Ένα από τα παράδοξα της πολιτικής συγκυρίας, σε αυτή τη μεταβατική φάση προς την πλήρη επανεκκίνηση μετά τις θερινές διακοπές είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να ξεδιπλώσει μια συνεκτική και αποτελεσματική αντιπολιτευτική τακτική, τέτοια που να μην αφήνει την κυβέρνηση να έχει την πλήρη πρωτοβουλία των κινήσεων και ταυτόχρονα να ασκεί πραγματική πίεση στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, εάν αναλογιστούμε ότι ο πολιτικός χρόνος που προηγήθηκε δεν ήταν νεκρός, αλλά γεμάτος από πολιτικά γεγονότα, ιδίως από τη στιγμή που η κυβέρνηση της ΝΔ επέλεξε να μπει επιθετικά στη διακυβέρνηση να προχωρήσει σε ένα μπαράζ νομοθετικών πρωτοβουλιών.
Παρ’ όλα αυτά οι παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν αρκετά ασυντόνιστες και το κυριότερο χωρίς εκείνο τον αιχμηρό τόνο που θα μπορούσε να φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Γιατί μπορεί να η νίκη της ΝΔ να ήταν καθαρή ως προς την πρωτιά και την αυτοδυναμία, όμως δεν παύει να είναι μια κυβέρνηση που δεν πήρε καν το 40% που για δεκαετίες θεωρούσαμε ως το «κατώφλι» μιας ισχυρής κυβέρνησης, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας.
Αντιπολιτευτική αφλογιστία
Τα παραδείγματα αυτής της αντιπολιτευτικής αφλογιστίας είναι αρκετά. Στη συζήτηση για τις προγραμματικές θέσεις της κυβέρνησης η κριτική ταλαντευόταν ανάμεσα στην κριτική σε αυτά που πρότεινε η ΝΔ και σε μια προσπάθεια να κατοχυρωθεί ότι πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ τα είχε θεσπίσει. Στο «επιτελικό κράτος» η κριτική επικέντρωσε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως «συγκεντρωτικός», χωρίς ουσιαστική κριτική της μετάβασης σε ένα πρωθυπουργικό μοντέλο. Στις αναγγελίες για μειώσεις φόρων δεν προσέφερε κάποια ουσιαστικά αντίρρηση. Στα θέματα που αφορούσαν την Τοπική Αυτοδιοίκηση περιορίστηκε στη γενικόλογη κριτική ότι «καταργείται η απλή αναλογική». Ακόμη και στις τροπολογίες Βρούτση, παρότι εκεί πέραν του πολιτικού υπήρχε και διαδικαστικό ζήτημα, έγινε ο όποιος θόρυβος και τελικά επελέγη η αποχώρηση ως προσφορότερη επιλογή. Για το θέμα της επιλογής ηγεσίας της δικαιοσύνης ουσιαστικά αποδέχτηκε το δικαίωμα της κυβέρνησης να προχωρήσει σε δική της επιλογή ηγεσίας, παρότι είχε προηγηθεί η πρώτη φορά που μια τέτοια απόφαση δεν επικυρώθηκε από τον πρόεδρο της δημοκρατίας. Για τη ΔΕΗ απλώς επισημαίνει ότι δεν είναι απαραίτητες οι αυξήσεις στα τιμολόγια.
Ακόμη και σε θέματα, στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, με βάση την ιδιαίτερη ιδεολογική του φόρτιση θα μπορούσε να βγει πιο επιθετικά η κριτική ήταν υποτονική. Π.χ. για το θέμα των Εξαρχείων, όπου η κυβέρνηση κινδύνευσε να βρεθεί αντιμέτωπη με σοβαρό επικοινωνιακό πρόβλημα, καθώς μια επιχείρηση υποτίθεται για την καταπολέμηση της ανομίας και της διακίνησης ναρκωτικών, κατέληξε απλώς στο να μετακινήσει σε νέο χώρο πάνω από 140 μετανάστες και πρόσφυγες, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην σηκώσει ιδιαίτερα υψηλούς τόνους.
Ακόμη και η εμφανής υπαναχώρηση του Κυριάκου Μητσοτάκη από την προεκλογική δέσμευση να θέσει εξαρχής θέμα πλεονασμάτων στις συζητήσεις με τους εταίρους μας την ΕΕ, πέραν ανακοινώσεων δεν έχει αποτελέσει πραγματική αιχμή.
Και όμως θα μπορούσε να υπάρχει σκληρή αντιπολίτευση στη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη
Το φαινομενικό παράδοξο αυτής της στάση του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται πιο έντονο εάν σκεφτούμε ότι με πολιτικούς και ιδεολογικούς όρους υπάρχει σημαντικό περιθώριο κριτικής από τα αριστερά στην κυβέρνηση της ΝΔ.
Γιατί είναι αλήθεια ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υπάρξει ιδιαίτερα προσεκτικός σε ζητήματα που αφορούν την εικόνα πρακτικής αποτελεσματικότητας, την αποφυγή φαινομένων αλαζονείας, την προσεκτική επικοινωνιακή διαχείριση και την επιτάχυνση της επίλυσης προβλημάτων που αφορούν την καθημερινότητα του πολίτη (βλ. π.χ. το θετικό αντίκτυπο της επίσκεψής του στο Μάτι).
Όμως, εξίσου αλήθεια είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει έρθει με μια σαφή και ιδιαίτερα επιθετική πολιτικά ατζέντα. Επιμένει σε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και γενικά προκρίνει τον ιδιωτικό τομέα σε βάρος του δημοσίου. Δεν έχει ιδεολογικό πρόβλημα με το να ιδιωτικοποιηθούν ακόμη περισσότερο βασικές υποδομές της χώρας.
Το αναπτυξιακό του πρόγραμμα ιεραρχεί την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και αντιμετωπίζει πλευρές της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και της νομοθεσίας για το περιβάλλον ως γραφειοκρατικό εμπόδιο. Επιδιώκει να απελευθερώσει ακόμη περισσότερο την αγορά εργασίας αλλά και γενικά τις αγορές, ακόμη και με κινήσεις όπως η σημαντική αύξηση των Κυριακών που τα μαγαζιά θα είναι ανοιχτά. Θεωρεί ότι οι φοροελαφρύνσεις στις επιχειρήσεις είναι πιο σημαντική και από την αναδιανομή εισοδήματος και από την αύξηση των δημοσίων δαπανών. Επιδιώκει αλλαγές στη συνδικαλιστική νομοθεσία που θα περιορίσουν τη δυνατότητα των συνδικάτων να προχωρούν σε κινητοποιήσεις. Έχει μια αντίληψη «νόμου και τάξης» που δίνει μεγαλύτερο περιθώριο στην αστυνομία να παρεμβαίνει κατασταλτικά.
Εάν το σκεφτεί κανείς σε όλα αυτά τα σημεία, ένα κόμμα που υποστηρίζει ότι εκπροσωπεί την αριστερά και τον προοδευτικό χώρο θα είχε ένα μεγάλο περιθώριο να κάνει σκληρή αντιπολίτευση, να αρθρώσει αντίλογο, να κάνει αντιπροτάσεις με διαφορετικό στρατηγικό πρόσημο και φυσικά να θέσει το στόχο για μεγάλα και ισχυρά κινήματα που θα προσπαθούσαν να αντιπαλέψουν αυτές τις πολιτικές.
Ακόμη περισσότερο, θα περίμενε κανείς από ένα αριστερό και προοδευτικό κόμμα να μπορεί να εκμεταλλεύεται περισσότερο μια συγκυρία όπου οδεύουμε σε μια νέα παγκόσμια ύφεση και όπου εξακολουθούν να αποτυπώνονται τα όρια της κλασικής νεοφιλελεύθερης λογικής, συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας άρθρωσης μιας αποτελεσματικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα ζούμε το παράδοξο να φαίνεται ότι έχει την ηγεμονία ένας λόγος που θεωρεί ότι απλώς δεν εφαρμόστηκαν με όση συνέπεια έπρεπε οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, την ώρα που στον υπόλοιπο κόσμο διαπιστώνουν ότι μάλλον δεν πήραμε τα μαθήματα που έπρεπε από την προηγούμενη βαθιά και δομική κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Και σε αυτό το παράδοξο παίζει ρόλο και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να μπορεί να εκπροσωπήσει αυτή τη λογική.
Το βάρος από την εμπειρία της διακυβέρνησης
Ο βασικός λόγος για αυτή την ιδιότυπη αντιπολιτευτική αναποτελεσματικότητα του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο ίδιο το γεγονός της διακυβέρνησης που άσκησε.
Γιατί μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι δεν «μεταλλάχτηκε» από το γεγονός ότι άσκησε διακυβέρνηση και μάλιστα εφάρμοσε επιθετικές μνημονιακές πολιτικές, όμως οι πολιτικές που εφάρμοσε παίζουν πολύ μεγάλο ρόλο στα όρια της σημερινής πολιτικής πρακτικής του.
Πώς μπορεί να κάνει κριτική στη ΝΔ για την εμφανή υπαναχώρηση ως προς τα πρωτογενή πλεονάσματα ένα κόμμα που όταν ήταν στην εξουσία αποδέχτηκε αυτά τα πλεονάσματα και μάλιστα σε μια κυνική διαπραγμάτευση όπου αυτά ήταν το αντάλλαγμα για να μπορεί να βγαίνει και να λέει ο Αλέξης Τσίπρας ότι «έβγαλε τη χώρα από τα Μνημόνια»;
Πώς να ασκήσει κριτική στις ιδιωτικοποιήσεις ένα κόμμα που ολοκλήρωσε την πώληση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων, επικύρωσε τελικά το σχέδιο για το Ελληνικό, δημιούργησε το Υπερταμείο και υποθήκευσε σε αυτό το σύνολο της δημόσιας περιουσίας;
Πώς να μιλήσει για τα εργασιακά ένα κόμμα που συνέβαλε στην επέκταση της ελαστικής απασχόλησης και έχει την ευθύνη για τον Νόμο Κατρούγκαλου;
Πώς να κάνει αντιπαράθεση για το προσφυγικό ή τις «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» στα Εξάρχεια ένα κόμμα που επί τέσσερα χρόνια δεν μπόρεσε να διαμορφώσει αξιοπρεπείς ανοιχτές δομές φιλοξενίας για το σύνολο των προσφύγων και των αιτούντων ασύλου στη χώρα, την ώρα που σπαταλήθηκαν τεράστια ποσά;
Πώς να κάνει κριτική για το αναδυόμενο «πρωθυπουργοκεντρικό» μοντέλο διακυβέρνησης ένα κόμμα που επί της δική του διακυβέρνησης επίσης το «Μαξίμου» λειτουργούσε ως «κράτος εν κράτει» και που τύποι σαν τον Πετσίτη μπορούσαν να το επικαλούνται ακόμη και ως ιδιότητα;
Πώς να μιλήσει για τα ζητήματα του περιβάλλοντος, που είναι πραγματικά κρίσιμα, ένα κόμμα που π.χ. βγάζει ανακοινώσεις για τον Αμαζόνιο, αλλά δεν είχε πρόβλημα να προωθήσει τις εξορύξεις και στο Ιόνιο και στην Ήπειρο, παρά τις αντιδράσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων;
Το πραγματικό όριο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ
Αυτή είναι τελικά και η αιτία του διαφαινόμενου αντιπολιτευτικού αδιεξόδου του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι η επίγνωση ότι δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει σε όλα κριτική, όταν σε μεγάλο βαθμό έχει εφαρμόσει ανάλογες πολιτικές και ότι για τέσσερα χρόνια ασκούσε μια διακυβέρνηση που ούτε ως αριστερή ούτε ως προοδευτική μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Είναι η σιωπηρή παραδοχή ότι οι πολίτες θυμούνται τι συνέβη τα περασμένα χρόνια και δεν θα δεχτούν εύκολες ρητορικές καταγγελίες.
Είναι η συνειδητοποίηση ότι καλείται όχι απλώς να ασκήσει κριτική αλλά και να πείσει ότι θα μπορούσε να είχε ασκήσει μια διαφορετική πολιτική.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τώρα δείχνει να θέλει περισσότερο να συζητήσει το οργανωτικό του μοντέλο και εάν θα πάει στη λογική των ψηφιακών μελών ή των παραδοσιακών κομματικών οργανώσεων και αντιμετωπίζει την αντιπολιτευτική τακτική ως απλή ανάγκη να έχει περισσότερες, πιο συχνές και πιο καταγγελτικές ανακοινώσει.
Όμως, όσο δεν προχωρά σε μια ουσιαστική αποτίμηση και αυτοκριτική για το τι συνέβη στη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων και τελικά τι ήταν ακριβώς αυτό που έκανε ως κυβέρνηση, τόσο θα διαπιστώνει το βασικό εμπόδιο στο να ασκήσει πραγματική αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της ΝΔ θα είναι η ίδια η ιστορία του.