Τις προηγούμενες μέρες συνεδρίασαν διαδοχικά το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων προκειμένου να εξετάσουν τα προβλήματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από την εδώ και πολλά χρόνια εκκρεμούσα εμβληματική επένδυση στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου στο Ελληνικό.
Και τα δύο όργανα υιοθέτησαν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και περιόρισαν τις απαιτήσεις τους στα όρια των αρμοδιοτήτων τους, ξεπερνώντας τις μαξιμαλιστικές διοικητικές απαιτήσεις της προηγούμενης περιόδου, οι οποίες χωρίς αμφιβολία όρθωναν ανυπέρβλητα εμπόδια στην πραγματοποίηση της μεγάλης επένδυσης.
Και τούτο προφανώς ήταν αποτέλεσμα της εκφρασθείσης με ένταση πολιτικής βούλησης, αλλά και της επικράτησης ή καλύτερα της αποκατάστασης ατμόσφαιρας και πνεύματος ορθολογισμού στα αρμόδια διοικητικά όργανα.
Ηρκεσε, με άλλα λόγια, μια απλή μεταστροφή αντιλήψεων για να αρθούν εμπόδια και να αντιμετωπιστούν αγκυλώσεις και ιδεοληψίες ετών.
Τώρα όλοι είναι σε θέση να αντιληφθούν ότι η επένδυση του Ελληνικού, απελευθερωμένη από γραφειοκρατικά και άλλα δεσμά, μπορεί να προχωρήσει και να δώσει την προσδοκώμενη αναπτυξιακή ορμή στην Αττική και στη χώρα ολόκληρη. Και βεβαίως να διερωτηθούν γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια άγονων αντιπαραθέσεων για αποφάσεις και επιλογές εν πολλοίς αυτονόητες.
Αντιστοίχως, την περασμένη εβδομάδα η αρμόδια υπουργός Παιδείας προανήγγειλε με συνέντευξή της σε αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο μέτρα που θα ενισχύουν την εξωστρέφεια των ελληνικών πανεπιστημίων, μεταδίδοντας ταυτόχρονα ότι φιλοδοξεί να καταστήσει την Ελλάδα εκπαιδευτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Και όταν ρωτήθηκε πώς θα επιτύχει τον στόχο της απάντησε ότι σε πρώτη φάση θα επιτρέψει στα πανεπιστήμιά μας να οργανώνουν, χωρίς περιορισμούς και γραφειοκρατικές εγκρίσεις, προπτυχιακά ξενόγλωσσα τμήματα ώστε να δημιουργηθούν πραγματικές βάσεις προσέλκυσης ξένων φοιτητών.
Επιπρόσθετα θα επιτρέψει στα ΑΕΙ να συγκροτούν και αντίστοιχα ξενόγλωσσα θερινά τμήματα σπουδών και μαζί θα διευρύνει τις δυνατότητες συνεργασίας με διεθνή πανεπιστήμια, όπως συμβαίνει σε όλον τον κόσμο. Και όλα αυτά χωρίς ξεχωριστές επιβαρύνσεις, με τις υπάρχουσες δομές και δυνάμεις. Και με μόνη προϋπόθεση την εξασφάλιση αυτονομίας και ευελιξίας στις πρυτανικές αρχές.
Πράξεις εν πολλοίς και πάλι αυτονόητες, οι οποίες έπρεπε να έχουν προωθηθεί εδώ και χρόνια, όπως επιτάσσουν τα διεθνή ακαδημαϊκά ήθη και οι ακολουθούμενες κοινές πρακτικές από όλα τα σύγχρονα πανεπιστήμια του κόσμου.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αποδεδειγμένα υπάρχει εκδηλωμένο διεθνές ενδιαφέρον από την Ευρώπη, την Αμερική, τη Βόρεια Αφρική και εσχάτως από την Ασία για τις ελληνικές σπουδές.
Παραμένει δε απορίας άξιον πώς η ελληνική πολιτική δεν επιδίωξε τόσα χρόνια τη διεθνοποίηση των ελληνικών πανεπιστημίων, όταν δίπλα μας υπάρχει το τρανταχτό παράδειγμα της Κύπρου, η οποία χωρίς να διαθέτει παράδοση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κατάφερε, σε διάστημα 15 ετών, να αποκτήσει όχι απλώς πανεπιστήμια, αλλά και να προσελκύσει δεκάδες χιλιάδες φοιτητές από την ευρύτερη ζώνη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Η κίνηση της υπουργού Παιδείας, όπως και οι επιλογές του ΚΑΣ, συνιστούν έμπρακτες αποδείξεις εγκατάλειψης του κύκλου των αντιπαραγωγικών ιδεοληψιών και της επικράτησης πνεύματος ορθολογισμού.
Αρκεί να συνεχιστεί, να διευρυνθεί και εν τέλει να διαπεράσει όλες τις δημόσιες υποθέσεις.
Απαντες έχουν να ωφεληθούν αν η χώρα ελευθερωθεί από τα δεσμά της καθυστέρησης.