Εφθασε το τέλος του ελληνικού «εξαιρετισμού» (exceptionalism) ως μιας κυρίαρχης τάσης του ελληνικού χώρου; Οσο δυσάρεστο κι αν είναι, όσο κι αν ορισμένοι αναλυτές το αρνούνται, το φαινόμενο υπήρξε πραγματικό και καθοριστικό για την ελληνική συμπεριφορά, διαδικασία οικοδόμησης σχέσεων και ειδικότερα διαμόρφωσης των εξωτερικών σχέσεων και πολιτικής της χώρας αλλά και διαμόρφωσης του ελληνικού σχηματισμού γενικότερα. Και το φαινόμενο αυτό λέγεται ελληνικός εξαιρετισμός. Ή με άλλα λόγια το γεγονός ότι η χώρα ή ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ και μέρος των κοινωνικών στρωμάτων θεώρησαν πως η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερη, εξαιρετική περίπτωση στο παγκόσμιο σύστημα. Η θεώρηση-αντίληψη αυτή «πήγαινε» πολύ πιο πέρα από την απλή αναγνώριση ότι η κάθε χώρα ως εθνική οντότητα συνιστά λίγο-πολύ μια ξεχωριστή περίπτωση με ειδικότερα πολιτιστικά, ταυτοτικά χαρακτηριστικά. «Πήγαινε» προς την κατεύθυνση της εννοιολόγησης της Ελλάδας ως «υπερέχουσας, περιούσιας χώρας» λόγω βεβαίως του κλασικού πολιτισμού που «έδωσε τα φώτα στην ανθρωπότητα» και χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε ίσως – σε μια ακραία εκδοχή – σύγχρονος πολιτισμός («όταν η Ελλάδα έχτιζε Παρθενώνες, οι άλλοι ήσαν στα δένδρα, έτρωγαν βαλανίδια» κατά τη γνωστή διατύπωση). Η εννοιολόγηση βεβαίως αυτή κατέληξε στον ελληνοκεντρισμό, στην πρόσληψη της Ελλάδας ως του «κέντρου του κόσμου» ή του «ομφαλού της Γης».
Η πρόσληψη αυτή παρήγαγε δύο βασικές και εξόχως ζημιογόνες συνέπειες: πρώτον, θεωρούσαμε ότι επειδή η Ελλάδα ήταν η υπερέχουσα χώρα, το κέντρο του κόσμου, η υπόλοιπη ανθρωπότητα όφειλε να γνωρίζει τα προβλήματά της, να τη στηρίζει και να της συμπαραστέκεται, να την προστατεύει ενίοτε (όθεν και οι «προστάτιδες δυνάμεις»). Θεωρούσαμε κάπως αξιωματικά ότι οι μεγάλες πρωτεύουσες (Ουάσιγκτον, Λονδίνο, Παρίσι κ.ά.) όφειλαν να γνωρίζουν την ελληνική agenda και να τη στηρίζουν, καθώς εξέφραζε «τα δίκαια της Ελλάδας» κυρίως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Και επομένως η Ελλάδα δεν χρειαζόταν ούτε να ενημερώσει ούτε να εξηγήσει ορθολογικά τα προβλήματα και τις προτεραιότητές της. Η δεύτερη συνέπεια ήταν ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, αν και η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Θεωρούσαμε ότι επειδή η Ελλάδα ήταν «η υπερέχουσα χώρα, το κέντρο του κόσμου» με το πλούσιο φυσικό περιβάλλον και πολιτιστική κληρονομιά, όλος ο υπόλοιπος κόσμος τη ζήλευε και αναποφεύκτως την επιβουλευόταν. Ετσι δημιουργήθηκε το σύνδρομο της εξαρτημένης, υποτελούς και σταθερά αδικημένης χώρας, στην πεποίθηση, όπως το διατύπωσε ο Ν. Σβορώνος, ότι «η πολιτική εξέλιξη της Ελλάδας καθορίζεται ερήμην των Ελλήνων και η τύχη της παίζεται αλλού». Η Ελλάδα ως «εξαρτημένη χώρα» αποτέλεσε το κύριο εργαλείο ανάλυσης μιας ολόκληρης σχολής σκέψης για δεκαετίες αλλά και τη βάση πολιτικών προσεγγίσεων. Η αρχική αντίθεση λ.χ. του ΠαΣοΚ στην ένταξη στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) στηρίχθηκε ακριβώς στην έννοια της εξάρτησης και στην υπόθεση ότι η ένταξη θα παγίωνε το καθεστώς αυτό. (Για τη σημασία της εξάρτησης ως ερμηνευτικού εργαλείου βλέπε και την έξοχη ανάλυση του Γ. Βούλγαρη, «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική», Πόλις, 2019). Η τελική επωδός του συνδρόμου αυτού ήταν βεβαίως ότι «για όλα τα δεινά της χώρας ευθύνονταν οι ξένοι», οι οποίοι μπορεί να έφθαναν και μέχρι του σημείου να μας… ψεκάζουν για να υποκύψουμε στις… άνομες επιλογές τους!
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης ο ελληνικός εξαιρετισμός εκφράστηκε με την προβολή της Ελλάδας ως «ειδικής περίπτωσης» που χρειάζεται ειδική μεταχείριση, με ειδικά προγράμματα, χρηματοδοτήσεις και αποκλίσεις από την εφαρμογή των κανόνων, του κεκτημένου. Ουσιαστικά η Ελλάδα ξεκίνησε τη διαδρομή της στην Ενωση ως ειδική περίπτωση, όπως αποτυπώθηκε στο πρωτόκολλο αρ. 7 της Πράξης Προσχώρησης και αργότερα (Μάρτιος 1982) στο Μνημόνιο που η τότε κυβέρνηση υπέβαλε στην ΕΕ. Ακολούθησε βεβαίως και πληθώρα άλλων περιπτώσεων που ουσιαστικά είχαν μια κοινή κατάληξη: μέσω της αναγνώρισής της ως ειδικής περίπτωσης η Ελλάδα απέφευγε να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές. Το αποτέλεσμα υπήρξε ως γνωστόν η δεινή κρίση του 2010 και τα όσα ακολούθησαν που επέτρεψαν στους Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Κλάους Ρέγκλινγκ να περιγράφουν την Ελλάδα ως«μοναδική, ειδική περίπτωση κράτους-μέλους» (αναλύω όλες αυτές τις πτυχές στο βιβλίο μου «Ελλάδα – Ευρωπαϊκή Ενωση, Τρία λάθη και πέντε μύθοι», Θεμέλιο, 2018).
Εκτιμώ ότι το τέλος του ελληνικού εξαιρετισμού σε όλες του τις εκδοχές έφθασε στο τέλος του (έστω κι αν επιβιώνουν κάποιοι θύλακές του). Η κρίση υπήρξε το καταλυτικό γεγονός μαζί με την εμπειρία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ως καταληκτική ημερομηνία του τέλους του εξαιρετισμού μπορεί να θεωρηθούν οι εκλογές της 7ης Ιουλίου. Η κρίση και η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγαν αυτογνωσία, διέλυσαν μύθους, απογύμνωσαν ιδεοληψίες, προσγείωσαν αιθεροβάμονες, ξεσκέπασαν ανορθολογισμούς, αποκάλυψαν αλήθειες. Και η σημαντικότερη αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν είναι ούτε το κέντρο του κόσμου ούτε ο ομφαλός της Γης ούτε η περιούσια χώρα που την εχθρεύονται «οι άλλοι». Είναι μια μεσαίου μεγέθους χώρα με την ξεχωριστή ιστορία και πολιτισμό, μέλος της παγκόσμιας κοινότητας και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τεράστιες δυνατότητες και προοπτικές και με την τύχη στα χέρια της. Και αυτή η συνειδητοποίηση συνιστά τη θεμελιακή προϋπόθεση για την (παραπέρα) μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό της χώρας μέσα από ιδιόκτητο σχέδιο και πρωτοβουλίες και το πέρασμα από τον εξαιρετισμό στην κανονικότητα. Τα «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» έγιναν σοφότερα.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του FEPS.