Η νεανική αυθάδεια σε συνδυασμό με τον βρετανικό «τσογλανισμό» μπορεί κάποιες φορές να κάνει θαύματα. Αν μάλιστα κατάγεσαι από τη Βόρεια Αγγλία, το Νιούκασλ συγκεκριμένα, τα πράγματα γίνονται ακόμη καλύτερα. Στα 21 σου έχεις δημιουργήσει συγκρότημα, ας το πούμε ροκ, και δύο χρόνια μετά έχεις δύο ιδέες που αλλάζουν όχι μόνο τη ζωή σου, αλλά και την ιστορία του ροκ εντ ρολ. Ο λόγος για τον Ερικ Μπάρντον, leader των Animals, όπου κάπου στα 20 του άκουσε το παραδοσιακό φολκ τραγούδι «House of the Rising Sun» από τον Τζόνι Χαντλ. Μαζί με τους Animals αποφάσισαν να το εντάξουν στην περιοδεία που έκαναν τότε με τον Τσακ Μπέρι. Ηθελαν να τραγουδήσουν κάτι διαφορετικό και το έκαναν. Εκλειναν με αυτό, το κοινό τούς αποθέωνε και κάποια στιγμή πείστηκε ένας παραγωγός να το ηχογραφήσει. Νο 1 σε Αγγλία και ΗΠΑ. Ενα φολκ τραγούδι ηχογραφείται από ένα electric rock συγκρότημα και έτσι έχουμε το πρώτο folk-rock χιτ στην ιστορία της μουσικής.
Επίσης το ίδιο διάστημα δεν δίστασε να κονταροχτυπηθεί με τη Νίνα Σιμόν. Οι Μπένι Μπέντζαμιν, Ορας Οτ και Σολ Μάρκους είχαν γράψει τον ύμνο «Don’t Let Me Be Misunderstood» για την αμερικανίδα ερμηνεύτρια. Μόλις το άκουσαν οι Animals, του έδωσαν την blues-rock μορφή που ήθελαν. Ουσιαστικά δεν πρόκειται για διασκευή αλλά για νέο τραγούδι. Ο ήχος είναι τόσο διαφορετικός που το περιοδικό «Rolling Stone» (τεύχος Νο 322) συμπεριέλαβε το «Don’t Let Me Be Misunderstood» στα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών.
Αυτός ο κύριος που σήμερα αποτελεί μία από τις πλέον αυθεντικές και τελευταίες φιγούρες του ροκ εντ ρολ – ό,τι και να σημαίνει πλέον αυτό – εμφανίζεται για μία ακόμη φορά στην Αθήνα. Την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο ο Eρικ Μπάρντον και οι Animals θα μας γυρίσουν πίσω στη δεκαετία του 1960, στα χρόνια εκείνα που συνέβησαν όλα και σχεδόν τίποτα δεν βρήκε τη συνέχειά του αργότερα.
«It’s my life» ο τίτλος της συναυλίας, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τουρνέ του γκρουπ, με τον Eρικ Μπάρντον, ακμαίο στα 70 τόσα χρόνια του, να μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ελλάδας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια βρίσκεται υπό την «προστασία» συμπατριώτισσάς μας. Ελληνίδα η γυναίκα του, δεν ήθελε και πολύ να τον πείσει να αγαπήσει την Ελλάδα και να βρεθεί στις αρχές του καλοκαιριού στη Μάνη για διακοπές. Λίγο μετά συναντηθήκαμε στο σπίτι τους κάπου στα βόρεια της Αττικής και αν εξαιρέσω την αμηχανία των πρώτων λεπτών («αν δεν πιω πρώτα μια γουλιά καφέ, δεν μπορώ να ξυπνήσω»), όλα μετά κύλησαν… ροκ. Mόνο που η συζήτηση άρχισε με τον Τζορτζ Οργουελ και το έργο του. Αφορμή, στο τραπεζάκι του σαλονιού του, το βιβλίο του βρετανού συγγραφέα και δημοσιογράφου «A Clergyman’s Daughter» («Η κόρη του παπά»).
Ορμώμενος από αυτό ρωτώ τον Ερικ Μπάρντον αν του αρέσει ο Oργουελ ή αν το βιβλίο αυτό έπεσε τυχαία στα χέρια του. «Αν μου αρέσει; Αυτός είναι η Βίβλος μου. Τα βιβλία του. Με την πολιτική του σκέψη – και όχι την κομματική – προέβλεψε το μέλλον μας. Με στοιχεία. Αυτά που ζούμε σήμερα τα έχει γράψει. Και αυτό επειδή είχε ανοιχτό μυαλό. Μας προετοίμασε για το τι θα γίνει!».
Η εργατική τάξη και τα ζώα
Ο Μπάρντον μιλά με αυτή τη βαθιά blues φωνή που τον κάνει να ξεχωρίζει από χιλιάδες άλλους συναδέλφους του, δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο και παραμένει ένας αυθεντικός old man rocker. Παράλληλα δεν του έχει φύγει η αύρα της εργατικής τάξης. Περνάει σαν… φλας μπροστά από τα μάτια του όταν μιλάει. «Κοίτα, δεν είμαι πολιτικός, δεν γνωρίζω τι συμβαίνει σε όλον τον κόσμο, αλλά μπορώ να σου πω ότι στενοχωρήθηκα όταν δεν μπόρεσα να γίνω ενεργό μέλος κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Αισθανόμουν άσχημα που δεν βρισκόμουν στο Σαν Φρανσίσκο, στις ΗΠΑ, όταν υπήρχε όλο αυτό το κίνημα. Παρ’ όλο που στην Αγγλία ήμουν μέλος σε οργανώσεις υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού και σε κάποιες άλλες, τα πράγματα ήταν ουδέτερα. Από την άλλη, ενώ ανήκα στην εργατική τάξη, αυτοί με τους οποίους συγχρωτιζόμουν ανήκαν στην ανώτερη. Δεν ήμουν πια γνήσιος εκπρόσωπός της».
Πολιτικοποιημένος με τη δική του ερμηνεία του όρου, ο Ερικ Μπάρντον έδειξε ότι έχει μια περίεργη σχέση με τους Animals και όλη αυτή τη «βαριά» ιστορία του γκρουπ. Σε ερώτηση για το συγκρότημα, άρχισε να απαντά για τα… ζώα (animals = ζώα). «Τα αγαπώ πάρα πολύ. Θα ήθελα να έχω έναν σκύλο αλλά σε όλη μου τη ζωή ταξίδευα και συνεχίζω να ταξιδεύω πάρα πολύ. Αρα δεν θα μπορούσα να έχω συνεχώς δίπλα μου έναν σκύλο. Και επίσης δεν μπορώ να καταλάβω τη βία απέναντι στα ζώα. Με εξοργίζει το ίδιο με τη βία απέναντι στους ανθρώπους». Γελώντας η γυναίκα του και εγώ του εξηγούμε ότι η ερώτηση δεν είχε σχέση με τα ζώα αλλά με τους Animals, το γκρουπ. «Δεν υπάρχουν και τεράστιες διαφορές με όσα προείπα» δηλώνει χαμογελώντας. «Ισως κατά μία έννοια είναι καλύτερα από τα σκυλιά. Με τους Animals ταξιδεύουμε συνεχώς και δεν χρειάζεται να προσέχει κανείς κανέναν. Ημασταν μια αγέλη». Φλεγματικό βρετανικό χιούμορ από τον ρόκερ ή με τον δικό του τρόπο αποτυπώνει τη σχέση του με το γκρουπ;
Θρύλος και «αλητάμπουρας»
Ο θρύλος του ροκ, η ψυχή των Animals, το είδωλο των 60s, η κινητήριος δύναμη της περίφημης British Invasion, ο πρωτοπόρος της ψυχεδελικής σκηνής του Σαν Φρανσίσκο, ένας από τους σπουδαιότερους ήρωες της rock ‘n’ roll σκηνής, θεωρεί ότι όλα τελείωσαν όταν τους Animals «άρχισαν να τους συνοδεύουν αστυνομικοί. Ηταν για προστασία, αλλά ήταν και ενοχλητικό. Επρεπε να ήσουν στην ώρα σου στη συναυλία, συμβόλαια, υποχρεώσεις. Πολλές υποχρεώσεις, γι’ αυτό εξάλλου το γκρουπ διαλύθηκε τόσο γρήγορα. Δεν θεώρησα ότι ήμουν ποτέ μέλος της μουσικής βιομηχανίας, παρ’ όλο που αυτή στήθηκε – ενδεχομένως – πάνω σε ανθρώπους σαν και εμάς».
Ο Ερικ Μπάρντον δεν είναι ένας συνηθισμένος καλλιτέχνης. Τραγουδιστής, στιχουργός, συγγραφέας, ζωγράφος και ενίοτε ηθοποιός, μέλος του Rock ‘n’ Roll Hall of Fame από το 1994 και ανάμεσα στους καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών – σύμφωνα πάντα με το «Rolling Stone» -, μετρά πάρα πολλά επιτεύγματα στα 60 χρόνια καριέρας του.
Γεννημένος στο βιομηχανικό Νιούκασλ, βρέθηκε στην καρδιά της ροκ επανάστασης στη δεκαετία του ’60, ήταν παρών στο Γούντστοκ, στο Mόντερεϊ Ποπ και σε όλα τα γεγονότα που αποτέλεσαν σταθμό της ροκ μουσικής. Εζησε τη γένεση, την ακμή και την πτώση της. Και έζησε στα άκρα σαν άξιος εκπρόσωπος της ρήσης «sex, drugs and rock and roll». Τραγούδησε με όλους τους θρύλους του ροκ: τον Ζάπα, τον Χέντριξ, τον Λένον, τον Τζον Λι Χούκερ, τον Τζιμ Μόρισον, τον Μπι Μπι Κινγκ.
Το ροκ με άλλο μάτι
Αλλά σήμερα βλέπει το ροκ εν ρολ με άλλο μάτι: «Το ροκ δεν έχει ενδιαφέρον. Είναι business. Tα περιοδικά μπορεί να γράφουν για συγκροτήματα που παίζουν ροκ, αλλά θα δεις ότι πίσω από όλα αυτά βρίσκονται παιδιά που έχουν λύσει τα προβλήματά τους. Η εργατική τάξη, ή μάλλον η ηθική της, απομακρύνεται από το ροκ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κάπου δεν θα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα, garage μπάντα. Μου αρέσουν πάντως ιδιαιτέρως οι Calexico».
Θρύλος του ροκ εν ρολ για όλους εμάς, αλλά μόνο θρύλος δεν αισθάνεται ο ίδιος ο Μπάρντον. «Οχι. Δεν ήμουν και δεν είμαι θρύλος. Ποτέ δεν αισθάνθηκα έτσι και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έτσι με αποκαλούσαν ή με αποκαλούν. Αλλά αν σας αρέσει να με αποκαλείτε έτσι…». Ο Μπάρντον δεν μεγάλωσε με θρύλους. Μεγάλωσε με τις εικόνες που του έδωσαν οι πόρνες. «Καταγοητεύτηκα όταν παιδί έμαθα ότι υπάρχουν γυναίκες που για να κάνουν σεξ πληρώνονται» λέει.«Αυτό με έκανε να διαπιστώσω τη δύναμή τους».
Εζησε και ζει με τον τρόπο του μια μποέμικη ζωή. Η μουσική που αγαπά δημιουργήθηκε από τους γιους και τις κόρες των σκλάβων και όπως σημειώνει: «Η δουλειά της ζωής μου ήταν να τιμά τους ανθρώπους που υπέφεραν δημιουργώντας μια γλώσσα ειρήνης και σωτηρίας μέσω της μουσικής». Τα χρόνια (βιολογικά) μπορεί να περνούν, αλλά ο Eρικ Μπάρντον έχει ακόμη αυτό το βλέμμα του αλητάμπουρα από το Νιούκασλ. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη ασφάλειά του για να μην ξεφύγει από το μονοπάτι που έχει χαράξει.