Το 1983 εκδόθηκε στη χώρα μας το μυθιστόρημα Οικογένεια ενός συγγραφέα αγνώστου στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το είχε μεταφράσει η αείμνηστη Αμαλία Τσακνιά. Ο συγγραφέας όμως υπήρξε θρυλική μορφή της κινεζικής λογοτεχνίας, ο δημοφιλέστερος πεζογράφος της του 20ού αιώνα και υποψήφιος αρκετές φορές για το βραβείο Νομπέλ. Το όνομά του: Μπα Τζιν (η μεταφράστρια το απέδωσε ως Πα Κιν). Το βιβλίο είναι εξαντλημένο, δυστυχώς, εδώ και χρόνια. Κι ο συγγραφέας του δεν ζει πια. Πέθανε σε βαθιά γεράματα (101 ετών) το 2005 στη Σανγκάη. Ενδοξος, τιμημένος απ’ όλους στη χώρα του και στο εξωτερικό.
Πρώιμος αναρχικός
Τέκνο αριστοκρατικής οικογένειας της εποχής, ο Μπα Τζιν (ψευδώνυμο του Λι Γιαοτάνγκ) γεννήθηκε στο Τσενγκντού του Σετσουάν το 1904. Αλλά από πολύ νέος δεν μπορούσε να ανεχθεί το καταπιεστικό πατριαρχικό περιβάλλον της οικογένειάς του που με σιδερένια πυγμή ήλεγχε ο «πατριάρχης» παππούς του ακολουθώντας την παράδοση πέντε γενεών. Στα δεκαπέντε χρόνια του ο ανήσυχος Μπα Τζιν ήρθε σε επαφή με το έργο του κόκκινου πρίγκιπα της αναρχίας Πιότρ Κροπότκιν και αργότερα με κείμενα άλλων διάσημων αναρχικών ακτιβιστών και συγγραφέων παραμένοντας αναρχικός ως το 1949 που ιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ο νεαρός εκείνος ήταν ασυνήθιστα ανήσυχος. Το 1920 γράφεται σε μια σχολή ξένων γλωσσών της πόλης του και αρχίζει να δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα (ποιήματα σε ελεύθερο στίχο). Τρία χρόνια αργότερα θα βρεθεί στη Σανγκάη κι από εκεί στο Πανεπιστήμιο Ντονγκάν της Ναντζίνγκ, με τη δικαιολογία ότι ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά, όπως είπε αργότερα ο ίδιος, το μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει από την οικογενειακή μέγγενη.
Το 1927 θα πάει στο Παρίσι. Η συμμετοχή του στις δραστηριότητες των αναρχικών της εποχής τόσο στην Κίνα όσο και στο εξωτερικό παραμένει εντονότατη. Από το Παρίσι αλληλογραφεί με τον Μπαρτολομέο Βαντσέτι, που μαζί με τον Νικόλα Σάκο ήταν οι δύο αναρχικοί οι οποίοι βρίσκονταν σε φυλακή των ΗΠΑ καταδικασμένοι σε θάνατο. Εκτελέστηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα τον Αύγουστο του 1927. Πέντε χρόνια αργότερα ο Μπα Τζιν δημοσίευσε ένα οργισμένο διήγημα διαμαρτυρίας για την εκτέλεσή τους με τίτλο Η ηλεκτρική καρέκλα. Το 1928 που επιστρέφει στη Σανγκάη το όνομά του είναι γνωστό όχι μόνο στους αναρχικούς, αλλά και στους λογοτεχνικούς κύκλους. Και όταν κυκλοφορήσει το 1931 την Οικογένεια, το δημοφιλέστερο και σήμερα μυθιστόρημά του, θα είναι ο πιο διάσημος συγγραφέας στην Κίνα.
Μυθιστορήματα «κατά ριπάς»
Στη διάρκεια του σινο-ιαπωνικού πολέμου ο Μπα Τζιν περιφέρεται από πόλη σε πόλη και γράφει κατά ριπάς πλήθος άρθρα εναντίον των ιαπώνων κατακτητών, όπως και μυθιστορήματα. Η Οικογένεια είναι το πρώτο της τριλογίας του Χείμαρρος (η Ανοιξη και το Φθινόπωρο είναι τα άλλα δύο που τα έγραψε κατά τη διάρκεια του πολέμου). Αλλά το 1945, έγραψε το πληρέστερο και σημαντικότερο μυθιστόρημά του Ψυχρές νύχτες, το οποίο εκδόθηκε το 1947. Σε τούτο εγκαταλείπει τον μελοδραματισμό και τις υπερβολές της Οικογένειας εισάγοντας ταυτόχρονα στην πεζογραφία της Κίνας αυτό που ονομάστηκε ψυχολογικός ρεαλισμός.
Στην Οικογένεια όμως έχουμε τη σύγκρουση των γενεών. Της παλαιότερης, η οποία θέλει να διατηρήσει τα δομικά χαρακτηριστικά της προβιομηχανικής Κίνας, και της νεότερης που συγκρούεται μαζί της επιδιώκοντας να καταργήσει τα κομφουκιανά στερεότυπα της καταπίεσης και της οπισθοδρόμησης. Ο Μπα Τζιν επηρεάστηκε εδώ, όπως και στα άλλα του πεζογραφήματα, από τα μείζονα αναστήματα του ευρωπαϊκού ρεαλισμού. Ωστόσο, πρότυπό του από δομική άποψη είναι το κλασικό μυθιστόρημα του 18ου αιώνα Το όνειρο της κόκκινης κάμαρας του Τσάο Χσιουετσίν. (Το τελευταίο, έστω και σε συντομευμένη μορφή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.)
Η εξέγερση της 4ης Μαΐου
Ο Μπα Τζιν είναι αντικομφουκιανός, όπως και όλοι οι νέοι της γενιάς του, και εμπνέεται από το Kίνημα της 4ης Μαΐου 1919, που σηματοδοτεί το τέλος των δυναστειών και εισάγει την Κίνα στον 20ό αιώνα. Το 1911 κατέρρευσε η τελευταία αυτοκρατορική δυναστεία, των Τσινγκ. Η χώρα βυθίστηκε στο χάος και κατάντησε λεία διαφόρων πολεμάρχων. Στη Συνθήκη των Βερσαλλιών τον Απρίλιο του 1919 οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αδιαφόρησαν σχεδόν για την Κίνα και παραχώρησαν στην Ιαπωνία όλα τα δικαιώματα της επαρχίας του Σαντόνγκ που κατείχε η ηττημένη Γερμανία. Στις 4 Μαΐου της ίδιας χρονιάς 4.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τιανανμέν του Πεκίνου απαιτώντας να τιμωρηθούν οι δωσίλογοι συνεργάτες των ιαπώνων κατακτητών, να μην υπογράψει η χώρα τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και να αποδοθεί η επαρχία του Σαντόνγκ στην Κίνα. Σύντομα οι διαδηλώσεις, οι ταραχές και οι απεργίες πείνας εξαπλώθηκαν παντού και ο λαός σύσσωμος στάθηκε στο πλευρό των σπουδαστών. Εφεξής η Κίνα δεν θα ήταν πλέον «ένα εργοστάσιο που παρήγε πειθήνιους ανθρώπους».
Ο Μπα Τζιν θεωρούσε τον εαυτό του «τέκνο της 4ης Μαΐου» ως το τέλος της ζωής του – και δεν ήταν ο μόνος. Τα κομφουκιανά πρότυπα υπακοής θα τα αντικαθιστούσαν τώρα η πίστη στη δημοκρατία και η επιστήμη, οι δύο μεγάλες θεότητες της σύγχρονης εποχής. Η 4η Μαΐου συνιστά τη μεταφορά των ιδεών του Διαφωτισμού στον τόπο που κάποτε τον αποκαλούσαν Ουράνια Αυτοκρατορία. Οι συνέπειες αυτής της πάνδημης εξέγερσης στην κουλτούρα υπήρξαν τεράστιες. Την προηγούμενη χρονιά δημοσιεύτηκε ένα κείμενο γραμμένο στην καθομιλουμένη και όχι στην κλασική γλώσσα των μανδαρίνων. Ηταν το κλασικό πλέον διήγημα Το ημερολόγιο ενός τρελού του γενάρχη της σύγχρονης κινέζικης πεζογραφίας Λου Χσουν.
Από το μυθιστόρημα στο ρεπορτάζ
Μετά την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ο Μπα Τζιν έπαψε να γράφει μυθιστορήματα και αφιερώθηκε στην αρθρογραφία και το ρεπορτάζ. Υποστήριξε ανοιχτά το καθεστώς, όμως αυτό δεν τον έσωσε από το δράμα που υπέστη κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, το οποίο και τον σημάδεψε βαθιά. Το 1952 έζησε για ένα διάστημα στην Κορέα, το 1961 στην Ιαπωνία και το 1962 στο Βιετνάμ, αρθρογραφώντας συνεχώς. Τα μυθιστορήματά του επανεκδόθηκαν, αλλά τούτη τη φορά ο συγγραφέας αφαίρεσε κάθε αναρχική αναφορά που περιείχαν οι παλαιότερες εκδόσεις τους. Ο ίδιος είχε αφήσει πίσω του τον παλιό αναρχικό και διέψευσε την κρατούσα άποψη, σύμφωνα με την οποία το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο ήταν σύνθεση δύο συλλαβών από τα ονόματα του Μπακούνιν και του Κροπότκιν, όπως προφέρονταν στα κινεζικά. Το «Μπα», είπε, ήταν από το όνομα ενός φίλου του που είχε γνωρίσει στο Παρίσι και το «Τζιν» το πρόσθεσε αστεϊζόμενος.
Στο μεταξύ απολάμβανε τις τιμές του επίσημου κράτους και την αγάπη των αμέτρητων αναγνωστών του, για τους οποίους έτρεφε μεγάλη ευαισθησία, αφού έγραφε με τρόπο όσο πιο απλό μπορούσε ώστε να τον καταλαβαίνουν οι πάντες. Μολονότι δεν έγραφε πλέον μυθιστορήματα, θεωρούσε, όπως και ο Λου Χσουν, ότι το μυθιστόρημα είναι το αποτελεσματικότερο μέσον κοινωνικής κριτικής. Ελεγε ακόμη πως τα βιβλία του δεν είναι έργα τέχνης αλλά εκφράσεις της καρδιάς, γι’ αυτό και μπορούν να βελτιωθούν – ακόμη και να ξαναγραφούν.
Η Πολιτιστική Επανάσταση
Ολα αυτά δεν ήταν αρκετά ώστε να προστατέψουν τον Μπα Τζιν από μελλοντικές περιπέτειες. Το 1966 άρχισε η λεγόμενη Μεγάλη Πολιτιστική Επανάσταση, την οποία εξαπέλυσε ο πρόεδρος Μάο, η οποία διήρκεσε ως το 1976, τη χρονιά του θανάτου του. Κατά τραγική ειρωνεία η «επανάσταση» στρεφόταν όχι μόνον εναντίον στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος αλλά – και κυρίως – κατά των δασκάλων στα γυμνάσια, των καθηγητών στα πανεπιστήμια, των διανοουμένων, των συγγραφέων και των καλλιτεχνών.
Τα θύματα ήταν αμέτρητα, όπως και οι καταστροφές. Ενας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της χώρας, ο Λάο Σε, φίλος του Μπα Τζιν, συνελήφθη από τους Ερυθροφρουρούς που τον περιέφεραν στους δρόμους του Πεκίνου ως αντεπαναστάτη και προδότη ξυλοκοπώντας τον άγρια. Εκείνος δεν άντεξε τον εξευτελισμό και αυτοκτόνησε. Δεν του «συγχώρησαν» το ότι πέρασε τρία χρόνια (από το 1946 ως το 1949) στις ΗΠΑ, όπου δίδαξε σε πανεπιστήμια καλεσμένος από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Και ούτε τους εμπόδισε το γεγονός ότι ο ευαίσθητος αυτός δημιουργός ήταν (μαζί με τον Μπα Τζιν) ενεργό μέλος της ομάδας των συγγραφέων που αντιστάθηκαν στους ιάπωνες κατακτητές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Μπα Τζιν επέζησε. Αλλά τότε θυμήθηκαν οι Ερυθροφρουροί ότι υπήρξε αναρχικός. Πρώτα δημοσιεύτηκε εναντίον του στις 10 Απριλίου στον Τύπο ένα αισχρό άρθρο με τίτλο «Αποκαλύπτουμε το αληθινό πρόσωπο του αντεπαναστάτη Μπα Τζιν». Οι συντάκτες τού άρθρου τον «στολίζουν» με χίλια δυο επίθετα και τον αποκαλούν «λογοτεχνικό τύραννο». Επειτα, για να τον ταπεινώσουν δημοσία, τον αναγκάζουν να γονατίσει πάνω σε σπασμένα γυαλιά και να καθαρίσει το πάτωμα και τα αποχωρητήρια της Ενωσης Κινέζων Συγγραφέων, επιφανές μέλος και πρόεδρος της οποίας υπήρξε.
Στη συνέχεια τον στέλνουν, όπως και πολλούς άλλους, στον λεγόμενο «αχυρώνα», ένα άτυπο είδος στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας και φυλακής, προκειμένου να «αναμορφωθεί». Ομως εκεί ο Μπα Τζιν ανακάλυψε τον Ντάντε. Βρήκε ένα αντίτυπο της Θείας Κωμωδίας και αντέγραψε κρυφά με το χέρι του το πρώτο μέρος, την Κόλαση, απαγγέλλοντας κατ’ ιδίαν τους στίχους του ποιητή. Εχει όμως ο καιρός γυρίσματα. Το 1982, πέντε χρόνια μετά την «αποκατάστασή» του, έλαβε για το μεταφρασμένο έργο του το Διεθνές Βραβείο Ντάντε. Και τότε δήλωσε πως ήλπιζε ένας νέος Δάντης να εμφανιστεί.
Η σύζυγός του Χσιάο Σαν, που έμεινε πίσω όταν τον έστειλαν στον «αχυρώνα», ήταν σοβαρά άρρωστη. Ομως αρνήθηκαν να την περιθάλψουν και πέθανε. Από το χτύπημα αυτό ο Μπα Τζιν δεν συνήλθε ποτέ. Αλλά μετά την αποκατάστασή του το 1977, όταν το επαναστατικό πάθος παραχώρησε τη θέση του στον ιδεαλιστικό ανθρωπισμό, έδωσε έναν άλλον αγώνα: να αποκαλύψει τις αγριότητες της Πολιτιστικής Επανάστασης αποδίδοντας ευθύνες, όχι μόνο στην πολιτική ηγεσία, αλλά και σε μεγάλο μέρος του λαού που συνέπραξε στις βαρβαρότητες.
Το 1986 πρότεινε να δημιουργηθεί ένα Μουσείο της Πολιτιστικής Επανάστασης, δεδομένου μάλιστα ότι και το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα την είχε καταδικάσει ως καταστροφική. Σε ένα κείμενό του την ίδια χρονιά έγραφε ανάμεσα στα άλλα: «Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει τον «αχυρώνα» ως παράδεισο ούτε την απάνθρωπη σφαγή ως «Μεγάλη Προλεταριακή Επανάσταση»». Και κατέληγε: «Μόνον αυτοί που δεν ξεχνούν το παρελθόν μπορούν να διαχειριστούν σωστά το μέλλον».
Το Μουσείο δεν έγινε, αλλά τα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του, κατά τα οποία ο Μπα Τζιν υπέφερε από τη νόσο του Πάρκινσον, του αποδόθηκαν τιμές που κανείς συγγραφέας της εποχής του δεν γνώρισε. Ο ίδιος κρατούσε χαμηλό προφίλ, δεν έκανε δηλώσεις, θεωρούσε τις τιμές υπερβολικές και έλεγε πως χρωστά τα πάντα στους αναγνώστες του. Τιμώντας τον οι κινέζοι αστρονόμοι έδωσαν το όνομά του σε έναν αστεροειδή: τον 8315 Bajin.
Οι Ερυθροφρουροί των Παρισίων
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στην Κίνα, πώς τα υποδέχονταν οι διανοούμενοι της Ευρώπης, και ιδιαίτερα οι πιο θορυβοποιοί, οι Γάλλοι; Σε ένα εξαίρετο βιβλίο του με τίτλο The Wind from the East (Ο άνεμος από την Ανατολή) ο αμερικανός ιστορικός Ρίτσαρντ Γουόλιν γράφει ότι οι παριζιάνοι διανοούμενοι ελάχιστα καταλάβαιναν από την κινεζική πολιτική. Ελάχιστα, αλλά η Πολιτιστική Επανάσταση και το κινεζικό πείραμα ήταν πολύ σικ στη δεκαετία του 1960. Ο συγγραφέας και εκδότης του περιοδικού Tel Quel Φιλίπ Σολέρς μάλιστα κυκλοφορούσε τότε στο Παρίσι φορώντας μαοϊκή στολή, ίσως ως πρακτική επιβεβαίωση των όσων έλεγε μαζί με τους φίλους του: ότι ήταν κι εκείνοι «Ερυθροφρουροί» (των καφενείων στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, βέβαια). Με απύθμενη αμετροέπεια, που έφτανε στα όρια της γελοιότητας, το περιοδικό του χαιρέτισε την Πολιτιστική Επανάσταση ως «το πιο σπουδαίο γεγονός της εποχής μας».
Το 1974 αυτός και η σύζυγός του Τζούλια Κρίστεβα, αποκαλούμενη και «Τζέιμς Μποντ του φεμινισμού», μαζί με ομάδα γνωστών γάλλων διανοουμένων, επισκέφθηκαν την Κίνα. Η Κρίστεβα έγραψε μάλιστα και βιβλίο για τις γυναίκες της Κίνας, όπου ανάμεσα σε διάφορα αφελή και αυθαίρετα περιλαμβάνεται η άποψή της ότι το βάρβαρο έθιμο να δένουν τα πέλματα των γυναικών ώστε να μη μεγαλώνουν (αυτό που οι Κινέζοι αποκαλούν «πόδια του λωτού») είναι απόδειξη της μυστικής δύναμης των γυναικών της Κίνας! Σχολιάζοντάς το ο επιφανής βρετανός ιστορικός Τζούλιαν Τζάκσον είπε σαρκαστικά ότι η Τζούλια Κρίστεβα αποτελεί παράδειγμα του πώς ευφυείς άνθρωποι μπορούν να γράφουν ανοησίες σε ακατανόητη πρόζα.
Oταν υπάρχουν διωγμοί, αίμα, εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, προπηλακισμοί, βασανιστήρια και θάνατοι τα παραπάνω τα αντιμετωπίζει κανείς με ένα ειρωνικό σχόλιο. Γι’ αυτό αξίζει να θυμίσουμε τα όσα λέει πάλι ο Μπα Τζιν: «Το να ιδρυθεί ένα μουσείο για την Πολιτιστική Επανάσταση δεν είναι υπόθεση ενός και μόνον ανθρώπου. Είναι ευθύνη όλων μας να το δημιουργήσουμε ώστε οι απόγονοί μας, η μια γενιά μετά την άλλη, να πάρουν τα οδυνηρά διδάγματα αυτών των δέκα ετών. Η φράση «ας μην αφήσουμε την Ιστορία να επαναληφθεί» δεν πρέπει να παραμείνει νεκρό γράμμα».
Δεν ξέρουμε πότε – και αν – θα ιδρυθεί ένα τέτοιο μουσείο. Οι πληροφορίες λένε πως στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας υπάρχουν κάποιοι που το σκέφτονται.