Η προηγούμενη κυβέρνηση του κ.Τσίπρα καθυστερούσε συστηματικά τις προβλεπόμενες από το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης – που σημειωτέον η ίδια είχε αποδεχτεί και συμφωνήσει – μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, γιατί απλούστατα δεν πίστευε σε αυτές, τις απέκρουε ως νεοφιλελεύθερες και έθετε συνεχώς εμπόδια στην εφαρμογή τους.

Χαρακτηριστική ήταν η εναντίωσή της στα όποια μέτρα φιλελευθεροποίησης της αγοράς εργασίας.

Ο κ.Τσίπρας δεν πίστευε στην κινητικότητα και ελευθερία της αγοράς εργασίας, την αντιμετώπιζε ως βάση εκμετάλλευσης των εργαζομένων και γι’ αυτό αρνιόταν συστηματικά τα σχετικά μέτρα.

Μετά τον Αύγουστο του 2018, όταν ελευθερώθηκε ως ένα βαθμό από την αυστηρή εποπτεία της οικονομικής πολιτικής και θεώρησε ότι η κυβέρνησή του απηλλάγη από τις σκληρές υποχρεώσεις του, δικού του, τρίτου μνημονίου, επιχείρησε να αναιρέσει πλευρές του προγράμματος και ειδικότερα εκείνες που αφορούσαν την αγορά εργασίας.

Προσπάθησε ουσιαστικά να θέσει έμμεσα εμπόδια στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας και στη βάση αυτής της πολύ συγκεκριμένης πολιτικής επιλογής, η τότε υπουργός Απασχόλησης κυρία Εφη Αχτσιόγλου, επέβαλε το μέτρο της αιτιολογημένης απόλυσης.

Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας από την πλευρά της έκρινε ότι το μέτρο υπονομεύει τη μείζονα γι’ αυτήν διαρθρωτική αλλαγή της ελεύθερης αγοράς εργασίας και έσπευσε να ακυρώσει το συγκεκριμένο μέτρο.

Ωστόσο, δεν υπεράσπισε την απόφασή της με όρους καθαρά πολιτικούς και ιδεολογικούς, όπως πραγματικά συμβαίνει, παρά με ενδιάμεσα πολιτικάντικα επιχειρήματα, ότι δήθεν επεμβαίνει με σκοπό να προστατεύσει τους εργαζόμενους, ώστε να μην διασύρονται στα δικαστήρια και μέσω των ηλεκτρονικών αρχείων του υπουργείου Εργασίας όσοι χάνουν τη δουλειά τους.

Μπορεί κανείς να πει ότι η ηγεσία του υπουργείου Απασχόλησης πολιτεύεται φοβικά και ενοχικά και γι’ αυτό εγκαλείται σήμερα.

Επειδή δεν αναλαμβάνει με τρόπο σαφή και καθαρό την πολιτική ευθύνη της επιλογής της.

Οφειλε να δηλώσει εξ΄ αρχής ότι το μέτρο της αιτιολογημένης απόλυσης θίγει πρώτα και κύρια την ελευθερία της αγοράς εργασίας και γι’ αυτό καταργείται.

Καθαρές κουβέντες, καθαρές και ευθείες πολιτικές , όπως αρμόζουν σε κυβερνήσεις πραγματικά μεταρρυθμιστικές.

ΤΟ ΒΗΜΑ