Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδεολογικά και πολιτικά Μέρκελ και Μητσοτάκης μιλούν κοινή γλώσσα. Από αυτή την άποψη η επικοινωνία των δύο ήταν σίγουρα πιο εποικοδομητική, ιδιαίτερα από την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης Τσίπρα. Όμως πέρα από την όποια προσωπική χημεία, αυτό που πρυτανεύει στις διακρατικές σχέσεις είναι το εθνικό συμφέρον.
Η ικανοποίηση που εκφράζει το κυβερνητικό επιτελείο για τα αποτελέσματα της συνάντησης δείχνει ότι οι προσδοκίες που υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό ικανοποιήθηκαν. Ήταν προφανές άλλωστε ότι το μεγάλο θέμα της μείωσης των πλεονασμάτων δεν επρόκειτο να βρεθεί στην κορυφή της ατζέντας.
Με επιλογή του κ. Μητσοτάκη η διεκδίκηση παραπέμπεται για το μέλλον, καθώς αυτό που προβάλλεται είναι να αποτυπωθεί πρώτα η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης, καθώς είναι γνωστό ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες δεν αποτελούν πάντοτε τον καλύτερο σύμβουλο…
Επί της ουσίας αυτό που αποκομίσαμε από τη συνάντηση είναι η γερμανική διάθεση για επενδύσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ανακύκλωσης. Φαίνεται ότι αυτή τη φορά υπάρχει η πρόθεση να προχωρήσει αυτό το σχέδιο, που και στο παρελθόν είχε εξαγγελθεί, αλλά κόλλησε μέσα στις συνθήκες της κρίσης που παγιδεύτηκε η Ελλάδα.
Στο άλλο μεγάλο θέμα που ταλανίζει τη χώρα μας, το μεταναστευτικό-προσφυγικό, δημοσίως εκφράστηκε μια συναντίληψη των δύο ηγετών. Ωστόσο πέρα από τη συμφωνία επί της αρχής για την αλλαγή του σημερινού ευρωπαϊκού καθεστώτος και τη δικαιότερη κατανομή των βαρών, για την ώρα τουλάχιστον, δεν φαίνεται ότι μπορεί να υπάρξει μια ευρύτερη συμφωνία που θα βοηθήσει την Ελλάδα να μετριάσει τις επιπτώσεις από τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης.
Είναι σαφές ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει επιλέξει μια τακτική βήμα – βήμα στην προσέγγιση των κορυφαίων ευρωπαίων ηγετών. Δεν διεκδικεί άμεσα στόχους που γνωρίζει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθούν, αλλά προτιμά να αποδείξει πρώτα ότι η κυβέρνηση του έχει τη βούληση αλλά και την ικανότητα να βάλει την Ελλάδα σε τροχιά σταθερής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Μέχρι στιγμής έχει πράγματι καταφέρει να πείσει τους συνομιλητές του ότι μπορεί να το πετύχει, όπως έδειξαν και τα χαμόγελα της κυρίας Μέρκελ. Ο χρόνος θα δείξει αν αυτά τα χαμόγελα εξελιχθούν και σε μεγαλύτερη υποστήριξη για τα μεγάλα θέματα του χρέους και των πλεονασμάτων.