Είναι ομολογουμένως ένα από τα παράδοξα της τελευταίας δεκαετίας. Μπορεί να είχαμε σημαντικές κυβερνητικές εναλλαγές, όμως εδώ και κοντά μία δεκαετία δύο δείχνουν να είναι οι σταθερές της ελληνικής πολιτικής ζωής. Τα μνημόνια και ο φιλοαμερικανικός προσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Και εάν τα μνημόνια μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι επιβλήθηκαν, σε σχέση με την αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ είναι εντυπωσιακή η σύμπτωση απόψεων ανάμεσα στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και αυτή της ΝΔ. Και η σύμπτωση γίνεται πιο εντυπωσιακή, καθώς υποτίθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κληρονόμος του παραδοσιακού αντιαμερικανισμού της ελληνικής αριστεράς, που άλλωστε έχει βαθιές ρίζες που ανάγονται στην καθοριστική συμβολή των ΗΠΑ στην τελική έκβαση του Εμφυλίου Πολέμου.
Παρ’ όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να αναβαθμίσει τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, κάτι που φάνηκε και από τον τρόπο που σε σχέση με τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επέλεξε την πολιτική της αναβαθμισμένης συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, δύο χώρες που επίσης εντάσσονται σήμερα στον άξονα στρατηγικών συμμαχιών των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.
Η κυβέρνηση της ΝΔ ούτως ή άλλως είχε κάνει σαφή την τοποθέτησή της σε έναν ατλαντικό (και ευρωατλανικό) προσανατολισμό, άλλωστε διεκδικεί να είναι η παράταξη που ιστορικά υποστήριξε μια τέτοια κατεύθυνση. Σε αυτό το φόντο είναι που δείχνει κατεξοχήν να έχει επενδύσει στην ακόμη μεγαλύτερη αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ ως τη βασική γεωπολιτική μεθοδολογία για την αντιμετώπιση των αυξημένων τουρκικών «προβολών ισχύος», με αποκορύφωμα την έμπρακτη αμφισβήτηση από την Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Κυπριακή ΑΟΖ αλλά και τις δηλώσεις αμφισβήτησης από την Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Η νέα ελληνοαμερικανική αμυντική σχέση και η νέα συμφωνία για τις βάσεις
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σε εξέλιξη ο Στρατηγικός Διάλογος Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πρώτος γύρος έλαβε χώρα τον περασμένο Δεκέμβριο στην Ουάσιγκτον και τώρα προετοιμάζεται ο δεύτερος γύρος, πιθανώς τον Οκτώβριο, στην Αθήνα και με επικεφαλής τον ίδιο τον αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο.
Η διαδικασία αυτή διαλόγου συμπίπτει με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης για μια επικαιροποιημένη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας. Η τρέχουσα συμφωνία υπογράφτηκε το 1990 και ήταν αυτή που παρέτεινε και τη λειτουργία των σημερινών αμερικανικών βάσεων. Βέβαια τότε ήταν η αρχή της μεταψυχροπολεμικής περιόδου και οι ΗΠΑ επεδίωξαν να περιορίσουν τις εκτεταμένες βάσεις που είχαν στο εξωτερικό.
Σήμερα, όμως, είμαστε σε μια νέα φάση, που από πολλούς έχει περιγραφεί ως «Νέος Ψυχρός Πόλεμος», που εκφράζεται και στη νέα κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία – και σε ένα διαφορετικό επίπεδο και με την Κίνα.
Σε αυτό το φόντο η διαπραγμάτευση για τη νέα συμφωνία επικεντρώνεται στους όρους με τους οποίους θα διατηρηθεί και θα αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο η αμερικανική παρουσία στη βάση της Σούδας, που έχει εξελιχθεί σε συνολικό κρίσιμο κόμβο για την αμερικανική αεροναυτική παρουσία σε μία ευρύτερη περιοχή, για την παγίωση και επέκταση της χρήσης της Λάρισας ως μίας βάσης για τα αμερικανικά μη επανανδρωμένα αεροσκάφη, η χρήση των οποίων ολοένα και αναβαθμίζεται, για την χρήση από τις ΗΠΑ και των εγκαταστάσεων στο Στεφανοβίκειο, αλλά και για την χρήση από το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, εξαιτίας και της στρατηγικής του θέσης.
Όλα αυτά, όπως συμβαίνει και σε αυτές τις περιπτώσεις, περνούν και μέσα από τη συζήτηση για πιθανά ανταλλάγματα και σε επίπεδο εξοπλισμών για την Ελλάδα, από την επίλυση των ζητημάτων δικαιοδοσίας που πάντοτε προκύπτουν όταν μιλάμε για ξένες στρατιωτικές βάσεις αλλά και για επιμέρους ζητήματα, όπως π.χ. ο συνδυασμός ανάμεσα στη αμυντική χρήση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης με τα σχέδια ιδιωτικοποίησης και αναβάθμισής του.
Γι’ αυτό το λόγο και παρότι το κλίμα δείχνει να είναι θετικό και από τις δύο πλευρές, δεν είναι βέβαιο ότι θα συναφθεί τόσο γρήγορα η νέα συμφωνία, που όπως και η προηγούμενη πρέπει να έρθει προς κύρωση στην Ελληνική Βουλή, και είναι πιθανό να επιλεγεί η παράταση της ισχύουσας συμφωνίας, ώστε να δοθεί χρόνος για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Ο νέος γεωπολιτικός σχεδιασμός των ΗΠΑ και η Ελλάδα
Όλα αυτά πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα των μετατοπίσεων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής το τελευταίο διάστημα. Όπως έχει σχολιαστεί πολλές φορές, οι ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια μετατοπίζονται σε μια νεοψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αλλά και την Κίνα, έστω και χωρίς το χαρακτήρα «αντιπαράθεσης συστημάτων», αφού όλες οι χώρες συμμετέχουν στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά. Αυτό στηρίζεται στην εκτίμησή τους ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στις ρωσικές αμυντικές δυνατότητες, που παραμένουν αυτές μιας πυρηνικής υπερδύναμης και την κινεζική οικονομική ισχύ, πρόκειται να αμφισβητήσει μεσοπρόθεσμα την ηγεμονία τους στο διεθνές σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο, προσανατολίζονται σε μια προσπάθεια να διαμορφώσουν ένα είδος «υγειονομικής ζώνης» κρατών και αμυντικών βάσεων σε μια ευρεία ζώνη που ξεκινά από την Πολωνία και φτάνει μέχρι τη χώρα μας. Σε αυτό παραπέμπει και η χρήση του όρου «συνοριακά κράτη» (frontier states).
Ούτε είναι τυχαίες άλλες ενέργειες των ΗΠΑ όπως είναι η εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστοιχιών στην Πολωνία ή την Ρουμανία αλλά και τελικά η απόφασή τους για αποχώρηση από τη συμφωνία για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς, κίνηση που παραπέμπει σαφώς και σε μια νέα και επικίνδυνη «κούρσα των εξοπλισμών».
Αντίστοιχα, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και μια σειρά από άλλες «μονομερείς» ενέργειες των ΗΠΑ. Για παράδειγμα η τρέχουσα ένταση στις σχέσεις με το Ιράν ήρθε σε μεγάλο βαθμό με πρωτοβουλία των ΗΠΑ που όχι μόνο αποχώρησαν από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και προχώρησαν μονομερώς σε επιβολή κυρώσεων, παρά τη διαφωνία της ΕΕ, της Ρωσίας και της Κίνας, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που προσπαθεί να τις κάνει δεσμευτικές και για χώρες που δεν έχουν ενεργό καθεστώς κυρώσεων κατά του Ιράν. Οι πρόσφατες εξελίξεις με το ιρανικό δεξαμενόπλοιο στη Μεσόγειο είναι πολύ χαρακτηριστικές.
Θα ήταν, επίσης, λάθος να θεωρήσουμε ότι όλα αυτά αποτελούν κινήσεις κυρίως της κυβέρνησης Τραμπ. Η στρατηγική του «νέου Ψυχρού Πολέμου» κατεξοχήν προωθήθηκε και επί της κυβέρνησης Ομπάμα και έχει διακομματική συναίνεση, ενώ το ίδιο ισχύει και για την επιθετικότητα έναντι του Ιράν.
Οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν τις σχέσεις με την Ελλάδα αλλά δεν εγκαταλείπουν τη συνεργασία με την Τουρκία
Η προσπάθεια αναβάθμισης των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ελλάδα δεν σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον έχει αποφασίσει να προχωρήσει σε ρήξη με την Τουρκία. Παρότι υπάρχουν φωνές στις ΗΠΑ που τείνουν να υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να υπάρξει μεγαλύτερη ρήξη με την Τουρκία και επικέντρωση στη συνεργασία με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, φαίνεται ότι η βασική αμερικανική γραμμή είναι να μην διαρραγούν οι σχέσεις με μια τόσο κρίσιμη στρατηγική σύμμαχο, παρά το πρόβλημα που δημιούργησε η αμερικανική συνεργασία με τις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής στην πάλη κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Μάλιστα, κατεξοχήν οπαδός αυτής της άποψης είναι ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, όπως φάνηκε και από το χειρισμό του στο ζήτημα των κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας για την προμήθεια των ρωσικών συστοιχιών S-400. Οι τελευταίες εξελίξεις με την καταρχήν συμφωνία ανάμεσα σε Τουρκία και ΗΠΑ για τη διαμόρφωση «ζώνης ασφαλείας» εντός του συριακούς εδάφους απέναντι στους Κούρδους είναι ενδεικτικές από αυτή την άποψη.
Αντίστοιχα, παρότι έχει γίνει σαφές ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν την αναβάθμιση της συνεργασίας της Ελλάδας, της Κύπρου, του Ισραήλ και της Αιγύπτου και στον ενεργειακό τομέα και ότι ζητούν από την Τουρκία να μην προχωράει σε προκλήσεις, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι οι ΗΠΑ «νομιμοποιούν» έναν «αντιτουρκικό άξονα». Αντίθετα, η αμερικανική θέση δείχνει να είναι ότι η Τουρκία δεν πρέπει τελικά να μείνει έξω από την ευρύτερη εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην περιοχή.