Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί ένα από τα πιο διαφιλονικούμενα πεδία όχι μόνο στη χώρα μας αλλά διεθνώς. Παράμετροι όπως οι αλλαγές στο δημογραφικό, οι αλλαγές στην αγορά εργασίας, αλλά και οι περιορισμοί στα δημόσια οικονομικά, σημαίνουν ότι οι περισσότερες χώρες έχουν να λύσουν ιδιαίτερα περίπλοκες εξισώσεις. Ούτε είναι τυχαίο, ότι έχουν ξεσπάσει κατ’ επανάληψη σε αρκετές χώρες μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις με αφορμή το ασφαλιστικό.
Αυτό αντανακλά και μία ακόμη βασική παράμετρο. Η κοινωνική ασφάλιση, όπως και η δημόσια υγεία, αποτελούν ένα από τα βασικά κοινωνικά αγαθά, που οι πολίτες θεωρούν ότι οφείλουν να είναι εγγυημένα και παρεχόμενα σε όλους. Αποτελούν τμήμα ενός «αισθήματος δικαίου» που δεν αναιρείται.
Για την ιστορία η κοινωνική ασφάλιση δεν ήταν πάντα αυτονόητη. Χρειάστηκαν μεγάλοι αγώνες του εργατικού κινήματος για να αρχίσουν να εμφανίζονται τα πρώτα συστήματα ασφάλισης, καθώς σε παλαιότερες εποχές οι εργοδότες επέμεναν ότι η ασφάλιση οφείλει να είναι ατομική υπόθεση του εργαζομένου, κατά τρόπο ανάλογο με την αποταμίευσή του.
Το δύο μοντέλα ασφάλισης
Στην κοινωνική ασφάλιση υπάρχουν δύο βασικά μοντέλα ασφάλισης που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Το πρώτο μοντέλο είναι το αυτό που συνήθως ονομάζουμε διανεμητικό ή αναδιανεμητικό. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο οι τωρινοί εργαζόμενοι πληρώνουν εισφορές που καλύπτουν τις συντάξεις των τωρινών συνταξιούχων. Αυτό είναι σήμερα το πιο διαδεδομένο σύστημα ασφάλισης στον κόσμο και διαχρονικά με αυτό τον τρόπο λειτούργησε το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα.
Σε αυτό το σύστημα η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί, πέραν όλων και των άλλων, και μια μορφή αλληλεγγύης ανάμεσα στις γενιές.
Αυτό που χρειάζεται ένα τέτοιο σύστημα είναι να υπάρχει ανά πάσα στιγμή μια αρκετά μεγάλη μάζα εργαζομένων που να μπορούν με τις εισφορές τους (μαζί με τις αντίστοιχες εισφορές των εργοδοτών) να καλύπτουν τις συντάξεις των συνταξιούχων. Πάνω σε αυτή τη βασική λειτουργία είναι που μπορεί να έρθει και να προστεθεί η όποια κρατική επιχορήγηση που μεταφέρει πόρους από τη γενική φορολογία στην κοινωνική ασφάλιση στο πλαίσιο της συνολικότερης αναδιανομής εισοδήματος που ούτως ή άλλως κάνει το κράτος.
Το δεύτερο μοντέλο κοινωνικής ασφάλισης, που εφαρμόζεται σε αρκετές χώρες, είναι αυτό που λέμε κεφαλαιοποιητικό. Σε αυτό το σύστημα οι εισφορές κάθε εργαζομένου μαζί με τις αναλογούσες εργοδοτικές εισφορές, συσσωρεύονται σε έναν ατομικό λογαριασμό. Στο τέλος του εργασιακού βίου, η σύνταξη υπολογίζεται στη βάση αυτών των συνολικών εισφορών και ανάλογες είναι οι παροχές. Οι υποστηρικτές του θεωρούν ότι με αυτό τον τρόπο υπάρχει μια άμεση συσχέτιση ανάμεσα στο τι κατέβαλε ο εργαζόμενος και τι παίρνει, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει την εγγύηση ότι όντως κάποιος «αποταμιεύει» για το μέλλον του.
Στα περισσότερα κεφαλαιοποιητικά συστήματα υπάρχει παράλληλα και η προσπάθεια να το αποθεματικό αυτό να επενδύεται ώστε να μπορεί να αυξηθεί. Αυτό αφορά κυρίως επαγγελματικά ταμεία, ή ταμεία συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών. Σήμερα, στις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές μερικοί από τους μεγαλύτερους επενδυτές είναι ασφαλιστικά ταμεία. Ταυτόχρονα, εάν το σύστημα είναι κεφαλαιοποιητικό είναι και πιο εύκολο να δοθεί η δυνατότητα επιλογής και ιδιωτικών μορφών ασφάλισης.
Οι περιπέτειες του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος
Το ελληνικό ασφαλιστικό είναι τυπικά αναδιανεμητικό ως προς την ουσία της χρηματοδότησής του. Δηλαδή, οι τωρινοί εργαζόμενοι καλύπτουν με τις εισφορές τους το κόστος των συντάξεων, τουλάχιστον σε ένα γενικό επίπεδο.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα προέβλεπε και κρατική συμμετοχή στην ασφάλιση που συνήθως ερχόταν ως εκ των υστέρων επιδότηση του ασφαλιστικού συστήματος. Υπήρχαν ταυτόχρονα διάφορες ιδιαιτερότητες όπως π.χ. το γεγονός ότι για αρκετά χρόνια δεν υπήρχαν ανάλογες εισφορές στους δημοσίους υπαλλήλους. Μια άλλη σημαντική ιδιαιτερότητα του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος ήταν η ίδια η σχέση επικουρικών και κύριων συντάξεων. Επειδή στο παρελθόν ήταν χαμηλές οι παροχές των κύριων συντάξεων άρχισαν να διαμορφώνονται τα επικουρικά ταμεία, με άλλοτε άλλους όρους, προτού στο τέλος αποτελέσουν τμήμα ουσιαστικά του ενιαίου συστήματος ασφάλισης. Υπήρχε, επίσης, μεγάλος κατακερματισμός των ταμείων, ιδίως των επικουρικών, συχνά με διαφορετικούς όρους ασφάλισης.
Σε αυτό το έδαφος ήδη από τη δεκαετία του 1990 συζητιούνται αλλαγές στο ασφαλιστικό. Για αρκετά χρόνια ο βασικός πυρήνας των αλλαγών ήταν η αύξηση των ορίων σύνταξης και η προσπάθεια περιορισμού των ποσοστών αναπλήρωσης, δηλ. η προσπάθεια να παραταθεί ο εργάσιμος βίος, να καταργηθούν πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και να μειωθεί το ποσοστό αναπλήρωσης, παρότι υποτίθεται ότι βασική αρχή των μεταπολεμικών συστημάτων ασφάλισης ήταν ο συνταξιούχος να απολαμβάνει ανάλογο επίπεδο διαβίωσης με αυτό που είχε πριν τη σύνταξη.
Οι αιτίες που επικαλούνταν αφορούσαν κυρίως την παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης και τη σταδιακή συρρίκνωση της βάσης των εργαζομένων λόγω δημογραφικών τάσεων (αν και στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες αλλά και στην Ελλάδα η αύξηση της μεταναστευτικής εργασίας από τη δεκαετία του 1990 οδήγησε στη διεύρυνση της βάσης των εργαζομένων).
Στην Ελλάδα η πρώτη μεγάλη τέτοια απόπειρα αλλαγής έγινε το 2001 με τη μεταρρύθμιση Γιαννίτση που θα αποσυρθεί υπό το βάρος μιας τεράστιας γενικής απεργίας και θα γίνουν μόνο μικρότερες παρεμβάσεις τα επόμενα χρόνια. Στην περίοδο των μνημονίων, οι παρεμβάσεις θα είναι πιο μεγάλες καθώς ένας από τους στόχους ήταν και η συγκράτηση της ετήσιας δαπάνης για συντάξεις και η εξασφάλιση ότι μπορεί να επιβιώσει σε βάθος χρόνου το ασφαλιστικό.
Τότε ήταν που θα δοθεί μεγάλο βάρος στις λεγόμενες αναλογιστικές μελέτες, δηλαδή στις μελέτες που με βάση διάφορα σενάρια υπολογίζουν σε βάθος χρόνου ποιες θα είναι οι ανάγκες για την καταβολή συντάξεων αλλά και ποιες οι δυνατότητες για την καταβολή εισφορών. Όλα αυτά εξαρτώνται φυσικά και από τις παραμέτρους που υπεισέρχονται: ιδιαίτερα κρίσιμο είναι το ποσοστό απασχόλησης (όσο πιο μικρή η ανεργία τόσο πιο εύρωστο ένα ασφαλιστικό σύστημα) αλλά και η ποιότητα της απασχόλησης (εάν η αύξηση της απασχόλησης είναι σε θέσεις μερικής απασχόλησης ή σε κακοπληρωμένες δουλειές, τότε δεν είναι ιδιαίτερα ευεργετικά τα αποτελέσματα).
Ο νόμος Κατρούγκαλου υπήρξε η μεγαλύτερη μνημονιακή παρέμβαση στο ασφαλιστικό. Δύο ήταν τα βασικά στοιχεία του. Από τη μια έφερε μια γενικευμένη ενοποίηση ταμείων, που ήταν μια βασική μνημονιακή υποχρέωση. Αυτό συνδυάστηκε με την ενοποίηση των ασφαλιστικών όρων και μια ιδιαίτερη επιβάρυνση των ελεύθερων επαγγελματιών, κάτι που οδήγησε και σε μεγάλες αντιδράσεις. Η δεύτερη αλλαγή είναι ότι ο νόμος Κατρούγκαλου έφερε ένα υβρίδιο ανάμεσα στο αναδιανεμητικό και το κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Και αυτό γιατί ενώ τυπικά ως προς τη χρηματοδότηση το σύστημα παρέμεινε κεφαλαιοποιητικό, εισήχθη η έννοια του οιονεί ατομικού λογαριασμού για τον υπολογισμό των τελικών παροχών που παραπέμπει στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα.
Την ίδια ώρα ο νόμος Κατρούγκαλου, επειδή ήταν μια μεγάλη δομική αλλαγή, κληροδότησε ένα πλήθος προβλημάτων ως προς την εφαρμογή που ακόμη δεν έχουν επιλυθεί, κύρια ως προς τον υπολογισμό και κατά συνέπεια ως προς τη μετάβαση από τις προσωρινές στις κανονικές συντάξεις.
Αναλογιστικά, το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δείχνει να είναι σε καλή κατάσταση, κύρια επειδή έχουν πλέον ενσωματωθεί οι μειώσεις συντάξεων αλλά και σταμάτησε το κύμα συνταξιοδοτήσεων που υπήρξε τα προηγούμενα χρόνια.
Ο ερχομός των κεφαλαιοποιητικών επικουρικών συντάξεων
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει ανακοινώσει την καθιέρωση ενός νέου συστήματος κεφαλαιοποιητικών επικουρικών συντάξεων. Οι βασικές παράμετροι του νέου συστήματος, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας Real της Κυριακής 18/08, είναι οι ακόλουθες και έχει συγκροτηθεί ειδική ομάδα εργασίας.
1. Η νέα επικουρική θα αφορά μόνο στους νέους ασφαλισμένους, δηλαδή όσους μπαίνουν στην αγορά εργασίας από 1/1/2021.
2. Η νέα επικουρική είναι υποχρεωτική για όλους.
3. Οι εισφορές παραμένουν στα σημερινά επίπεδα.
4. Κάθε ασφαλισμένος θα έχει τον ατομικό του λογαριασμό στο ΕΤΕΑΕΠ.
5. Το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών θα αναμορφωθεί και θα αναβαθμιστεί, προκειμένου να διαχειρίζεται τη νέα επικουρική, όντας ταυτόχρονα και ο δημόσιος πάροχος επενδυτικής στρατηγικής.
6. Εναλλακτικά, οι ασφαλισμένοι, με ατομική τους δήλωση, θα μπορούν να επιλέξουν άλλον επενδυτικό φορέα, μεταξύ λίστας αδειοδοτημένων και πιστοποιημένων φορέων και επαγγελματικών ταμείων.
7. Για πρώτη φορά θα δοθεί η δυνατότητα στον ασφαλισμένο να επιλέξει τον επενδυτικό φορέα αλλά και το μείγμα της παροχής, όπως, για παράδειγμα, εφάπαξ καταβολή ή μηνιαία σύνταξη, την ηλικία λήψης της νέας επικουρικής αλλά και την επενδυτική στρατηγική που θα ακολουθήσει.
8. Το ΕΤΕΑΕΠ θα είναι ο διαχειριστής των λογαριασμών. Η εποπτεία και ο έλεγχος του συστήματος ανατίθενται στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
9. Οι σημερινοί συνταξιούχοι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν τις σημερινές παροχές και οι σημερινοί ασφαλισμένοι θα παραμένουν στο σύστημα που ισχύει ήδη. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το σωρευτικό κόστος μετάβασης στα 40 χρόνια που χρειαστούν για την πλήρη εφαρμογή του δεν ξεπερνά το 0,5% του σωρευτικού ΑΕΠ.
Η διαμάχη για το νέο σύστημα
Γύρω από τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα του νέου συστήματος υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και μεταξύ των κομμάτων και μεταξύ των ειδικών της κοινωνικής ασφάλισης.
Οι υποστηρικτές του συνδυασμού κεφαλαιοποιητικών και αναδιανεμητικών συστημάτων υποστηρίζουν ότι με αυτό τον τρόπο θα μειωθούν οι εισφορές και θα ενισχυθεί η συνολική λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος. Υποστηρίζουν μάλιστα ότι ένα μέρος της ασφάλισης πρέπει να είναι ευθύνη και επιλογή του ασφαλισμένου, ώστε να μην επιφορτίζεται όλο το βάρος το κράτος.
Οι πολέμιοι του κεφαλαιοποιητικού συστήματος υποστηρίζουν ότι ανοίγει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η επένδυση των αποθεματικών (και των «ατομικών λογαριασμών») στις κεφαλαιαγορές ενέχει τον κίνδυνο σε περίπτωση νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης όπως αυτή του 2008-2009 να υπάρξουν τεράστιες απώλειες και αναφέρουν τα σχετικά παραδείγματα χωρών που μετά το 2008 επέστρεψαν ουσιαστικά σε αναδιανεμητικά συστήματα. Επιπλέον υποστηρίζουν ότι το κόστος μετάβασης θα είναι πολύ μεγάλο και ότι τελικά θα υπάρξει ακόμη μεγαλύτερη μείωση ή και συρρίκνωση των συντάξεων.