Δύο αιώνες μετά τον αγώνα της Εθνικής Ανεξαρτησίας του 1821, μία πρωτότυπη  αναδρομή στην ιστορία μας

Ενα σπουδαίο εκδοτικό γεγονός

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1770-1871

Η νεότερη ελληνική ιστορία μέσα από ένα σπουδαίο συλλογικό έργο,

σε  επιμέλεια του Βασίλη Παναγιωτόπουλου, με τη συμμετοχή κορυφαίων καθηγητών, ιστορικών και κοινωνιολόγων

Πλούσια εικονογράφηση, χάρτες, πίνακες, επεξηγηματικά κείμενα, χρονολόγια, βιβλιογραφία

Αυτή την εβδομάδα ο πρώτος τόμος:

Ο ελληνικός λαός υπό τον ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Οσα προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1821

Η «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού» συνιστά ιδιαίτερο εκδοτικό γεγονός. Αποτελεί έργο υψηλής εκλαΐκευσης και επιστημονικής εξειδίκευσης με την υπογραφή έγκυρων ελλήνων επιστημόνων και οργανισμών. Κάθε τόμος περιλαμβάνει στοιχεία για την πολιτική αλλά και την πολιτιστική πορεία της Ελλάδας από τη στιγμή της δημιουργίας του Νέου Ελληνικού Κράτους. Εργο που πληροφορεί αλλά και εκπαιδεύει ταυτόχρονα τους αναγνώστες του στην ιστορική σκέψη, μέσα από πρωτότυπες επιστημονικές συμβολές από δεκάδες καταξιωμένους ιστορικούς και ερευνητές ελληνικών και ξένων πανεπιστημίων. Καρπός πολύχρονης ιστορικής έρευνας με συστηματική αξιοποίηση των πηγών και θέματα που, μέσα από τις σελίδες αυτού του έργου, για πρώτη φορά παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο στην ελληνική ιστοριογραφία.

Οπως αναφέρεται στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης: «[…] Ως αφετηριακό χρονικό σημείο της δικής μας Ιστορίας ορίστηκε το έτος 1770. Η επιλογή μας μπορεί, στο πνεύμα των προηγουμένων παραγράφων, να είναι συμβατική, δεν είναι ωστόσο εντελώς τυχαία. Η χρονολογία αυτή ούτε ασήμαντη είναι, ούτε δευτερεύουσα. Αντίθετα, αντιστοιχεί σε μια μεγάλη δεκαετία του 18ου αιώνα στην οποία πολλά άρχισαν να συμβαίνουν. Τότε διακρίνονται καθαρά τα σημάδια της κόπωσης των οθωμανικών θεσμών της κατάκτησης, τη στιγμή μάλιστα που αυξάνεται το ξένο πολιτικοστρατιωτικό ενδιαφέρον για τα εδάφη της Αυτοκρατορίας και ξεχωριστά για εκείνα που συνοπτικά τα αποκαλούμε εδάφη της παρουσίας του Νέου Ελληνισμού, ό,τι σε λίγο θα αποκληθεί Νεότερη Ελλάδα. […] Τέλος, αυτή την εποχή αρχίζουν ουσιαστικά να πυκνώνουν τα σημάδια μιας ανασυγκρότησης των ελληνικών πληθυσμών που αποκτούν σύγχρονες για την εποχή τους μορφές κοινωνικής οργάνωσης και αυτοσυνειδησίας. Χριστιανοί ορθόδοξοι, ελληνόφωνοι ή ελληνότροποι, συχνά με διπλές ή τριπλές εθνοπολιτισμικές αναφορές, την περίοδο αυτή αρχίζουν να προχωρούν με επιταχυνόμενα βήματα προς ένα απροσδιόριστο ακόμη σημείο, που ούτε οι ίδιοι γνώριζαν πού οδηγούσε ούτε βέβαια ποιοι θα έφθαναν στο περιπόθητο τέρμα. Οι ιδέες της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας των προσώπων είχαν διεισδύσει στις ελληνικές κοινωνικές ομάδες, και είχαν αρχίσει να διαβρώνουν την προαιώνια τάξη των πραγμάτων και να στοιχειώνουν νέες ελπίδες ανασυγκρότησης της κοινωνίας των υποτελών. […]»

Το δύσκολο εγχείρημα της υλοποίησης της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» ανέλαβε ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος με τη συνεργασία μεγάλου αριθμού επιστημόνων κύρους, πανεπιστημιακών και ερευνητών. Το κατ’ εξοχήν εχέγγυο της μεγάλης αξίας του έργου είναι η συγγραφή του από τους πιο ειδικούς μελετητές της ελληνικής Ιστορίας. Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε με βασική μέριμνα να είναι εύληπτο για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, χωρίς καμία παραχώρηση στην ποιότητα και στην ακρίβεια των πληροφοριών, αλλά και χωρίς κανένα εμπόδιο στην ελεύθερη έκφραση των απόψεων των συγγραφέων. Στην κατεύθυνση αυτή συντελούν η πλούσια εικονογράφηση, οι χάρτες και οι πίνακες που δημιουργήθηκαν ειδικά για το έργο αυτό, καθώς και τα ποικίλα συνοδευτικά επεξηγηματικά κείμενα, τα χρονολόγια, η βιβλιογραφία και όσα άλλα πλαισιώνουν και συνοδεύουν τα κείμενα της Ιστορίας. Η υψηλή ποιότητα των κειμένων προσφέρει στο ευρύτερο κοινό μια συνολική και ταυτόχρονα κριτική θέαση του παρελθόντος μέσα από τις πλέον σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις.

Η νέα αυτή εκδοτική προσφορά του «Βήματος» σε οκτώ τόμους, πραγματεύεται τις περιόδους της Οθωμανικής κυριαρχίας από το 1770 έως το 1821 μέσα από την πολιτική πραγματικότητα και την οικονομική και κοινωνική οργάνωση που οδήγησαν στην Επανάσταση, καθώς και τη συμβολή του Διαφωτισμού, την ιστορία της παιδείας, των θεσμών και του δικαίου. Στη συνέχεια, ανατέμνει συνολικά τα χρόνια των αγώνων της ανεξαρτησίας, της ίδρυσης του ελληνικού κράτους και τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής του, αλλά και τις εξελίξεις για τον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη στιγμή της Επανάστασης μέχρι το 1871.

Μαζί,

Μίκης Θεοδωράκης, ο πολιτικός

Για πρώτη φορά τα μεγάλα ιστορικά, πολιτικά και θεωρητικά κείμενα του κορυφαίου Ελληνα.

Οπως τα επέλεξε ο ίδιος από το προσωπικό του αρχείο.

Γραμμένα στις πιο ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης Ελλάδας.

·        Οι ιδέες

·        Οι αξίες

·        Η αντίσταση στους τυράννους

·        Η δημοκρατία

·        Η πολιτική ελευθερία

·        Τα δικαιώματα του ανθρώπου

·        Η εθνική ανεξαρτησία

·        Η παγκόσμια ειρήνη

·        Τα γεγονότα που σφράγισαν την ιστορία μας

Ενα νέο, διαχρονικό έργο αναφοράς για την αυτογνωσία του σύγχρονου ελληνισμού.

Αυτή την εβδομάδα ο πρώτος τόμος

Πολιτικά Θεωρία και Πράξη

Το γνωρίζουν άπαντες: η πολιτική έχει διαδραματίσει κεφαλαιώδη ρόλο στη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Αλλά και εκείνος έχει πράξει το ίδιο στην ελληνική πολιτική ζωή για ένα διάστημα που ξεκινά ήδη από τα νεανικά του χρόνια όταν μετέχει ενεργά στην Εθνική Αντίσταση. Εκτοτε, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι πάντοτε εδώ. Και, σήμερα, για πρώτη φορά, τα μείζονα πολιτικά και θεωρητικά του κείμενα συγκεντρώθηκαν στη νέα τετράτομη έκδοση του «Βήματος» και γίνονται, ως ενιαίο σύνολο, κτήμα των αναγνωστών του. Κείμενα που διαπερνούν δεκαετίες που η Ελλάδα πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Κείμενα που βρίθουν από την υπεράσπιση των αξιών και των ιδεών από τις οποίες ο συγγραφέας τους δεν μετατοπίστηκε ούτε για μια μέρα σε όλη του τη ζωή.

Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί επί δεκαετίες για το ψευδεπίγραφο «θέμα»: «Ο Μίκης είναι μέγας συνθέτης, αλλά δεν είναι πολιτικός». Πόσες φορές δεν γράφτηκε και δεν ακούστηκε αυτό; Αν πολιτικός σημαίνει επαγγελματίας πολιτικός, ο Μίκης Θεοδωράκης πράγματι ούτε είναι ούτε και υπήρξε ποτέ πολιτικός. Αυτό όμως σημαίνει ο όρος; Και, κυρίως, αυτό πρέπει να σημαίνει; Ο Μίκης Θεοδωράκης ουδέποτε έζησε από την πολιτική. Εζησε πάντοτε για την πολιτική. Δεν περίμενε από αυτήν ούτε λόγο ύπαρξης και εσωτερική εκπλήρωση, ούτε αντικείμενο ενασχόλησης, ούτε δόξα, ούτε χρήματα, ούτε τίποτα από όλα αυτά που συνθέτουν την καθεστωτική έννοια του επαγγελματία πολιτικού. Είναι, αντίθετα, ένας άνθρωπος που, εντελώς επιγραμματικά, έχει πίσω του ανάμεσα σε πολλά άλλα, τον αγώνα στην Αντίσταση για την ελευθερία της Ελλάδας, τους διαρκείς αγώνες για τη Δημοκρατία και την πολιτική ελευθερία, τη συγκρότηση και τη λειτουργία του μεγαλύτερου και πιο πρωτοποριακού κινήματος νεολαίας που γνώρισε στον 20ό αιώνα όχι μόνον η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη, της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη. Αγώνες με αίμα.

Οσο πολιτικός σημαίνει μόνιμος διαχειριστής της εξουσίας, όσο σημαίνει οσφυοκάμπτης που προσαρμόζει, σαν χαμαιλέων, αυτά που θα πει και θα κάνει σε ό,τι επιβάλλεται από άλλους, ο Μίκης Θεοδωράκης πράγματι δεν μπορεί –και, κυρίως, δεν θέλει– να φέρει τον «τίτλο». Το ίδιο και όσο «πολιτικός» σημαίνει να λέει κανείς στον λαό μόνον αυτά που φαντάζεται ότι θέλει να ακούσει. Και μετά, όταν φαντάζεται ότι θέλει να ακούσει άλλα, να τα λέει και εκείνα. Οσο κυριαρχούν αυτά, ούτε ο Μίκης Θεοδωράκης λογίζεται ως πολιτικός, ούτε η πολιτική ενεργεί για το καλό της πατρίδας και του λαού. Ας σημειωθεί πάντως ότι αυτού του είδους την ψευδή διαδικασία «αποπολιτικοποίησης» δεν την αντιμετώπισε από τους ιστορικούς ηγέτες της ελληνικής πολιτικής ζωής, είτε πριν είτε μετά τη δικτατορία. Πολύ περισσότερο δε, ουδέποτε εμφανίστηκε καν ως ιδέα στην πολιτική του παρουσία και δράση στο παγκόσμιο στερέωμα, που εν πολλοίς παραμένει ακόμα και σήμερα άγνωστη στην Ελλάδα.

Στα πιο πάνω ερωτήματα πρέπει να προστεθεί και εκείνο που αφορά τη σχέση του Μίκη Θεοδωράκη με τα κόμματα. Εχει ειπωθεί επίσης αμέτρητες φορές ότι ο Μίκης Θεοδωράκης «πέρασε από όλα τα κόμματα». Είναι όμως ανακριβέστατο. Ενα παράδειγμα είναι η σχέση του με το ΠΑΣΟΚ: ουδέποτε «πέρασε» από αυτό. Αντίθετα, στάθηκε απέναντί του, ειδικά στις ώρες της απόλυτης παντοδυναμίας του. Αλλά και το να πει κανείς ότι «πέρασε» από τη Νέα Δημοκρατία με τη βραχύβια συμμετοχή του σε κυβέρνησή της είναι πέρα για πέρα υποκριτικό. Γιατί; Επειδή ήταν μία κυβέρνηση αμέσως μετά τη συμπαράταξη όλων των κομμάτων έπειτα από τα γεγονότα του ’89, όταν η ίδια η επίσημη Αριστερά είχε σύσσωμη μόλις μετάσχει μαζί με τη Νέα Δημοκρατία στην εξουσία – και όχι μόνον η Αριστερά.

Τα κόμματα είχαν πάντοτε μια διπλή υπαρξιακή αγωνία με τον Μίκη Θεοδωράκη: η μία διάστασή της ήταν η συνεχής ατέρμονη αποτυχής προσπάθειά τους να τον κάνουν να πει κάτι που εκείνα θα ήθελαν. Η άλλη ήταν να μην πει κάτι που δεν ήθελαν. Οι επαγγελματίες της πολιτικής ποτέ τους δεν κατανόησαν ότι με έναν άνθρωπο σαν τον Μίκη Θεοδωράκη, που είναι φορέας πρωτογενούς αντίληψης και σκέψης και που κινείται αποκλειστικά και μόνον από τη συνείδησή του, αυτή είναι μία εντελώς χαμένη υπόθεση: ουδείς ποτέ μπόρεσε να του επιβάλλει το τι θα πει, το τι δεν θα πει, το τι θα πράξει ή όχι. Αυτό είναι Πολιτική. Και αποτελεί μέτρο με το οποίο άπαντες στον δημόσιο βίο θα έπρεπε να κρίνονται.

Μαζί,

ΒΗΜΑGAZINO

Και στην απλή έκδοση των €2.