Οι προ-υφεσιακές συνθήκες που τείνουν να επικρατήσουν στην προηγμένη Δύση, στις ΗΠΑ, στη Γερμανία και αλλού αναγκάζουν τις νομισματικές αρχές σε επιθετικές, μέχρις εξαντλήσεως, πολιτικές επιτοκίων. Οι κεντρικές τράπεζες ήδη έχουν μειώσει τα βασικά επιτόκια στη ζώνη του μηδενός και κατά τα φαινόμενα θα επιμείνουν, δείχνοντας με κάθε τρόπο σε εμπορικές τράπεζες, επιχειρήσεις και καταθέτες ότι αποστρέφονται το λιμνάζον χρήμα.
Αντιθέτως προκρίνουν τις επενδύσεις και την ανάληψη ρίσκου. Στην Κεντρική Ευρώπη και αλλού οι καταθέτες και οι επιχειρήσεις που διακρατούν ρευστά διαθέσιμα τελούν υπό πίεση. Τα επιτόκια καταθέσεων γίνονται αρνητικά, πράγμα που σημαίνει ότι δεν αποδίδουν, παρά κοστίζουν.
Υποχρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα
Με άλλα λόγια, το χρήμα αφθονεί και φθηναίνει πραγματικά, σε σημείο που οι υγιέστερες των επιχειρήσεων απολαμβάνουν χρηματοδοτήσεις με επιτόκια στο όριο της μονάδας ή κάτω από αυτήν. Οι συνθήκες αυτές τείνουν να επικρατήσουν και εδώ, μόνο όμως ως προς το σκέλος των καταθέσεων. Οι έλληνες αποταμιευτές απολαμβάνουν υποτυπώδη επιτόκια, στα όρια λίγων δεκαδικών της μιας ποσοστιαίας μονάδας.
Ακόμη και οι άλλοτε δημοφιλείς καταθέσεις προθεσμίας, προσφέρουν στην καλύτερη περίπτωση αποδόσεις της τάξης του 0,50%, οι οποίες συμπληρώνονται με εκπτώσεις σε αγορές διαρκών καταναλωτικών αγαθών, καυσίμων, αεροπορικών εισιτηρίων ή κλεισίματος τουριστικών υπηρεσιών μέσω συνδεδεμένων πιστωτικών καρτών.
Ωστόσο, λόγω της προβληματικότητας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δάνεια. Το βάρος των μη εξυπηρετούμενων «κόκκινων» δανείων και το έλλειμμα κεφαλαίων που χαρακτηρίζει τις ελληνικές τράπεζες περιορίζουν στο ελάχιστο τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
Ουσιαστικά ο εγχώριος ιδιωτικός τομέας υποχρηματοδοτείται, στις περισσότερες των περιπτώσεων μένει σχεδόν αποκλεισμένος από το εγχώριο πιστωτικό σύστημα, δεν βρίσκει διαθέσιμους πόρους προκειμένου να διευκολυνθεί στην ανάπτυξη σχεδίων και δραστηριοτήτων. Ιδιαίτερα οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις βαρυγκομούν, αντιμετωπίζουν χρόνια τώρα την όλη κατάσταση με ίδιες δυνάμεις, χωρίς τη βοήθεια των τραπεζών, οι οποίες εξαντλούνται πια στο έργο της είσπραξης οφειλομένων, παρά σε οτιδήποτε άλλο.
Το ελληνικό παράδοξο στις επιχειρήσεις
Και όποτε βρίσκουν κάποια τραπεζική πόρτα ανοιχτή, τα επιτόκια των όποιων δανείων είναι πανύψηλα, κινούνται μεταξύ 4,5% και 5%. Αυτή η τιμολόγηση συνιστά και το ελληνικό παράδοξο. Σε καιρούς άφθονης ρευστότητας και πάμφθηνου χρήματος διεθνώς, οι ελληνικές επιχειρήσεις είτε δεν βρίσκουν χρηματοδότηση είτε είναι αναγκασμένες να την πληρώνουν πανάκριβα.
Αυτές οι ιδιάζουσες συνθήκες ωστόσο πιέζουν αφάνταστα τις τράπεζες, γιατί απλούστατα δεν μπορούν να διατηρηθούν στον χρόνο. Ηδη οι μεγάλες και εύρωστες επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν διαπραγματευτική ισχύ, απαιτούν καλύτερους όρους και όταν δεν τους βρίσκουν καταφεύγουν σε άλλες λύσεις και επιλογές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της τσιμεντοβιομηχανίας ΤΙΤΑΝ, η διοίκηση της οποίας διεκδίκησε και επέτυχε καλύτερους όρους για τον δανεισμό της από τις εγχώριες τράπεζες. Πλέον ο δανειζόμενος βαρύνεται με επιτόκια στα όρια του 2%. Κάτι που συνιστά προηγούμενο εγείροντας αντίστοιχες απαιτήσεις και από άλλες επιχειρήσεις. Επιπλέον πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις καταφεύγουν σε ομολογιακές εκδόσεις και δανείζονται απευθείας από το επενδυτικό κοινό, καθώς εξασφαλίζουν καλύτερους όρους και απολαμβάνουν μακρά περίοδο χάρητος με καταβολή μόνο τόκων.
Ο βραχνάς των «κόκκινων» δανείων
Είναι κοινό μυστικό στον τραπεζικό τομέα ότι το καθεστώς υποχρηματοδότησης, και μάλιστα πανάκριβης, θα διαμορφώσει αργά ή γρήγορα συνθήκες υποκατάστασης των εμπορικών τραπεζών. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναμένουν προσεχώς εισβολή ηλεκτρονικών τραπεζών στην Ελλάδα ή πιστωτικών πλατφορμών, ικανών να προσφέρουν τραπεζικές υπηρεσίες χαμηλού κόστους στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Πράγμα που σημαίνει ότι ο χρόνος τρέχει αντίστροφα για τις διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών. Περιθώρια αναστολών και καθυστερήσεων στη διευθέτηση των «κόκκινων» δανείων δεν υπάρχουν πια, όπως και δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια για τον έλεγχο και περιορισμό του κόστους. Η αλήθεια είναι ότι οι διοικήσεις των τραπεζών αναλαμβάνουν σχετικές πρωτοβουλίες, αλλά δεν αρκούν.
Στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων έχουν επιλέξει τις πωλήσεις μέσω τιτλοποιήσεων, καθώς η ενεργή διαχείρισή τους σκοντάφτει σε πολιτικές πιέσεις και στις οικοδομημένες με την πελατεία τους σχέσεις. Σε κάθε περίπτωση, παρά την πρόοδο, καθυστερούν και θα χρειαστούν χρόνο προκειμένου να ελευθερώσουν τα πιστωτικά ιδρύματα από τα βάρη του παρελθόντος.
Επιπλέον ο έλεγχος του κόστους επιχειρείται κυρίως μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου, αλλά οι διαδικασίες αυτές κοστίζουν και δεν είναι πάντα αποτελεσματικές. Οι περισσότεροι υπάλληλοι δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τη δουλειά τους, ούτε να μετατεθούν στις νεοϊδρυόμενες συγγενείς εταιρείες διαχείρισης «κόκκινων» δανείων.
Κενά στον ψηφιακό μετασχηματισμό
Ταυτόχρονα οι προσπάθειες ψηφιακού μετασχηματισμού θέλουν επίσης τον χρόνο τους και ενδιαμέσως δημιουργούνται αισθήματα κενού τόσο στην πελατεία όσο και στο προσωπικό.
Μια επίσκεψη σε ένα υπό ανασύσταση τραπεζικό κατάστημα στο κέντρο της Αθήνας θα επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές. Οι υπάλληλοι τείνουν να αποσυρθούν, οι πελάτες προσπαθούν να εξοικειωθούν με τα μηχανήματα, αναζητούν υπαλλήλους να συνδράμουν στην ηλεκτρονική διεκπεραίωση των υποθέσεών τους και κανένας δεν πουλάει πραγματικά είτε δάνεια, είτε επενδυτικά προϊόντα.
«Δεν ασκούμε πια τραπεζική δουλειά, ξεχάσαμε κι αυτά που ξέραμε» εξομολογούνταν τις προάλλες με εμφανή απογοήτευση ώριμη τραπεζοϋπάλληλος, περιδιαβαίνοντας τη μεγάλη και άδεια σάλα του άλλοτε γεμάτου και θορυβώδους καταστήματός της.
Αυτές οι εικόνες προφανώς και δεν είναι οι καλύτερες. Εμφανώς παραπέμπουν σε επερχόμενη κρίση και μεγάλη ανακατάταξη. Η κυβέρνηση από την πλευρά της γνωρίζει το αδιέξοδο, ξέρει ότι δεν μπορεί να διεκδικεί την οικονομική ανάκαμψη χωρίς τράπεζες και προσπαθεί να συντονίσει όλες τις δυνάμεις.
Η εξυγίανση των τραπεζών επείγει
Ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών Γ. Ζαββός βρίσκεται σε διαρκείς διαβουλεύσεις με τον SSM ώστε να επιταχυνθεί η αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και ιδιαιτέρως να επιτραπεί στο Ελληνικό Δημόσιο να εγγυηθεί τμήμα των τιτλοποιούμενων δανείων. Ετσι εκτιμά ότι θα διευκολυνθεί η είσοδος διεθνών επενδυτών και η ταχεία πώλησή τους, με σκοπό να αποκτηθούν τα κεφάλαια που θα διευκολύνουν την εξυγίανσή τους. Ωστόσο δεν κρύβει τις απαιτήσεις του από τις διοικήσεις των τραπεζών, οι οποίες οφείλουν να επιταχύνουν τις προσπάθειες ελέγχου του κόστους.
«Υπάρχει πολύ λίπος ακόμη» συνηθίζει να λέει στις συνομιλίες του και με έναν τρόπο προειδοποιεί ότι «οι τραπεζίτες δεν μπορούν να αποφεύγουν τις δύσκολες αποφάσεις και απλώς να παριστάνουν τους μάνατζερ με τα λεφτά των ελλήνων φορολογουμένων».
Το σήμα είναι σαφές και συγκεκριμένο. Η εξυγίανση των ελληνικών τραπεζών επείγει και στο αμέσως επόμενο διάστημα αναμένονται κινήσεις σε όλα τα πεδία. Γιατί απλούστατα δεν γίνεται σε καιρό αρνητικών επιτοκίων και πάμφθηνου χρήματος να μην υπάρχουν πιστώσεις για τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Αλλωστε όλοι γνωρίζουν ότι χωρίς υγιείς τράπεζες δεν μπορεί να ανοίξουν οι επιθυμητοί δρόμοι προς την ανάπτυξη…