Η κατάσταση στη Συρία έχει ξεκαθαρίσει μόνο ως προς τα εδάφη που ελέγχει το ασαντικό καθεστώς. Εκεί, δεν μαίνονται συγκρούσεις και δεν αμφισβητείται η κυριαρχία του. Αυτό αφορά άνω του 65% της συριακής επικράτειας. Στο βορειοδυτικό κομμάτι, εκτός από τις συριακές δυνάμεις και τους συμμάχους τους, υπάρχει παρουσία αντικαθεστωτικών και παραστρατιωτικών ομάδων που σχετίζονταν με τζιχαντιστικές τρομοκρατικές δυνάμεις σε σημεία πέριξ του Ιντλίμπ, το οποίο ωστόσο πολιορκείται από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Λίγο βορειότερα, στο Αφρίν, είναι εγκατεστημένη η Τουρκία, όπως και ανατολικότερα, στην Τζαραμπλούς, που είναι η πόλη πρότυπο της παρουσίας της Αγκυρας. Στην εν λόγω παρέχονται από την Τουρκία από υπηρεσίες υγείας μέχρι και εκσυγχρονισμός υποδομών, ενώ τουρκικές σημαίες κυματίζουν σε δημόσια κτίρια. Ανατολικά του Ευφράτη κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο συνεπικουρούμενο από μικρό αριθμό αμερικανικών δυνάμεων. Αλλωστε, οι κουρδικές πολιτοφυλακές, που παραμένουν αξιόμαχες, εκδίωξαν με επιτυχία το αυτοαποκαλούμενο «Ισλαμικό Κράτος» από τα εδάφη τους, όταν οι περισσότεροι εκ των εμπλεκομένων στον συριακό πόλεμο βολεύονταν από την ύπαρξή του.
Σήμερα, οι Κούρδοι της Συρίας διατηρούν την αξία τους, καθώς για τις μεν ΗΠΑ αποτελούν εργαλείο ανάσχεσης του αυξανόμενου ελέγχου που ασκεί το καθεστώς Ασαντ στο συριακό έδαφος, για το δε τελευταίο, η συνεννόηση μαζί τους είναι συνθήκη παγίωσης της θέσης του και σε περιοχές που δεν βρίσκονται υπό την επιρροή του. Για τη Δαμασκό, το Κομπάνι μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να εξελιχθεί σε χρήσιμο εταίρο. Το Ιράν, βέβαια, ως ο στενότερος περιφερειακός σύμμαχος του Ασαντ, δεν συνηγορεί στην προοπτική οι Κούρδοι της Συρίας να αποκτήσουν το καθεστώς των αντίστοιχων του Ιράκ, και δύσκολα θα συναινέσει σε προσέγγιση μαζί τους. Αυτός, εξάλλου, είναι εκ των κυριοτέρων λόγων που η Τεχεράνη αποφεύγει εδώ και καιρό επιμελώς να καταφερθεί εναντίον της Τουρκίας για τα συριακά δρώμενα, ενώ δεν αναφέρεται δημόσια υπέρ των ενεργειών του καθεστώτος στο Ιντλίμπ και καταγγέλλει μόνο την «εξωτερική παρέμβαση» των Αμερικανών για τη συμφωνία τους με την Αγκυρα για τη δημιουργία ασφαλούς ζώνης ανατολικά του Ευφράτη. Επιπρόσθετη εξήγηση, πέραν της κοινής ανησυχίας Ιράν – Τουρκίας για το κουρδικό στοιχείο που διαβιοί στις δύο χώρες, εντοπίζεται στην πρόθεση του πρώτου να μετριάσει τις αρνητικές συνέπειες της πίεσης που δέχεται από τις ΗΠΑ (έως ότου εξευρεθεί ένας συμβιβασμός), κυρίως σε οικονομία και ενέργεια, μέσω της ενίσχυσης της συνεργασίας με την Αγκυρα. Εχοντας στρέψει την προσοχή της προς μια οριστική διπλωματική λύση παραμονής του Ασαντ στην εξουσία, ώστε να πάψει να αιμορραγεί οικονομικά και στρατιωτικά στη Συρία, η Τεχεράνη εκτιμά ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο – εφόσον συνδυαστεί με την αποχώρηση των Αμερικανών – θα μεσολαβήσει για τη διευθέτηση της τουρκικής παρουσίας στη συριακή επικράτεια, την οποία σήμερα απορρίπτει η Δαμασκός. Κρατώντας μέσα στο παιχνίδι της Συρίας την Τουρκία, μέσω και της διαδικασίας της Αστάνας, το Ιράν αφαιρεί από τη σε βάρος του περιφερειακή σύμπραξη έναν ισχυρό παίκτη, όπως η Τουρκία.
Η Αγκυρα από την πλευρά της είναι υποχρεωμένη να ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί. Για την ώρα, όσο προσεγγίζει τη Μόσχα απομακρύνεται από την Ουάσιγκτον και τούμπαλιν. Αναπτύσσοντας μετά από καιρό μια μίνιμουμ κατανόηση με την Ουάσιγκτον για την περιοχή ανατολικά του Ευφράτη, βρέθηκε προ απροόπτου με την ανακατάληψη μιας στρατηγικής πόλης (Khan Sheikhoum) από τις κυβερνητικές δυνάμεις στην επαρχία του Ιντλίμπ. Κέρδισε μεν σχετικό έδαφος στην αντιπαράθεση με τους Κούρδους, χρεώνεται όμως την αδυναμία τήρησης των συμφωνηθέντων με τη Ρωσία, ειδικότερα για την απόσυρση/εξουδετέρωση τζιχαντιστικών πυρήνων από την Ιντλίμπ. Με τον Ερντογάν να μοιάζει ταυτισμένος με τον Πούτιν σε σειρά περιφερειακών αλλά και παγκόσμιων ζητημάτων, συστήνοντας κοινό μέτωπο εναντίον της Δύσης και ειδικότερα κατά των ΗΠΑ, οι βεβαιότητες των Ρώσων ως προς τις τουρκικές προθέσεις έχουν αρχίσει να κλονίζονται μετά τη συμφωνία με την Ουάσιγκτον. Επακόλουθα, είτε ως προειδοποιητική βολή είτε ως αντίποινα, η Μόσχα αποφάσισε να ανταποδώσει στην Αγκυρα, διευκολύνοντας τις ασαντικές δυνάμεις να περικυκλώσουν ένα από τα 12 τουρκικά παρατηρητήρια. Ο Ερντογάν υποχρεώθηκε να ταξιδέψει εκτάκτως στη Ρωσία για να επαναβεβαιώσει τη δέσμευση των δύο πλευρών στα συμφωνηθέντα και να καθησυχάσει τον ομόλογό του σχετικά με τον κοινό συντονισμό με τους Αμερικανούς.
Οι σύροι πρόσφυγες είναι μια εξίσου καθοριστική παράμετρος για την Τουρκία. Δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτοι στη χώρα (οι επιθέσεις εναντίον τους έχουν πολλαπλασιαστεί, ιδίως στις μεγάλες πόλεις) και η Αγκυρα αναζητεί τρόπους να τους επαναπατρίσει, ιδανικά σε κουρδικές περιοχές που θέλει να αλλοιώσει δημογραφικά, καθώς και σε σημεία που θέλει να ελέγξει στρατηγικά, εγκαθιδρυόμενη σε αυτά. Με τις επιχειρήσεις στο Ιντλίμπ, μια «βόμβα» 3 εκατομμυρίων προσφύγων βρίσκεται ante portas. Ετσι, ο Ερντογάν πρέπει να βρει ταυτόχρονα πεδίο συνεννόησης με Ρωσία και ΗΠΑ, να αναχαιτίσει τον κουρδικό κίνδυνο – προσώρας στρατιωτικά αλλά στο μέλλον δεν αποκλείεται μέσω διαπραγματεύσεων, τις οποίες προκρίνει η Ουάσιγκτον – και να απομειώσει δραστικά το προσφυγικό βάρος των σχεδόν 4 εκατ. Σύρων που κατοικούν στην Τουρκία χωρίς να επωμιστεί νέο. Ο τούρκος πρόεδρος καλείται να τετραγωνίσει τον κύκλο σε μια σύνθετη περιφερειακή σύγκρουση πολλαπλών και αντικρουόμενων συμφερόντων, στην οποία οι τύχες της ορίζονται πρωτίστως από άλλους δρώντες.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ. Η 3η έκδοση του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία.