόπο ένα στίγμα σε αυτό», λέει.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 2010, καθώς χιλιάδες Αθηναίοι έχασαν τη δουλειά τους και αδυνατούσαν να εξυπηρετήσουν τα ενυπόθηκα στεγαστικά τους δάνεια, πολλοί είδαν το Airbnb σαν μια ευκαιρία να σώσουν τα ακίνητα τους», λέει ο Άρης Καλαντίδης καθηγητής στην διαχείριση χώρων στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ.
Εδώ και δύο χρόνια όμως ο Καλαντίδης παρατηρεί μια αλλαγή. «Διεθνείς επενδυτές μετακόμισαν εδώ και ξεκίνησαν να αγοράζουν ακίνητα με μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τους Έλληνες. Προσθέτει πως η αγορά του Airbnb έχει αλλάξει, από εκεί που μεγάλος αριθμός ιδιοκτητών έβαζε στην πλατφόρμα το διαμέρισμα του, πλέον βλέπουμε μια χούφτα επενδυτές με 100 ή ακόμα και 1.000 ακίνητα μόνο στην Αθήνα.
Το Airbnb δεν αποδέχεται αυτούς τους αριθμούς. «Δεν υπάρχει ιδιοκτήτης στην Αθήνα με 1.000 καταχωρήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της πλατφόρμας το 83% των λογαριασμών οικοδεσποτών στην Αθήνα έχει βάλει μόνο ένα διαμέρισμα ή σπίτι στην πλατφόρμα. «Λαμβάνουμε σοβαρά υπόψιν μας τις τοπικές ανησυχίες και συνεχίζουμε να συνεργαζόμαστε με όλους ώστε οι βραχυχρόνιες μισθώσεις σπιτιών να συνεχίσουν να αναπτύσσονται με τρόπο υπεύθυνο και βιώσιμο, όπως έχουμε κάνει ήδη με πάνω από 500 κυβερνήσεις και οργανισμούς σε όλο τον κόσμο», λέει η Airbnb.