Όλα δείχνουν ότι η παγκόσμια οικονομία πηγαίνει προς μια νέα ύφεση. Εάν αυτή θα εκδηλωθεί μέσα στο 2020 είναι ζήτημα προς εκτίμηση, όμως πολύ δύσκολα η παγκόσμια οικονομία θα αποφύγει την καθοδική πορεία.
Μπορεί αυτή τη φορά να μην έχει την εικόνα μιας απότομης και καταστροφικής ακολουθίας, με τον τρόπο που το είδαμε στην περίοδο 2008-2009, όταν πολύ γρήγορα περάσαμε από τις καταρρεύσεις τραπεζών στην παγκόσμια ύφεση.
Και όντως σε αυτή τη φάση τα πράγματα είναι πιο πιθανό να έχουν το χαρακτήρα μιας αργής μετάβασης από την αναιμική ανάπτυξη στην ύφεση και την απουσία οικονομικής δυναμικής. Με στασιμότητα, αποπληθωρισμό και διαρκώς επιδεινούμενη θέση των εργαζομένων, ακόμη και εάν δεν δούμε την ίδια εκτίναξη της ανεργίας.
Τα σημάδια της ύφεσης είναι εδώ
Όμως, ανεξάρτητα από τη μορφή που θα πάρει, τα σημάδια είναι εδώ. Και δεν μιλάμε μόνο για ενδείξεις που αποτυπώνουν την αντίληψη που έχουν οι ίδιοι οι παράγοντες της οικονομίας, όπως είναι η αντίστροφη καμπύλη απόδοσης που δείχνει ότι οι επενδυτές προσανατολίζονται προς την ασφάλεια πιο μακροπρόθεσμων τίτλων.
Υπάρχουν και ενδείξεις όπως η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης που ανάγκασε ακόμη και το ΔΝΤ να αναθεωρήσει ακόμη μια φορά προς το κάτω την πρόβλεψή για τους ρυθμούς ανάπτυξης στο 3,2% για το 2019 και στο 3.5% για το 2020. Και μπορεί χώρες όπως η Κίνα να εμφανίζουν ακόμη ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, όμως αυτοί στην πραγματικότητα είναι οι χαμηλότεροι που είχαν τα τελευταία χρόνια. Οι προβλέψεις του ΔΝΤ για τις αναπτυγμένες οικονομίες προβλέπουν ανάπτυξη 1,9% για το 2019 και 1,7% για το 2020. Οι ΗΠΑ αναμένεται να υποχωρήσουν στο 1,9% το 2020, η ζώνη του ευρώ στο 1,6%.
Άλλωστε, οι μηχανισμοί που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα οικονομική κρίση παραμένουν ενεργοί. Παρότι ήταν από τους βασικούς παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην προηγούμενη κρίση, το συνολικό παγκόσμιο χρέος βρίσκεται στα δυσθεώρητα ύψη των 246,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, περίπου τρεις φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ και ενισχύθηκε από τις πολιτικές των χαμηλών επιτοκίων που υιοθετήθηκαν σε απάντηση στην κρίση.
Παρότι η δεκαετία που πλησιάζει στο τέλος της χαρακτηρίστηκε σε αρκετές χώρες από μεγάλες παρατεταμένες περιόδους ονομαστικής ανάπτυξης, στην πραγματικότητα ποτέ οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν έφτασαν στα επίπεδα της περιόδου πριν από την προηγούμενη κρίση.
Παρότι υπάρχουν μεγάλες τεχνολογικές καινοτομίες αυτές δεν μετατρέπονται σε άλματα παραγωγικότητας στο σύνολο των οικονομιών, ιδίως από τη στιγμή που σε αρκετές χώρες η μετατόπιση προς το χώρο των υπηρεσιών σημαίνει και μετατόπιση σε κλάδους όπου δεν μπορούν να υπάρξουν οι ίδιες τομές στην παραγωγικότητα. Και μπορεί αυτή η αδυναμία τομών στην παραγωγικότητα (και στην κερδοφορία) να αντισταθμίζεται από την υπεραπόδοση που μπορεί να έχει ο χρηματοπιστωτικός τομέας, όμως εκεί υπάρχει πάντα και ο κίνδυνος τα σημερινά κέρδη να γίνουν η αυριανή «φούσκα» και τελικά να εξανεμιστούν.
Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η παράμετρος των οικονομικών ανταγωνισμών και κυρίως του εμπορικού πολέμου. Ο λόγος είναι απλός: σε αντίθεση με άλλες περιόδους, σήμερα η παγκόσμια οικονομία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε εκτεταμένες εξαγωγικές επιδόσεις. Εάν συρρικνωθεί το παγκόσμιο εμπόριο αυτό θα οδηγήσει και σε καθοδική πορεία την παγκόσμια οικονομία. Ούτε είναι βέβαιο ότι π.χ. το εμπόριο μεταξύ των βασικών πόλων θα μετασχηματισμό σε «περιφερειακό εμπόριο» ή θα υποκατασταθεί από το «βάθεμα» των εσωτερικών αγορών.
Επιπλέον, οι εμπορικοί πόλεμοι έχουν ως χαρακτηριστικό τους ότι αυξάνουν την αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία και αυτό κάνει πολύ πιο επιφυλακτικούς τους επενδυτές και αυτό με τη σειρά του επιτείνει ακόμη περισσότερο τυχόν καθοδικές τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Την ίδια ώρα τα πράγματα κάνει χειρότερα η διαπίστωση ότι δεν είναι βέβαιο ότι υπάρχουν εργαλεία για να απαντηθεί η επιδείνωση στην παγκόσμια οικονομία. Ο λόγος είναι ότι η τρέχουσα επιβράδυνση έρχεται παρότι ήταν σε ισχύ μέχρι πρόσφατα ή είναι και ακόμη μέτρα «ποσοτικής χαλάρωσης». Αυτό σημαίνει ότι όσο και εάν η νομισματική πολιτική και η προσπάθεια να διατηρείται η παροχή ρευστότητας και άρα φτηνού δανεισμού είχε αποτελέσματα στην έξοδο από την προηγούμενη κρίση και εν μέρει τροφοδότησε την έστω και υποτονική ανάπτυξη που ακολούθησε, δεν μπορεί να απαντήσει στις δομικές διαστάσεις της κρίσης. Άλλωστε, το παράδειγμα της Ιαπωνίας δείχνει ότι μπορεί να συνδυάζεται η μακροχρόνια χρήση εργαλείων ποσοτικής χαλάρωσης με την οικονομική στασιμότητα.
Η Ευρώπη παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» της παγκόσμιας οικονομίας
Σε αυτό το τοπίο η Ευρώπη παραμένει ο «αδύναμος κρίκος» της παγκόσμιας οικονομίας. Η οικονομική της ανάπτυξη υπήρξε πιο υποτονική από ό,τι των ανταγωνιστών της τα προηγούμενα χρόνια και αυτή τη στιγμή οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία βρίσκονται πολύ κοντά στην τυπική ύφεση. Το ΔΝΤ προβλέπει για το 2019 ανάπτυξη 0,7% για τη Γερμανία, 1,3% για τη Γαλλία και για την Ιταλία μόλις 0,1%.
Στη Γερμανία ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος Ifo υποχώρησε ακόμη περισσότερο και βρέθηκε στο 94,3%. Αυτό αποτυπώνει εκτός όλων των άλλων και την ιδιαίτερη αρνητική επίπτωση που έχει ο εμπορικός πόλεμος και η αβεβαιότητα για την παγκόσμια οικονομία σε μια κατεξοχήν εξαγωγική χώρα όπως η Γερμανία.
Όλα αυτά επιδεινώνονται και από άλλες παραμέτρους. Η Ευρώπη ποτέ δεν πέτυχε τους φιλόδοξους στόχους της «Στρατηγικής της Λισαβόνας» του 2000 ως προς τις μεγάλες τομές στις νέες τεχνολογίες και την παραγωγικότητα της εργασίας και σε μεγάλο βαθμό παρακολουθεί τον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας σε ζητήματα όπως π.χ. η τεχνολογία 5G για την κινητή τηλεφωνία, παρότι εξακολουθεί να συγκεντρώνει ένα τεράστιο επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό.
Και όλα αυτά κάνει ακόμη χειρότερα το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες όπως η Ιταλία που θα πληγούν ιδιαίτερα εάν υπάρξει μια νέα κρίση χρέους. Τo ιταλικό χρέος, σταθερά πάνω από το 130% του ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι μια ωρολογιακή βόμβα συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Η ΕΕ αναζητά μέτρα προετοιμασίας για την κρίση
Τα οικονομικά προβλήματα της ΕΕ γίνονται ακόμη πιο έντονα από τον τρόπο με τον οποίο έχει λειτουργήσει μέχρι τώρα το ίδιο το οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο που τη διέπει.
Στην πραγματικότητα η οικονομική και νομισματική αρχιτεκτονική του ευρώ ήταν εξαρχής πολύ περισσότερο προσανατολισμένη στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού παρά της ύφεσης και του αποπληθωρισμού και αυτό φάνηκε και στην καθυστέρηση μέχρι την υιοθέτηση των μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης».
Σε αυτό το φόντο η αυστηροποίηση των δημοσιονομικών κανόνων που αποτυπώθηκε στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης –με την έμφαση περισσότερο στην πρώτη παρά στη δεύτερη– σε μια συγκυρία ύφεσης παγκόσμιας οικονομίας να αποτελέσει τροχοπέδη, ή μηχανισμό δημιουργίας ακόμη περισσότερων προβλημάτων.
Γι’ αυτό το λόγο και δεν είναι τυχαίο ότι στην ΕΕ συζητούν την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και ανάπτυξης. Όπως αποκάλυψαν οι Financial Times η Κομισιόν ήδη εξετάζει προτάσεις για ένα «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2.1.» (SGP 2.1.) που θα αποφεύγει τους αυστηρούς περιορισμούς που μπαίνουν σήμερα – και που ενέχουν τον κίνδυνο ενεργοποίησης τιμωρητικών μηχανισμών – προς όφελος μιας πιο «ήπιας» διαδικασίας μείωσης του χρέους.
Το σχετικό ντοκουμέντο αναζητά τρόπους για πιο λογικούς και διατηρήσιμους στόχους μείωσης του χρέους για τις «πιο ευάλωτες οικονομίες». Άλλωστε, και η νέα επικεφαλής της Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, μιλώντας σε ευρωβουλευτές τον περασμένο μήνα υπογράμμισε ότι οι Βρυξέλλες «θα χρησιμοποιήσουν όλη την ευελιξία που εμπεριέχεται στους κανόνες» για να προωθήσει την ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Ωστόσο, δεν σκέφτονται όλοι με αυτόν τον τρόπο στην Ευρώπη. Αντίθετα, αποτυπώνεται μια ρήξη ανάμεσα σε χώρες επιμένουν στην αυστηρή και «αυτόματη» εφαρμογή των κανόνων, όπως π.χ. η Ολλανδία, χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες, και όσους θεωρούν ότι χρειάζεται μια πιο κατά περίπτωση πολιτική απόφαση.
Όλα αυτά αποτυπώνουν και πολιτικούς υπολογισμούς. Οι εκπρόσωποι της λαϊκιστικής ακροδεξιάς όπως ο Σαλβίνι έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στην πολεμική ενάντια στους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ωστόσο, παρότι στην ΕΕ δείχνουν να συζητούν θετικά την μερική χαλάρωση του τρόπου που θα εφαρμόζονται τα κριτήρια δεν ισχύει το ίδιο και για προτάσεις που υπάρχουν για πιο ενεργή προσπάθεια παρεμβάσεων στην οικονομία για να ενισχυθούν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και να υπάρξουν «ευρωπαίοι πρωταθλητές» σε κρίσιμους κλάδους.
Έτσι, η πρόταση που διακινήθηκε στις Βρυξέλλες για ένα ειδικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων για την ενίσχυση ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τους αμερικανικούς ή κινεζικούς κολοσσούς σε τεχνολογικούς τομείς, αντιμετωπίστηκε τελικά σε επίπεδο δημόσιων ανακοινώσεων από τη μεριά της Κομισιόν ως αποτέλεσμα «brainstorming» των υπαλλήλων και όχι πρόταση που εξετάζεται πραγματικά.