Μελετώντας τη διαδρομή των πανεπιστημίων μας τα τελευταία 50 χρόνια μπορεί κάποιος να εντοπίσει πολλά καλώς αλλά και ακόμη περισσότερα κακώς κείμενα. Για παράδειγμα, στο ΕΜΠ μέχρι τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν αυστηρά δομημένα προγράμματα σπουδών με την κατάλληλη αλληλουχία προαπαιτούμενων μαθημάτων και με μια εξεταστική που επιτρεπόταν να την επαναλάβεις για δύο το πολύ μαθήματα (παλαιότερα δεν υπήρχε καν αυτή η δυνατότητα) και με κίνδυνο επανάληψης όλου του έτους σε περίπτωση νέας αποτυχίας. Ελειπαν βέβαια η έρευνα και η καινοτομία στο πλαίσιο χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, όπως και η σύνδεση με τον ευρωπαϊκό χώρο έρευνας, δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν κυρίως μετά την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου με τον νόμο-πλαίσιο του ’82 και με την ανανέωση του καθηγητικού προσωπικού. Δυστυχώς όμως από τότε παρατηρείται ένας σταδιακός εκφυλισμός του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο απέκτησε πολλά αρνητικά στοιχεία που δεν συναντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο. Τα εξάμηνα αντικατέστησαν τα έτη, τα μαθήματα έπαψαν να έχουν προαπαιτούμενα, και άρα να μην παρέχουν πλέον δομημένη γνώση, τα φοιτητικά ακροατήρια μεγάλωσαν άμεσα ή έμμεσα μέσω μετεγγραφών με μονομερείς αποφάσεις των υπουργών, οι εξετάσεις έγιναν συνεχείς χωρίς όριο μαθημάτων και με δυνατότητα να επαναλαμβάνονται… αιωνίως.

Η γραφειοκρατία του Δημοσίου εγκαταστάθηκε στους φορείς διαχείρισης της έρευνας (ΕΛΚΕ) σε τέτοιον μάλιστα υπερβολικό βαθμό τα τελευταία χρόνια που καθιστά πλέον εξαιρετικά δύσκολη κάθε ερευνητική διαδικασία. Η ηθελημένη παρερμηνεία της έννοιας του ασύλου, που κατά παγκόσμια πρωτοτυπία στην Ελλάδα νομοθετήθηκε, σε συνδυασμό με την ανοχή των διοικήσεων και της πολιτείας, έφερε τις παντός είδους καταλήψεις, την παραβατικότητα και πολλές φορές τη βία μέσα στα συλλογικά όργανα διοίκησης, ακόμη και μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας! Με τον νόμο 4009/2011 έγινε μια σοβαρή προσπάθεια να διορθωθούν μερικά κακώς κείμενα. Δυστυχώς, πολλές διατάξεις του νόμου αυτού είτε εφαρμόσθηκαν μετά από αλλοιώσεις είτε έμειναν στα χαρτιά. Οι πρόσφατες παρεμβάσεις του προηγούμενου υπουργού, που δημιούργησε με νόμους πρόχειρα πανεπιστήμια, χωρίς μελέτες σκοπιμότητας-βιωσιμότητας, αξιολόγησης προσωπικού και υποδομών, δημιούργησαν μια πρόσθετη θολούρα με κύριο χαρακτηριστικό την ισοπέδωση όλων. Η μέχρι σήμερα στενή οργανική σχέση με το υπουργείο και η πολυνομία με κύρια αρνητικά επακόλουθα την παραλυτική γραφειοκρατία και την κομματικοποίηση έχουν αλλοιώσει τον πυρήνα του χαρακτήρα των πανεπιστημίων μας διαφοροποιώντας τα αρνητικά από τα άλλα στον διεθνή χώρο.

Η νέα κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο έθεσαν ως πρώτη προτεραιότητα και υλοποίησαν την κατάργηση της νομοθετικής διάταξης περί ασύλου. Προφανώς, σε καθεστώς δημοκρατίας δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης μια τέτοια διάταξη. Παρόμοια όμως αλλαγή έχει ξαναγίνει στο παρελθόν με πενιχρά αποτελέσματα. Είναι βέβαιο ότι από μόνη της δεν αρκεί, αλλά θα πρέπει παράλληλα να θεραπευτούν οι βασικές αιτίες, που είναι η ανοχή των εντός και η έλλειψη βούλησης των εκτός να αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν, όπως και η πρακτικά ανύπαρκτη οργανωμένη και επαγγελματική φύλαξη και προστασία. Αυτά θα πρέπει να αλλάξουν άρδην! Για παράδειγμα, όσοι έχουν φοιτητική ιδιότητα και παραβιάζουν το ακαδημαϊκό πλαίσιο λειτουργίας (διακοπές μαθημάτων, συνελεύσεων, αντιγραφές, κ.λπ.) θα έπρεπε να υφίστανται πειθαρχικές κυρώσεις διαβαθμισμένες ανάλογα με τη σοβαρότητα των πράξεων, έως και την απώλεια της ιδιότητάς τους. Είναι βέβαιο ότι κάτι τέτοιο θα χρειαστεί στην αρχή και για εξαιρετικές περιπτώσεις και όλοι οι φοιτητές μας θα προσαρμοσθούν γρήγορα στον διεθνή κανόνα της καλής ακαδημαϊκής συμπεριφοράς. Για τους άλλους αλλά και όλους που οι πράξεις τους εμπίπτουν στο κοινό ποινικό δίκαιο θα έπρεπε να επιλαμβάνεται η πολιτεία με τα όργανά της, όπως ακριβώς έχουν υποχρέωση να πράττουν αν οι πράξεις αυτές αφορούν τα σπίτια μας, δημόσια κτίρια κ.λπ. Εκτίμησή μου είναι ότι θα υπάρξει λυσσαλέα αντίδραση και εκεί ακριβώς θα κριθεί η αποφασιστικότητα της πολιτείας και ο «πατριωτισμός» των διοικήσεων των πανεπιστημίων.

Για τις υπόλοιπες αλλαγές που έχει εξαγγελθεί ότι θα ακολουθήσουν θα πρέπει να τεθεί ένα βασικό ερώτημα: Να γίνουν νέοι νόμοι με αλλαγές στους υπάρχοντες, ώστε να επανέλθουν «καλές» πρακτικές του παρελθόντος; ή να επιχειρηθεί μια ολική επανεκκίνηση των ελληνικών πανεπιστημίων με διαφορετική προσέγγιση; Με βάση την παραπάνω ανάλυση και την κατάσταση όπως έχει δημιουργηθεί σήμερα θα έλεγα ότι ένα «restart» του πανεπιστημιακού χώρου είναι η καλύτερη επιλογή τώρα. Η επανεκκίνηση αυτή θα πρέπει να έχει χαρακτηριστικά που να δείχνουν ότι υπάρχει από πλευράς της πολιτείας η σωστή αντίληψη για την έννοια του αυτοδιοίκητου των ΑΕΙ αλλά και η πραγματική πρόθεση μιας αξιοκρατικής και δυναμικής παρέμβασης για την απαραίτητη αξιολόγηση και ιεράρχησή τους. Μια σκιαγράφηση αυτής της ανάταξης-επανεκκίνησης, χωρίς φυσικά να είναι πλήρης αλλά ενδεικτική, λόγω περιορισμένου χώρου, είναι η εξής:

l Το νομικό πλαίσιο που θα συνταχθεί να είναι λιτό και να περιλαμβάνει κυρίως τα βασικά διαρθρωτικά και τον τρόπο διοίκησης των ΑΕΙ, όπως: Την αξιοκρατική επιλογή μετά από διεθνή προκήρυξη από τη Σύγκλητο του Πρύτανη, καθηγητή κύρους με αποδεδειγμένη εμπειρία επιτυχούς πανεπιστημιακής διοίκησης. Την με παρόμοια διαδικασία επιλογή επιστημόνων ανάλογης εμπειρίας για τη δημιουργία και στελέχωση του Εκτελεστικού Συμβουλίου Ιδρύματος (ΕΣΙ) με κυρίως ελεγκτικές και εισηγητικές διοικητικές αρμοδιότητες. Η Σύγκλητος, η οποία καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική και την ακαδημαϊκή φυσιογνωμία του Ιδρύματος, αποτελείται από τους κοσμήτορες των σχολών και από εκλεγμένους από το σύνολο των μελών εκπροσώπους φοιτητών, εκπαιδευτικού και διοικητικού προσωπικού με μικρό ποσοστό και προεδρεύεται από τον Πρύτανη. Το καθεστώς των ΕΛΚΕ που πρέπει να γίνουν ΝΠΙΔ διοικούμενα από Συμβούλιο Διαχείρισης Ερευνας (ΣΔΕ) με εκλεγμένους εκπροσώπους από τις σχολές και επικεφαλής επιστήμονα επιλεγμένο αξιοκρατικά από το ΣΔΕ και τον Πρύτανη μετά από διεθνή προκήρυξη με βάση την εμπειρία στη διαχείριση της έρευνας. Η στελέχωση των ΕΛΚΕ πρέπει να αξιολογηθεί και να ενισχυθούν με επαγγελματίες σε λογιστικά και νομικά θέματα. Τον έλεγχο σε όλο το πλέγμα διοίκησης, έτσι ώστε η πολιτεία να μπορεί να γνωρίζει τη χρηστή διαχείριση του δημοσίου χρήματος, χωρίς όμως γραφειοκρατικά σχήματα και παρεμβάσεις. Οπου κρίνεται απαραίτητο (π.χ. πρόσφατα εκλεγμένες διοικήσεις, κ.λπ.) να προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις για ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα με παράλληλη όμως διασφάλιση της σταδιακής εφαρμογής του.

Δεν πρέπει να υπάρχει παρέμβαση του υπουργείου σε ακαδημαϊκά θέματα. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά βασικά: ο αριθμός των νεοεισερχομένων φοιτητών, οι μετεγγραφές, οι εξεταστικές, η διάρκεια και τα προγράμματα σπουδών, τα ξενόγλωσσα προγράμματα για προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών, τα μεταπτυχιακά, τα δίδακτρα ή άλλες σύννομες μορφές χρηματοδότησης πλην του Δημοσίου, τα οργανογράμματα, οι εσωτερικοί κανονισμοί, οι προσλήψεις και τα απαιτούμενα προσόντα προσωπικού κάθε βαθμίδας. Ολα θα πρέπει να αποφασίζονται από το ίδιο το ίδρυμα, ακολουθώντας και τη διεθνή πρακτική.

Θα πρέπει να γίνει μια αρχική αυστηρή αξιολόγηση όλων των ιδρυμάτων από διεθνείς επιτροπές ειδικών με ευθύνη της ΑΔΙΠ και με στόχους τη διακριτοποίηση και απο-ισοπέδωση αλλά και την ανάλογη με τις επιδόσεις χρηματοδότησή τους. Να οριστούν δείκτες αριστείας σε διάφορους τομείς όπως: Εκπαιδευτικής αποτελεσματικότητας (ποιότητα και εξωστρέφεια προγραμμάτων σπουδών, αναλογία φοιτητών/ΔΕΠ, απασχόληση ή επιστημονική εξέλιξη εντός και εκτός Ελλάδας των αποφοίτων, κ.λπ.). Ερευνας και καινοτομίας (αριθμός διεθνών προγραμμάτων, διεθνής αναγνώριση, δημοσιεύσεις κ.λπ.). Οργάνωσης επιτυχημένων και διεθνοποιημένων μεταπτυχιακών και διδακτορικών προγραμμάτων. Αξιολόγησης υποδομών (π.χ. ύπαρξη οργανωμένων εργαστηρίων για την υποστήριξη όλων των εκπαιδευτικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων). Επίσης δείκτες βιωσιμότητας οικονομικής (κόστος/φοιτητή, αναλογία εσόδων από άλλες πηγές προς τη δημόσια χρηματοδότηση, κ.λπ.), αλλά και επαγγελματικής του γνωστικού αντικειμένου (π.χ. φοιτούντες προς απασχολουμένους στο ίδιο αντικείμενο). Να ορισθεί ελάχιστος αποδεκτός για πανεπιστήμιο ζυγισμένος μέσος όρος δεικτών. Για όσα αξιολογούνται κάτω από αυτόν να ληφθεί άμεση μέριμνα για την ορθή τοποθέτησή τους στις βαθμίδες τής (τεχνηέντως εξαφανισθείσας) τεχνολογικής εκπαίδευσης, για τους ήδη φοιτούντες, κ.λπ. Να δοθεί μια αρχική γενναία (συγκριτικά με τις υπάρχουσες) χρηματοδότηση ανάλογη και με την αξιολόγηση του καθενός. Να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα επικαιροποίηση της αξιολογικής κατάταξης όλων και αυτή να αποτελεί ένα βασικό κριτήριο της κρατικής χρηματοδότησης.

Μια ολική επανεκκίνηση προς αυτή την κατεύθυνση θα διασφαλίσει αφενός ότι όλα τα πανεπιστημιακά πτυχία δεν θα είναι «χαρτιά» αλλά θα έχουν αντίκρισμα στην αγορά εργασίας και αφετέρου ότι τα καλά πανεπιστήμια δεν θα χάσουν άλλο χρόνο στο να συντονίσουν τον βηματισμό τους με τα ομόλογα ευρωπαϊκά και αμερικανικά και να εξελιχθούν απρόσκοπτα, όπως τους αξίζει!

 

Η κυρία Μαρία Α. Μιμίκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ.