Οι τράπεζες της Ευρωζώνης θα έχουν περισσότερο χρόνο να σχηματίζουν προβλέψεις για μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενέδωσε στην πίεση των Βρυξελλών να χαλαρώσει τους σχετικούς κανόνες της.
Οι τράπεζες θα έχουν πλέον προθεσμία τριών ετών για να σχηματίσουν προβλέψεις για μη εξασφαλισμένα «κόκκινα» δάνεια, εννέα ετών αν αυτά έχουν ακίνητο ως ενέχυρο και επτά ετών για άλλες μορφές ενεχύρων, σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Ουσιαστικά η κεντρική ευρωτράπεζα ευθυγραμμίζεται με το χρονικό πλαίσιο του κανονισμού που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Απρίλιο.
Η απόφαση αυτή του νέου επικεφαλής του μηχανισμού εποπτείας της ΕΚΤ, Αντρέα Ενρία, τερματίζει τη διετή διαφωνία της Φρανκφούρτης με τις Βρυξέλλες, σε ένα ζήτημα πολλών δισ. ευρώ, που είναι εν πολλοίς «κληροδότημα» της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 και της κρίσης χρέους και βαθύτατης ύφεσης, που ακολούθησε.
Το προηγούμενο, πιο αυστηρό, χρονικό πλαίσιο της ΕΚΤ είχε οδηγήσει στην οργισμένη αντίδραση τραπεζών και ευρωβουλευτών, ιδιαίτερα από την Ιταλία.
Ωστόσο, οι επόπτες της ΕΚΤ διατήρησαν το δικαίωμα να θέτουν διαφορετικούς στόχους ανά τράπεζα, «αν οι συγκεκριμένες περιστάσεις πράγματι το επιβάλλουν».
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν μειώσει σχεδόν στο μισό τον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους από το 2015. Ωστόσο, το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων σε σχέση με το σύνολό τους είναι ακόμη 41,4% στην Ελλάδα, 21,3% στην Κύπρο, 11,5% στην Πορτογαλία και 8,4% στην Ιταλία.
Αναλυτικά η απόφαση της ΕΚΤ
H Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναθεωρεί τις εποπτικές προσδοκίες της όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων από τις τράπεζες για νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (ΜΕΑ), λαμβάνοντας υπόψη έναν νέο κανονισμό της ΕΕ, που ισχύει από τις 26 Απριλίου.
Συγκεκριμένα, το πεδίο εφαρμογής των εποπτικών προσδοκιών της ΕΚΤ για νέα ΜΕΑ θα περιορίζεται στα ΜΕΑ τα οποία προκύπτουν από δάνεια που δημιουργήθηκαν πριν από τις 26 Απριλίου 2019, ενώ τα ΜΕΑ που προκύπτουν από δάνεια που δημιουργήθηκαν από τις 26 Απριλίου 2019 και μετά θα αντιμετωπίζονται με βάση τον νέο κανονισμό της ΕΕ και η ΕΚΤ θα εξετάζει με προσοχή τους κινδύνους που προκύπτουν από αυτά.
Η ΕΚΤ σημειώνει ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των σημαντικών τραπεζών της Ευρωζώνης μειώθηκαν στο τέλος Μαρτίου του 2019 κατά το μισό περίπου σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2014 – στα 587 δισ. ευρώ από περίπου 1 τρισ. ευρώ – αλλά «θεωρεί ζήτημα υψίστης σημασίας την περαιτέρω μείωση του επιπέδου των ΜΕΔ, ούτως ώστε το ζήτημα να επιλυθεί εγκαίρως όσο οι οικονομικές συνθήκες εξακολουθούν να είναι ευνοϊκές».
Αναλυτικά, η ΕΚΤ αναφέρει τα εξής στην ανακοίνωσή της:
«Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε να αναθεωρήσει τις εποπτικές προσδοκίες της όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων προληπτικού χαρακτήρα για νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) οι οποίες προσδιορίζονται στο «Συμπλήρωμα του εγγράφου κατευθύνσεων της ΕΚΤ προς τις τράπεζες για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια» (εφεξής το «Συμπλήρωμα»). Η ΕΚΤ προχώρησε στην απόφαση αυτή αφού έλαβε υπόψη την έκδοση ενός νέου κανονισμού της ΕΕ στον οποίο περιγράφεται η αντιμετώπιση των ΜΕΑ βάσει του Πυλώνα 1. Ο νέος κανονισμός, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 26 Απριλίου 2019, λειτουργεί συμπληρωματικά προς τους υφιστάμενους κανόνες προληπτικού χαρακτήρα και προϋποθέτει αφαίρεση ποσού από τα ίδια κεφάλαια όταν τα ΜΕΑ δεν καλύπτονται επαρκώς από προβλέψεις ή άλλες προσαρμογές.
Η αναθεώρηση είναι αποτέλεσμα της δέσμευσης της ΕΚΤ να επανεξετάσει τις εποπτικές προσδοκίες για νέα ΜΕΑ μετά την ολοκλήρωση του νέου κανονισμού για την αντιμετώπιση των ΜΕΑ βάσει του Πυλώνα 1. Προκειμένου η αντιμετώπιση των ΜΕΑ να είναι πιο ομοιογενής, οι εποπτικές προσδοκίες που είχαν ανακοινωθεί στο Συμπλήρωμα μεταβλήθηκαν ως ακολούθως.
Πρώτον, το πεδίο εφαρμογής των εποπτικών προσδοκιών της ΕΚΤ για νέα ΜΕΑ θα περιορίζεται στα ΜΕΑ τα οποία προκύπτουν από δάνεια που δημιουργήθηκαν πριν από τις 26 Απριλίου 2019, τα οποία δεν υπόκεινται σε αντιμετώπιση βάσει του Πυλώνα 1. Τα ΜΕΑ που προκύπτουν από δάνεια που δημιουργήθηκαν από τις 26 Απριλίου 2019 και μετά θα υπόκεινται σε αντιμετώπιση βάσει του Πυλώνα 1, ενώ η ΕΚΤ θα εξετάζει με τη δέουσα προσοχή τους κινδύνους που προκύπτουν από αυτά.
Δεύτερον, τα σχετικά χρονοδιαγράμματα σχηματισμού προβλέψεων προληπτικού χαρακτήρα, η σταδιακή πορεία προς την πλήρη εφαρμογή και ο διαχωρισμός των εξασφαλισμένων ανοιγμάτων καθώς και η αντιμετώπιση των ΜΕΑ που είναι εγγυημένα ή ασφαλισμένα από επίσημο οργανισμό εξαγωγικών πιστώσεων έχουν ευθυγραμμιστεί με την αντιμετώπιση ΜΕΑ βάσει του Πυλώνα 1 όπως ορίζεται στον νέο κανονισμό της ΕΕ.
Όλες οι άλλες πτυχές, συμπεριλαμβανομένων ειδικών περιστάσεων, που μπορεί να καθιστούν τις προσδοκίες για τον σχηματισμό προβλέψεων προληπτικού χαρακτήρα μη ενδεδειγμένες για συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο/άνοιγμα, παραμένουν όπως περιγράφονται στο Συμπλήρωμα.
Οι εποπτικές προσδοκίες για το απόθεμα των ΜΕΑ (δηλαδή, των δανείων που ταξινομήθηκαν ως ΜΕΑ στις 31 Μαρτίου 2018) παραμένουν αμετάβλητες, όπως ανακοινώθηκε στις επιστολές για τη Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης οι οποίες στάλθηκαν στις τράπεζες, καθώς και στο σχετικό δελτίο Τύπου τον Ιούλιο του 2018.
Κατά την έναρξη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ, τον Νοέμβριο του 2014, τα σημαντικά ιδρύματα διακρατούσαν ΜΕΔ ύψους 1 τρισεκ. ευρώ περίπου. Μέχρι το τέλος Μαρτίου του 2019 το ύψος των ΜΕΔ είχε μειωθεί κατά το μισό περίπου, σε 587 δισεκ. ευρώ (λόγος ΜΕΔ 3,7%). Παρά την πρόσφατη πρόοδο, η ΕΚΤ θεωρεί ζήτημα υψίστης σημασίας την περαιτέρω μείωση του επιπέδου των ΜΕΔ, ούτως ώστε το ζήτημα να επιλυθεί εγκαίρως όσο οι οικονομικές συνθήκες εξακολουθούν να είναι ευνοϊκές».
(με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, Reuters)