Λύνω / κόβω τον Γόρδιο δεσμό∙ επιλύω τολμηρά και αποφασιστικά ένα περίπλοκο πρόβλημα». Ετσι ορίζω στο λεξικό μου τη γνωστή φράση η οποία εκφράζει, φρονώ, με έκγλυφο τρόπο το πρόβλημα των Εισαγωγικών Εξετάσεων στα ΑΕΙ που αναδύεται κάθε χρόνο τέτοιον καιρό.
Εφέτος, οξύτερο, αν σκεφθεί κανείς ότι – όπως επισήμως ελέχθη – το 25% των υποψηφίων των Γενικών Λυκείων και το 45% των ΕΠΑΛ θα εισαχθούν στα Πανεπιστήμια με βαθμούς κάτω από τη βάση, δηλ. με πενιχρή επίδοση. Πάλι τα ερωτήματα: Ηταν πιο δύσκολα τα θέματα; Δεν γίνεται σωστή διδασκαλία στην Εκπαίδευσή μας; Ηταν υπερβολική η εξεταζόμενη ύλη; Είναι ότι με τη συγχώνευση των ΤΕΙ με τα Πανεπιστήμια τα αποτελέσματα που πριν αφορούσαν σε αρκετά ΤΕΙ, τώρα φαίνονται ως αποτυχία των υποψηφίων στα Πανεπιστήμια;
Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, όμως πάλι και πάντα… «κατόπιν εορτής». Πέρα από την ψευδή επαγγελία κατάργησης των Εισαγωγικών Εξετάσεων που ακουγόταν ευκαίρως ακαίρως από την απελθούσα Κυβέρνηση, καμιά και από τις προηγούμενες Κυβερνήσεις δεν τόλμησε να λύσει αυτόν τον «Γόρδιο δεσμό» τού εκπαιδευτικού μας συστήματος, αντικαθιστώντας ένα εν πολλοίς αποτυχημένο σύστημα με ένα λειτουργικό, αποτελεσματικό και αξιόπιστο εξεταστικό σύστημα, αυτό που έχει προκύψει από έναν σοβαρό διάλογο μάχιμων εκπαιδευτικών στον «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία» το 2009, μια πρωτοβουλία τής τότε Κυβέρνησης τού Κώστα Καραμανλή επί υπουργίας Αρη Σπηλιωτόπουλου.
Το ισχύον σύστημα
Πλεονέκτημα∙ ένα και μόνο: είναι αδιάβλητο (όχι και «αντικειμενικό», όπως λέγεται συχνά). Υπό κανονικές δηλ. συνθήκες, στα μεγάλα εξεταστικά κέντρα τής χώρας και στους χώρους διόρθωσης των γραπτών δεν είναι δυνατή καμία παρέμβαση.
Μειονεκτήματα∙ τα πιο σημαντικά: είναι αναξιόπιστο (σε ορισμένους κλάδους υποψήφιοι με απομνημονευτικές ικανότητες υπερισχύουν εκείνων με κριτικές ικανότητες)∙ είναι απάνθρωπο (υποψήφιοι που για κάποιον λόγο τη συγκεκριμένη ημέρα και ώρα δεν μπόρεσαν να δείξουν τις δυνατότητές τους σε κάποιο εξεταζόμενο μάθημα, καταδικάζονται να περιμένουν… έναν ολόκληρο χρόνο για να ξαναδώσουν όλα πάλι τα μαθήματα με άδηλο, φυσικά, τελικό αποτέλεσμα ή να εκπατρισθούν σε γειτονικά πανεπιστήμια)∙ είναι άδικο (κρίνεται το μέλλον τού υποψηφίου από ένα τρίωρο εξέτασης, και όχι, όπως θα ήταν δίκαιο και ουσιαστικό, από τη συνολική επίδοσή του στις τρεις τάξεις τού Λυκείου, επίδοση που ουσιαστικά δεν λαμβάνεται υπόψιν).
Μείζον εκπαιδευτικό μειονέκτημα: Αυτό το εξεταστικό σύστημα υποβαθμίζει τον καίριο μορφωτικό χαρακτήρα τής εκπαίδευσης που εξασφαλίζουν τα ποικίλα αντικείμενα στις τρεις τάξεις τού Λυκείου, ευτελίζει τον ρόλο τού εκπαιδευτικού και γενικότερα την αξία τής εκπαίδευσης στο Λύκειο και το μετατρέπει σε «οιονεί» Φροντιστήριο – αναξιόπιστο στα μάτια των μαθητών που προστρέχουν στα Φροντιστήρια -, ιδίως στη Γ’ Λυκείου, με κορύφωση τον αμιγώς φροντιστηριακό χαρακτήρα που καθιέρωσε ο τελευταίος υπουργός Παιδείας (και αναγκάστηκε να εφαρμόσει και η νυν υπουργός Παιδείας, για να μην καταλάβει εξαπίνης τους δύστυχους υποψηφίους και τις οικογένειές τους).
Το προταθέν σύστημα
(«Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία» 2009).
Οι εξετάσεις Εισαγωγής στα ΑΕΙ διενεργούνται από έναν μόνιμο «ΕΘνικό Εξεταστικό Οργανισμό» υπό την εποπτεία τού υπουργείου Παιδείας (πρβλ. ΑΣΕΠ εκπαιδευτικών) που διατηρεί τον αδιάβλητο χαρακτήρα των εξετάσεων.
Η εξεταστέα ύλη είναι η διδακτέα (όχι «η διδαχθείσα») ύλη κατά τα αναλυτικά προγράμματα που ισχύουν στην Εκπαίδευση με ευθύνη τού υπουργείου Παιδείας και σταδιακώς σε συνεννόηση με τις υποδείξεις των ΑΕΙ που είναι οι αποδέκτες των εισαγομένων και πρέπει να έχουν κάποιον λόγο.
Οι εξετάσεις διενεργούνται μετά τη λήψη τού Απολυτηρίου από το Λύκειο περισσότερες φορές (3 φορές τον χρόνο) και σ’ αυτές μπορούν να συμμετάσχουν για βαθμολογική βελτίωση ενός τουλάχιστον μαθήματος υποψήφιοι που υστέρησαν σε κάποιο από τα εξεταζόμενα μαθήματα (χάνοντας, βεβαίως, μονάδες προτεραιότητας έναντι των άλλων υποψηφίων). Ετσι περνάμε σε ένα πιο ανθρώπινο εξεταστικό σύστημα.
Στην εισαγωγή στα ΑΕΙ βαρύνει σημαντικά (μπορεί σταδιακά να προσδιοριστεί από 20% έως 30%) η επίδοση των υποψηφίων κατά τα 3 έτη φοίτησής τους στο Λύκειο, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες. Για να είναι αντικειμενική η εικόνα τής επίδοσης των μαθητών, θα πρέπει να διεξάγεται με θέματα από τον ίδιο Εθνικό Εξεταστικό Οργανισμό μια ετήσια εξέταση σε περιφερειακό επίπεδο για κάθε τάξη (Α’, Β’ και Γ’ Λυκείου) σε λίγα βασικά μαθήματα που θα γίνεται μέσα στα σχολεία και θα καθορίζει τον τελικό βαθμό τής επίδοσής των μαθητών. Ετσι θα ξαναζωντανέψει το Λύκειο. Θα ξαναβρούν οι εκπαιδευτικοί τον φυσικό ρόλο τους και όλα τα διδασκόμενα μαθήματα τη βαρύτητα (που έχουν χάσει) και τη μορφωτική αξία τους. Βεβαίως, στις Β’ και Γ’ Λυκείου θα υπάρχει η δυνατότητα κάποιων επιλογών, ανάλογων με τα ενδιαφέροντα των μαθητών και τού μετέπειτα προσανατολισμού τους.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η πρόταση. Ενας νέος πρωθυπουργός όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης που φιλοδοξεί να φέρει σημαντικές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα, μπορεί να πιστωθεί, αν το επιχειρήσει στο διάστημα τής τετραετούς διακυβέρνησης τής χώρας, ότι ήταν αυτός που τόλμησε να κόψει τον «Γόρδιο δεσμό» τού εξεταστικού για τα ΑΕΙ το οποίο συμπαρασύρει όλη την εκπαίδευση στη δεύτερη βαθμίδα της, και όχι μόνον. Φτάνει να εφαρμόσει μια μεταρρύθμιση που ξεκίνησε με πρωτοβουλία τής Ν. Δημοκρατίας και συνέργεια εν συνεχεία τού ΠαΣοΚ επί υπουργίας Αννας Διαμαντοπούλου, αλλά δεν προχώρησε σημαντικά και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ μέχρι που ανετράπη πλήρως από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών