Στη σύνοδο κορυφής του G7, που ξεκινάει αύριο Σάββατο στο Μπιαρίτς της Γαλλίας, θα παραστεί και ο Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά αντί να επικεντρώνεται στα ζητήματα της συνόδου, η οποία θα διαρκέσει ως τη Δευτέρα, ο αμερικανός πρόεδρος σχολιάζει αρνητικά την απουσία της Ρωσίας. Το G8 έχει ξαναγίνει G7 από το 2014 διότι η συμμετοχή της Ρωσίας στο κλαμπ των πλουσιότερων χωρών του κόσμου ανεστάλη όταν η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία. «Θα ήταν πολύ καλύτερο να ξαναβάλουμε μέσα τη Ρωσία», δήλωσε ο Τραμπ αυτή την εβδομάδα.
«Όπως γνωρίζετε, τον περισσότερο καιρό ήταν G8 και περιλάμβανε τη Ρωσία. Και ο πρόεδρος Ομπάμα δεν επιθυμούσε να είναι μέσα η Ρωσία γιατί αποδείχτηκε πιο έξυπνη. Λοιπόν αυτός δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε πραγματικά να λειτουργεί», δήλωσε ο πρόεδρος μιλώντας σε δημοσιογράφους στον Λευκό Οίκο.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τραμπ ζήτησε να επιστρέψει η Ρωσία στο κλαμπ των πλουσιότερων χωρών. Είχε επαναλάβει τα ίδια και πέρσι, προτού αναχωρήσει για τη σύνοδο κορυφής του G7 στο Κεμπέκ. «Πρέπει να επιτραπεί στη Ρωσία να επιστρέψει. Μπορεί να μην ακούγεται πολιτικά ορθό, αλλά έχουμε έναν κόσμο να διοικήσουμε», είχε δηλώσει πέρσι.
Ο Τραμπ συνηθίζει να κάνει δηλώσεις και τοποθετήσεις υπέρ του Βλαντιμίρ Πούτιν, ακόμη και αν η κυβέρνησή του ή η πολιτική του έρχεται σε αντίθεση με εκείνη του ρώσου προέδρου. Η Washington Post χαρακτηρίζει «ανόητη» την ιδέα της επιστροφής της Ρωσίας στο G8 αλλά παραδέχεται ότι μπορεί να συμβεί. Το 2020, η σύνοδος κορυφής θα πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ και αυτό δίνει στον Τραμπ, ως οικοδεσπότη, μεγάλο περιθώριο κινήσεων.
Σύμφωνα με πηγές από τον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ σε πρόσφατο τηλεφώνημά του με τον Εμανουέλ Μακρόν πρότεινε να επαναπροσκληθεί η Ρωσία του χρόνου και ο γάλλος πρόεδρος συμφώνησε.
Η πρωτοβουλία αυτή του Τραμπ να επαναφέρει τη Ρωσία στην ομάδα των ισχυρότερων χωρών του κόσμου «βασίζεται στην ελλιπή κατανόηση της φύσης του G7 και της σύγχρονης Ρωσίας, και αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στο ενωμένο μέτωπο για την αντιμετώπιση των μεγαλύτερων παγκόσμιων προβλημάτων», έγραψε η Washington Post.
To G7 ιδρύθηκε στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου το 1973 με αμερικανική πρωτοβουλία. Θεωρητικά, συγκέντρωνε τις μεγαλύτερες προηγμένες οικονομίες του κόσμου αλλά στην πράξη βασιζόταν περισσότερο στις κοινές απόψεις των συμμετεχόντων για τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία, παρά στους αριθμούς των οικονομικών τους επιδόσεων.
Ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον θεώρησε το 1997 ότι έπρεπε να προσκληθεί και η Ρωσία, όπως και έγινε την επόμενη χρονιά.
Κατά την αμερικανική εφημερίδα, η συμμετοχή της Ρωσίας στο G8 δεν είχε ποτέ λογική. Ακόμη και σήμερα, το ρωσικό ΑΕΠ υπολείπεται του ΑΕΠ άλλων δημοκρατιών, όπως της Ινδίας ή της Βραζιλίας, και μόλις που ξεπερνά εκείνο της Νότιας Κορέας και της Αυστραλίας. Η Ρωσία, επίσης, κατατάσσεται στις «μη ελεύθερες» χώρες στην ετήσια λίστα του Freedom House, όπως και η Κίνα που έχει πολύ μεγαλύτερη οικονομία από τη ρωσική αλλά δεν συμμετείχε ποτέ στο G7.
Επί Τραμπ, το κύρος του G7 δέχτηκε πλήγμα. Έχοντας μια ανεπίσημη διαδικασία λήψης αποφάσεων, το G7 είναι ισχυρό μόνο όταν τα μέλη του είναι ευθυγραμμισμένα _ όπως όταν τα υπόλοιπα επτά μέλη του G8 ανέστειλαν την συμμετοχή της Ρωσίας το 2014.
Η ενότητα αυτή έχει πάει περίπατο σήμερα λόγω Τραμπ. Στην περσινή σύνοδο του G7 στο Κεμπέκ, ο αμερικανός πρόεδρος τσακωνόταν με τον καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, αποχώρησε νωρίτερα αποφεύγοντας τη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή και αργότερα αφαίρεσε την υπογραφή του από το κοινό ανακοινωθέν με το οποίο είχε αρχικά συμφωνήσει.