Όταν κάτι επαναλαμβάνεται δύο φορές, τότε παύει να είναι ακριβώς σύμπτωση. Ο λόγος για τις δύο διαδοχικές επιθέσεις που δέχτηκε ο Πάνος Σκουρλέτης τις τελευταίες μέρες. Και μπορεί την Πέμπτη να έγινε προσπάθεια να πέσουν οι τόνοι και να θαφτεί το τσεκούρι του πολέμου, όμως, στον ΣΥΡΙΖΑ ο εμφύλιος είναι προ των θυρών.
Ο πρώτος λόγος της επίθεσης στον Σκουρλέτη ήρθε από ένα άρθρο του Γ. Λακόπουλου. Παρότι ο συντάκτης δεν προέρχεται από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι γνωστό ότι απηχεί απόψεις που εντάσσονται στη λογική ότι η ανασυγκρότηση της «προοδευτικής παράταξης» ή μιας νέας «κεντροαριστεράς» θα λάβει χώρα κατά βάση γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το συγκεκριμένο άρθρο έκανε οξύτατη επίθεση στο γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ, καταλογίζοντάς του κατά βάση πολιτική ανικανότητα, με ιδιαίτερη έμφαση στην κατηγορία ότι η αντίληψή του για το κόμμα δεν αντιστοιχεί σε ένα κόμμα του 31,5% , ενώ του χρέωνε και τις κακές επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές, εφόσον ο Πάνος Σκουρλέτης εκ της θέσεώς του είχε σημαντικό ρόλο στην επιλογή των υποψηφίων που στήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Σκουρλέτης θα απαντήσει με συνέντευξή του στην οποία θα υποστηρίξει ότι ««Δεν θέλουμε followers, θέλουμε μέλη τα οποία θα έχουν μια ουσιαστική σχέση με την πολιτική, να συνδιαμορφώνουν τα πράγματα», ορίζοντας το πεδίο της διαφωνίας στην οργανωτική φυσιογνωμία που πρέπει να έχει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
Όμως, δεν θα αργήσει να έρθει το δεύτερο χτύπημα, από έναν άνθρωπο, πάλι προερχόμενο από το χώρο του Τύπου, αλλά αυτή τη φορά πολύ πιο οργανικά συνδεδεμένου με τον πολιτικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, αφού ηγείται ενός από τα βασικά φιλο-ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ. Αναφερόμαστε στον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη που ανέλαβε να απαντήσει στον Πάνο Σκουρλέτη με άρθρο του.
Παρότι ο Βαξεβάνης δεν διαλέγει τους απαξιωτικούς τόνους για το πρόσωπο του Σκουρλέτη που είχε διαλέξει ο Λακόπουλος, εντούτοις δεν παύει να είναι ιδιαίτερα πολεμικός. Υποστηρίζει έτσι ότι «αν πρέπει λοιπόν να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα είναι πως το νέο κόμμα χρειάζεται και followers και like και retweet για να επιβιώσει. Τα κόμματα δεν παράγουν ιδέες και πολιτικές για τον εαυτό τους αλλά για την κοινωνία την οποία οφείλουν να υπηρετούν. Και φυσικά οφείλουν να μην αντικαθιστούν την ουσία της πολιτικής με λεκτικές περικοκλάδες που φαντάζουν εύσημα για τον εκφραστή τους. Το διαδίκτυο δεν θα κρίνει την πολιτική, αλλά ο κόσμος που θα ασχοληθεί με την πολιτική είναι στο διαδίκτυο, όχι σε κάποιο «πεζοδρόμιο» περιμένοντας τον πεφωτισμένο μπουρδολόγο».
Ουσιαστικά ο Βαξεβάνης χρεώνει στον Σκουρλέτη «παλαιοκομμουνιστική» νοοτροπία και αντίληψη υποστηρίζοντας ότι «όσοι σκέφτονται με όρους κομματικών γραφείων, κομματικών μελών που είναι ένα είδος ηρωικών ερημιτών που δεν τους αφουγκράζεται η κοινωνία και ιστορικής νομοτέλειας για την επικράτηση του (αριστερού) καλού, θα έχουν την τύχη των κατά καιρούς Λαφαζάνηδων ενώ η κοινωνία θα ζει στην εικονική και καταστροφική ευωχία της».
Ο ρόλος του Νίκου Παππά
Άνθρωποι με γνώση των πραγμάτων του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ότι τέτοιες συντονισμένες επιθέσεις δεν είναι τυχαίες, ούτε αποτελούν μεμονωμένες «πρωτοβουλίες». Δεν είναι λίγοι αυτοί που βλέπουν τον Νίκο Παππά πίσω από αυτές τις επιθέσεις. Και αυτό όχι μόνο γιατί ο τέως υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής είναι κατεξοχήν οπαδός της ανάγκης να διευρυνθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να αλλάξει ριζικά οργανωτική φυσιογνωμία, αλλά και γιατί από παλιά δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις με συγκεκριμένα κομμάτια του κομματικού μηχανισμού.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Παππάς, που κυρίως αναδείχτηκε ως διευθυντής του γραφείου του Αλέξη Τσίπρα όταν ανέλαβε την αρχηγεία του ΣΥΡΙΖΑ, είχε βρεθεί από νωρίς στο στόχαστρο για το πώς το «γραφείο προέδρου» λειτουργούσε ως αποκομμένος μηχανισμός. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι η τάση των «53» (μετά το 2015 «53+») πήρε το όνομά της από ένα κείμενο 53 μελών της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που την επαύριον των Ευρωεκλογών του 2014 είχαν ασκήσει κριτική σε πρακτικές και νοοτροπίες που κατεξοχήν τις χρέωναν στον Νίκο Παππά.
Αλλά και αργότερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Νίκος Παππάς θα συγκρουστεί, με βαριές κουβέντες μάλιστα, με τον Νίκο Φίλη, όταν ο τελευταίος πρακτικά τον κατηγόρησε ότι η αντίληψη του για την ΕΡΤ παραπέμπει στις λογικές που οδήγησαν στο «μαύρο» του 2013. Ο Νίκος Φίλης είναι γνωστό ότι μαζί με τον Νίκο Βούτση αλλά και τον Πάνο Σκουρλέτη – και οι τρεις προέρχονται από τον «Ρήγα Φεραίο»– μοιράζονται κοινές τοποθετήσεις και διεκδικούν να εκπροσωπούν την «αριστερή συνείδηση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η σύγκρουση απόψεων στον ΣΥΡΙΖΑ
Όλα αυτά προφανώς έχουν να κάνουν με την πορεία προς το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την ίδια τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ. Δύο βασικές σχολές σκέψεις συγκρούονται.
Η πρώτη είναι αυτή στην οποία παρέπεμψε και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του παραμονές των εκλογών. Είναι η λεγόμενη θεωρία των «δανεικών ψήφων». Σύμφωνα με αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 (αλλά και κατ’ επέκταση και το 2019) κέρδισε επειδή «δανείστηκε» ψήφους που δεν ανήκαν στην παράδοση της ριζοσπαστικής αριστεράς αλλά προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ. Τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετασχηματιστεί ώστε να αντιστοιχηθεί στην πραγματική εκλογική του βάση και αυτό εξηγεί την επιμονή τοποθέτηση του Αλέξη Τσίπρα ότι χρειάζεται μεγάλη μαζικοποίηση και ότι αντιστοιχούν στον ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον 150.000 μέλη.
Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται και η πρόταση για εκλογή του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από την κομματική βάση. Σύμφωνα με αυτή τη σχολή σκέψης, μια τέτοια διαδικασία θα επέτρεπε σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους να προσεγγίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, να εγγραφούν μέλη, να συνδεθούν οργανωτικά, μέλη που κανονικά δεν θα έρχονταν σε μια παραδοσιακή συνεδριακή διαδικασία με συζητήσεις στις οργανώσεις βάσης, ψηφοφορίες επί των θέσεων, εκλογή αντιπροσώπων και προσυνεδριακό διάλογο.
Αυτή είναι η προσέγγιση που ουσιαστικά χαρακτήρισε «κόμμα followers» ο Πάνος Σκουρλέτης. Και αυτή την προσέγγιση στοχοποίησε ο τέως Πρόεδρος της Βουλής όταν μίλησε «για ρηχές αναλύσεις περί πασοκοποίησης και περί “δανεικών” ψήφων». Ουσιαστικά, η δεύτερη σχολή σκέψης επιμένει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μαζικοποιηθεί ξανά αλλά ως κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, χωρίς μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές εκπτώσεις και με έμφαση στην ουσιαστική συζήτηση και συμμετοχή όλων των μελών.
Αυτή η σχολή σκέψης αποκτά ιδιαίτερη σημασία και για την τάση των «53+» που θεωρεί ότι στην πραγματικότητα ο απολογισμός της διακυβέρνησης και η αποτίμηση των ευθυνών που οδήγησαν στην ήττα στις εκλογές οφείλει να οδηγήσει σε μια «αριστερή στροφή» του ΣΥΡΙΖΑ και σε μια εκ νέου αποσαφήνιση τόσο ενός αριστερού προγραμματικού πλαισίου που να τροφοδοτεί και την αντιπολιτευτική δουλειά του ΣΥΡΙΑΖΑ, αλλά και σε μια εκ νέου επένδυση στην οικοδόμηση μαζικών κινημάτων με αφορμή και τα μέτρα που θα πάρει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Είναι σαφές ότι η ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα, συμπεριλαμβανομένων και των νεώτερων στελεχών που είναι πολιτικά κοντά του, αν και όχι πάντα με τις καλύτερες σχέσεις με τον Νίκο Παππά, όπως π.χ. ο Δ. Τζανακόπουλος, όπως και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούν ότι είναι ανάγκη να γίνει το μεγάλο άνοιγμα, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει ότι θα μειωθεί η βαρύτητα του παραδοσιακού κομματικού μηχανισμού.
Ο αντίλογος είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκτινάχθηκε εκλογικά και μπόρεσε να φτάσει στην εξουσία, όχι επειδή διευρύνθηκε προκαταβολικά, αλλά ακριβώς επειδή ήταν ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα, με φυσιογνωμία ανταγωνιστική προς αυτή των παραδοσιακών συστημικών κομμάτων και έτσι μπόρεσε να καλύψει ήδη από το 2012 ένα κρίσιμο πολιτικό κενό, αλλάζοντας τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού.
Γιατί επικεντρώνουν στον Σκουρλέτη
Μέσα σε όλα αυτά η επικέντρωση στον Πάνο Σκουρλέτη στηρίζεται σε δύο βασικές στοχεύσεις. Καταρχάς αντιμετωπίζεται ως «αδύναμος κρίκος» της «αντίπερα όχθης» εφόσον του χρεώνουν τα υπαρκτά οργανωτικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένης της κακής κατάστασης στη νεολαία, το συνδικαλιστικό και την αυτοδιοίκηση. Από την άλλη, ο ρόλος του στην πορεία προς το συνέδριο και στο πώς θα οργανωθεί είναι αντικειμενικά σημαντικός, ιδίως όταν φαίνεται ότι η συζήτηση θα επικεντρωθεί και σε οργανωτικά ζητήματα.
Σε όλο αυτό το φόντο, ο ρόλος και η θέση του Αλέξη Τσίπρα δεν αμφισβητείται. Άλλωστε, αυτός κυρίως πιστώνεται το 31,5% ιδίως από τη στιγμή που ανέλαβε μεγάλο βάρος της κεντρικής προεκλογικής εκστρατείας του κόμματος, την ώρα που άλλα στελέχη απλώς έδιναν τη «μάχη του σταυρού».
Όμως είναι σαφές όσο συνειδητοποιούν την ήττα στον ΣΥΡΙΖΑ, τόσο περισσότερο καταγράφονται αποκλίνουσες τοποθετήσεις και για τα αίτιά της αλλά – και κυρίως – για την προοπτική του κόμματος στην ούτως ή άλλως δύσκολη διαδικασία προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται.