Στη Γερμανία έχουμε προεκλογική περίοδο. Τα ομόσπονδα κρατίδια του Βρανδεμβούργου – της ευρύτερης περιοχής γύρω από το Βερολίνο – και της Σαξονίας, όπου βρίσκονται η Δρέσδη και η Λειψία, ψηφίζουν την 1η Σεπτεμβρίου για το τοπικό κοινοβούλιο. Και στα δύο κρατίδια διαφαίνεται νίκη του κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD). Το φαινόμενο της ανόδου της Δεξιάς είναι επίκαιρο σε ολόκληρη την Ευρώπη και δίνει αφορμές για ποικίλες αναλύσεις και συζητήσεις· ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές. Αλλά και γλωσσικές. Περιορίζομαι σε μερικές σκέψεις για τη γλώσσα και για τους όρους που καθορίζουν τον λόγο γι’ αυτό το επίκαιρο φαινόμενο και για την αντιστοιχία τους ανάμεσα στα δύο γλωσσικά περιβάλλοντα.
Οι επικριτές της πολιτικής του AfD τού επιρρίπτουν «völkische Ideologie», που στα ελληνικά θα μεταφραζόταν ως «λαϊκή ιδεολογία». Αυτό όμως που στα ελληνικά συμφραζόμενα ακούγεται αυτονόητα θετικό, στα γερμανικά είναι οπισθοδρομική αντίδραση. Η λέξη «λαός» μεταφράζεται βεβαίως με το γερμανικό «Volk», ωστόσο το επίθετο «völkisch» δηλώνει πίστη σε ιδεολογίες για συγγένεια αίματος ή έστω πολιτισμού που αποτελεί δήθεν τον συνεκτικό ιστό μιας υποτιθέμενης ομοιογενούς κοινωνίας στα όρια ενός εθνικού κράτους. Η φαινομενικά αυτονόητη αλλά τελικά περίπλοκη απόδοση του ουσιαστικού και του επιθέτου «Volk/völkisch» στα ελληνικά ως «λαός» και «λαϊκός» μπερδεύεται ακόμα περισσότερο όταν χρειαστεί να μεταφέρουμε στη γλώσσα μας το όνομα του κινήματος «Völkische Bewegung». Το κίνημα που δημιουργήθηκε στο γερμανικό Β΄ Ράιχ (1871-1918) και στη «Μοναρχία του Δούναβη» (όχι, ο όρος «Donaumonarchie» δεν δηλώνει τις «δικές μας» Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, αλλά την Αυστροουγγαρία) βασίζεται σε ρατσιστικές και αντισημιτικές εμμονές και βεβαίως χαίρει ιδιαίτερης συμπάθειας στον χώρο της σύγχρονης Δεξιάς. Αν το μεταφράσουμε ως «λαϊκό κίνημα», το πιθανότερο είναι να πέσει στο κεφάλι μας το αυστηρότερο αριστερό ανάθεμα, και σίγουρα θα γελάσουν και οι κότες. Και για να λύσω την απορία που σίγουρα θα προκύψει, για το πώς δηλαδή θα μεταφράζαμε τελικά στα γερμανικά τον όρο «λαϊκό κίνημα»: τα γερμανικά δεν έχουν πρόβλημα να φτιάχνουν σύνθετες λέξεις που θυμίζουν τις εμπορικές τους αμαξοστοιχίες. Είναι π.χ. δυνατή η μονολεκτική απόδοση του «κλειδαρότρυπα της καμπίνας του καπετάνιου της Ναυτιλιακής Εταιρείας Δουνάβεως» ως Donaudampfschifffahrtsgesellschaftskapitänskajütenschlüsselloch, δίνοντας αφορμή για γέλια, όμως η σύνθετη λέξη «Volksbewegung» είναι όντως περίπου το αντίθετο άκρο του «völkische Bewegung»!
Το «Κίνημα της Ταυτότητας»
Ας αφήσουμε όμως τα ανέκδοτα και ας συνεχίσουμε την εξερεύνηση της ανταπόκρισης των ελληνικών σε περαιτέρω όρους που με μια πρώτη ματιά φαντάζουν αυτονόητοι: ένα άλλο ρεύμα που έχει εμφανιστεί στους κόλπους της γερμανικής Δεξιάς είναι το κίνημα των «Identitäre» (Identität=ταυτότητα): ο λόγος τους αρθρώνεται αυτάρεσκα λόγιος, ανοιχτά αντιευρωπαϊκός, υπόρρητα αντικοινοβουλευτικός, μυστικιστικά παραδοσιολάγνος και απειλητικά κατηγορηματικός – στα ελληνικά συμφραζόμενα ταυτίζεται ίσως με τον λόγο συνταξιούχου πανεπιστημιακού θεολόγου / φιλοσόφου. Θα το μεταφράσουμε ως «Κίνημα Ταυτοτικών»; Αστοχο. Μήπως «Κίνημα της Ταυτότητας»; Το τελευταίο, ίσως και λόγω της λεκτικής εγγύτητας με την πάλαι ποτέ πολιτική πρωτοβουλία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, θα ήταν ίσως δυνατόν, αλλά και πάλι άστοχο. Αν και στο Ευρωκοινοβούλιο έχουμε τη δεξιά κοινοβουλευτική ομάδα «Ταυτότητας και Δημοκρατίας».
A propos, μιλώ επίμονα για τη «Δεξιά» και όχι για την «Ακροδεξιά», όχι χωρίς λόγο: Στα ελληνικά συμφραζόμενα, πολλοί συνδέουν τη Δεξιά με ένα κόμμα όπως η ΝΔ. Αν όμως χαρακτηρίζαμε στα ελληνικά το αδελφό κόμμα της ΝΔ στη Γερμανία, το κυβερνών χριστιανοδημοκρατικό CDU, ως «δεξιό» («rechts»), ή στα γερμανικά τη ΝΔ και την κοινοβουλευτική τους ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο ως «δεξιά», θα βρισκόμασταν εκτός τόπου και χρόνου: ο χαρακτηρισμός «δεξιά» επιφυλάσσεται για μισαλλόδοξες, αντιδραστικές, ρατσιστικές και εθνικιστικές πολιτικές συλλογικότητες που αδιαφορούν για τα κεκτημένα και τις κοινές παραδοχές της αστικής (όχι με την έννοια της πόλης!) δημοκρατίας. Ποιος ο λόγος να στριμώχνονται τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου με τους σαφείς τους προσδιορισμούς (συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, πράσινοι, κ.τ.λ.) σε δεξιά και αριστερά ντουλάπια· όλο και κάποιο «μακρύ ποδάρι» θα εξέχει… Για κάποιον λόγο, η αντιστοιχία των όρων Δεξιά / Ακροδεξιά ανάμεσα στις δύο γλώσσες είναι περισσότερο από προβληματική και άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Διαφοροποίηση και πολιτική ορθότητα
Συνεχίζουμε στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο, για να επιβεβαιώσουμε μια κοινή διαπίστωση: η τροφοδότηση μιας γλώσσας με λέξεις από άλλες σημαίνει εμπλουτισμό και διαφοροποίηση, και όχι πενία. Δανειζόμενη π.χ. η γερμανική το λατινικό «populus» συμπληρωματικά ή και παραπληρωματικά προς τη γερμανική «Volk», έχει την ευχέρεια να διαχωρίζει το φαινόμενο του λαϊκισμού («Populismus») από το λαϊκό. Πώς θα ήταν άραγε ο τρόπος που σκεφτόμαστε αυτά τα φαινόμενα, αν στον ελληνικό πολιτικό λόγο είχαμε την ευχέρεια να πούμε «η πολιτική του Χ κόμματος είναι ποπουλιστική»; Σίγουρα διαφοροποιημένος, όπως και στην περίπτωση της φράσης «πολιτικός λόγος»: Στα ελληνικά περιοριζόμαστε στην ελληνική ρίζα, και έτσι η διαφοροποίηση που χρειαζόμαστε για να αποδώσουμε τον λατινογενή όρο «discours» πάει χαμένη. Αντίστροφα, τα γερμανικά χρησιμοποιούν την ίδια λέξη για την «εξουσία» και τη «βία» («Gewalt»), με αποτέλεσμα στον πολιτικό λόγο να μιλά κανείς για «κρατική βία / εξουσία» («Staatsgewalt»)· αν τα γερμανικά είχαν διαφοροποιήσει λεκτικά την κρατική εξουσία και τη βία, π.χ. μέσω της λατινογενούς λέξης «Autorität» που δηλώνει περισσότερο κύρος, ίσως μερικά πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Μα και η διαφοροποίηση έχει επίκαιρη πολιτική αναφορά: Οι δεξιοί του AfD επιτίθενται στη «δικτατορία της πολιτικής ορθότητας» και στο «Gendern» (ο λατινογενής αγγλοσαξονικός όρος έχει ενσωματωθεί στο μορφολογικό σύστημα της γερμανικής). Οσες και όσοι θέλουμε να διαφοροποιηθούμε (να δώσουμε στίγμα πολιτικό και να χρησιμοποιήσουμε τη διαφοροποιημένη γλώσσα), γράφουμε και μιλάμε «divers» (διαφοροποιημένα, πλουραλιστικά, ποικιλόμορφα), π.χ. αναφερόμαστε σε «συνεργάτριες και συνεργάτες». Αν και συχνά κουραστικό, είναι σίγουρα δίκαιο, αρκεί να αντιστρέψουμε για λίγο τους όρους και να γράψουμε για τις «συντάξεις των καθηγητριών» ή τις άθλιες «αποδοχές των καθαριστών» για να το συνειδητοποιήσουμε. Στα επίσημα κρατικά έγγραφα και σε κάθε λόγο δημοσίου προσώπου (πλην AfD) θα γίνει αναφορά π.χ. σε «στρατιωτίνες και στρατιώτες». Και για να αποφεύγεται ο πλεονασμός, έχουν καθιερωθεί ενδιαφέρουσες εναλλακτικές γραφές: Αντί για «Soldatinnen und Soldaten» μπορεί κανείς να γράψει «SoldatInnen» ή «Soldat*innen»· και πολιτικά ορθό, και σύντομο. Και κάτι άλλο: Η κυβέρνηση της «δεξιάς» Ανγκελα Μέρκελ έχει καθιερώσει σε κάθε προκήρυξη για θέση εργασίας να αναφέρεται το φύλο: M / W / D, δηλαδή Αντρας, Γυναίκα ή Διαφοροποιημέν* – πώς ακριβώς θα αποδοθεί το τελευταίο στα ελληνικά; Σίγουρα πάντως, όχι ουδέτερο!
Volk=λαός, völkisch=λαϊκός, identitär=ταυτοτικός, rechts=δεξιός, Populismus=λαϊκισμός, Discours=λόγος, Gewalt=βία + εξουσία. Αν συμβουλευτούμε το λεξικό, αυτές θα είναι προτεινόμενες αντιστοιχίες που θα βρούμε, που τελικά, όπως είδαμε, μάλλον προβληματικές είναι. Η διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν στάνταρ απαντήσεις είναι σίγουρα πολύτιμη, είτε ασχολείται κανείς με τη μετάφραση είτε με την πολιτική.
Ο κ. Κώστας Κοσμάς είναι μεταφραστής, επιστημονικός συνεργάτης στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βερολίνου και ασχολείται ενεργά με τη γερμανική πολιτική.
Επιμέλεια: Λαμπρινή Κουζέλη