O Αυστριακός Karl Popper, καθηγητής στο LSE, που πέθανε το 1994 σε ηλικία 92 ετών στο Λονδίνο, είναι ένας φιλόσοφος που δεν είναι πολύ δημοφιλής, ειδικά στη χώρα μας, καθώς έκανε κριτική στον μαρξισμό και υποστήριζε φιλελεύθερες ιδέες. Το όνομά του συνδέεται κατ’ εξοχήν με το λεγόμενο κριτήριο της διαψευσιμότητας, ένα κριτήριο επιστημονικότητας, σύμφωνα με το οποίο για να είναι μια θεωρία επιστημονική πρέπει να μπορεί να διαψευστεί. Η σύνδεση της διάψευσης με την επιστήμη πάει αντίθετα στις διαισθήσεις μας, που θέλουν την επιστήμη να χαρακτηρίζεται από την προσήλωση στην αλήθεια. Ο Popper δεν περιφρονούσε την αλήθεια, αλλά θεωρούσε πως η έμφαση στη διαψευσιμότητα, δηλαδή στο να μπορεί να αποδειχθεί μια θεωρία ψευδής, είναι κρίσιμη διότι τονίζει πόσο σημαντικός είναι ο εμπειρικός έλεγχος των θεωριών.
Αν μια θεωρία δεν μπορεί να διαψευστεί, εάν καταφέρνει να βρίσκεται πάντοτε σε συμφωνία με τα δεδομένα, να μη συγκρούεται ποτέ με την πραγματικότητα, τότε είτε, λέει, είναι κάτι τετριμμένο (σαν μια ταυτολογία που ισχύει όπως κι αν είναι ο κόσμος), είτε, το πιθανότερο, αποτελεί ένα άκαμπτο δόγμα, μια τυφλή ιδεολογία, που δεν την αγγίζει η πραγματικότητα και πίσω από την οποία οχυρώνονται οι υπερασπιστές της ως οι μόνοι κάτοχοι της αλήθειας που βλέπουν τους άλλους περιφρονητικά. Οταν όμως βλέπεις πως, όπως κι αν είναι τα πράγματα, η θεωρία σου επικυρώνεται, αντί να χαίρεσαι θα πρέπει να ανησυχείς, διότι έχεις καταφέρει να κάνεις τη θεωρία σου απρόσβλητη στον εμπειρικό έλεγχο. Εχεις εγκλωβιστεί σε μια πνευματική φυλακή, όπως θα έλεγε ο Popper, και ό,τι κι αν συμβαίνει βλέπεις παντού αυτάρεσκα να επιβεβαιώνεται η θέση σου. Πιστεύεις ότι εσύ έχεις δει την αλήθεια που αρνούνται ή δεν είναι ικανοί να δουν οι υπόλοιποι, είτε επειδή είναι αφελείς, είτε επειδή εθελοτυφλούν, είτε επειδή κάτι τους εμποδίζει. Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίληψης, αφού όποιες αντιρρήσεις κι αν προβάλει κανείς, πάντα ο συνωμοσιολόγος θα βρει τρόπο να μετατρέψει τα αντίθετα στη θεωρία του στοιχεία σε τεκμήρια που όχι απλώς την επιβεβαιώνουν, αλλά και την ενισχύουν.
Η θεωρία του Popper μπορεί να έχει η ίδια διάφορα προβλήματα και να έχει υποστεί σοβαρή κριτική, αλλά η βασική ιδέα που υποστηρίζει (η σημασία του εμπειρικού ελέγχου και η άλλη όψη της, η απόρριψη του δογματισμού) είναι καθοριστική τόσο για την επιστήμη όσο και για τη δημοκρατία. Δεν θέλουμε κάποιους που προβάλλονται ως αυθεντίες επιβάλλοντας δογματικά στην πραγματικότητα την ερμηνεία τους, χειραγωγώντας τα δεδομένα, αυθεντίες που μας κοιτούν αφ’ υψηλού και περιφρονούν τον εμπειρικό έλεγχο και την κριτική.
Θυμήθηκα τον Popper σε συνάρτηση με μια διαδεδομένη σήμερα θέση σχετικά με την Ελλάδα και συγκεκριμένα ότι πρόκειται για ένα κρυπτο-αποικιακό κράτος. Ας δούμε τι λέει γι’ αυτήν ένας από τους πιο διακεκριμένους υποστηρικτές της, ο ανθρωπολόγος Michael Herzfeld, καθηγητής στο Χάρβαρντ, ο οποίος έκανε την έρευνα πεδίου του αρχικά στην Ελλάδα και μετά στην Ταϊλάνδη. Σε κείμενά του ο Herzfeld υποστηρίζει ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Ταϊλάνδη βρίσκονται σε καθεστώς κρυπτο-αποικίας. Τι σημαίνει αυτό; Οτι ενώ ως χώρες είναι ανεξάρτητες, εν τούτοις η ανεξαρτησία τους γίνεται με πολιτισμικούς όρους που υπαγορεύονται από τη Δύση. Βρίσκονται σε καθεστώς μεταμφιεσμένης κυριαρχίας. Γι’ αυτό και εισάγεται ο όρος «κρυπτο-αποικιοκρατία», δηλαδή μεταμφιεσμένη αποικιοκρατία. Δεν είναι τυπικά αποικίες της Δύσης, αλλά ουσιαστικά. Πώς το διέβλεψε αυτό ο Μ. Herzfeld; Πρώτον, παρατήρησε ότι στους ίδιους τους Ελληνες δεν αρέσει να συγκρίνονται με ένα τριτοκοσμικό κράτος όπως η Ταϊλάνδη και θεώρησε πως η στάση αυτή αποτελεί τεκμήριο πως πράγματι βρίσκονται οι Ελληνες υπό αποικιακό ζυγό, κρυφό πάντα. Το δεύτερο στοιχείο προκύπτει από ένα στιγμιότυπο που διηγείται ο Herzfeld με μια οριενταλιστική ματιά. Σε συνέντευξή του το 2011 λέει πως ήρθε στην Αθήνα μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες που διεξάγονταν στην πόλη και βγήκε από το αεροδρόμιο για να βρει ταξί.
«Εφθασα στο ολοκαίνουργιο αεροδρόμιο, ένα από τα ωραιότερα της Ευρώπης, που σίγουρα απείχε παρασάγγας από το φρικτό χάος που είχαν πριν, και όταν βγήκα έξω είδα μια ουρά για ταξί σε πλήρη τάξη. «Είναι δυνατόν», φώναξα, «πού είναι τα σπρωξίματα;». Διότι τα παλαιά χρόνια όλοι θα πάλευαν να βρουν ταξί, μικροκαμωμένες ηλικιωμένες κυρίες θα χτυπούσαν κεφάλια με τις τσάντες τους… Τίποτε από αυτά, όλα πολύ πειθαρχημένα. Θα με πέρασαν για Ελληνα επειδή μιλάω ελληνικά και τουλάχιστον ένας κύριος με κοίταξε κάπως υπεροπτικά και μου είπε: «Κύριε, τώρα γίναμε Ευρωπαίοι». Αυτό που έπρεπε να απαντήσω είναι ότι αυτό ακριβώς αποδεικνύει τη θέση μου, ότι δηλαδή εξακολουθείτε να είστε τουλάχιστον υπό καθεστώς εννοιολογικής δουλείας (conceptual slavery) στη Δύση».
Σε άλλη συνέντευξή του, το 2013, αναφέρει ότι το κατ’ εξοχήν διαγνωστικό χαρακτηριστικό της κρυπτο-αποικίας είναι να αρνείσαι ότι ανήκεις σε αποικία. Οι άνθρωποι στις κρυπτο-αποικίες, λέει ο Herzfeld, μπορεί ειλικρινά να πιστεύουν ότι είναι ανεξάρτητοι, αλλά «εάν είναι αφελείς ή έχουν αποδεχθεί συνειδητά την εξαρτημένη φύση αυτής της ανεξαρτησίας, είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορώ να απαντήσω για λογαριασμό τους». Στο ερώτημα εάν υπάρχουν χώρες που δεν είναι κρυπτο-αποικίες απαντά ως εξής: «Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Δεν κάνω παγκόσμια ιστορία. Υπάρχουν πράγματι πολύ λίγα μέρη που δεν έχουν δεχτεί την επίδραση της Δύσης, αλλά μιλάω για ένα πολύ ειδικό φαινόμενο όπου η επίσημη πολιτική απορρίπτει την ίδια την ιδέα ότι η χώρα ήταν οτιδήποτε πλην μιας χώρας τελείως ανεξάρτητης από το δυτικό σχέδιο».
H απάντηση του Herzfeld είναι μια υπεκφυγή. Εάν έλεγε πως υπάρχουν χώρες που δεν είναι κρυπτο-αποικίες, θα έπρεπε να πει πώς ξεχωρίζουν από αυτές που είναι. Π.χ., σε αυτές τις μη κρυπτο-αποικίες τι λένε οι κάτοικοι; Αναγνωρίζουν ή αρνούνται την ανεξαρτησία των χωρών τους; Αν λένε πως η χώρα είναι ανεξάρτητη και όχι αποικία, πώς διαφέρουν από τις κρυπτο-αποικίες όπου, όπως μας έχει ήδη πει ο Herzfeld, και εκεί οι κάτοικοι υποστηρίζουν ότι είναι ανεξάρτητοι; Και αν το αρνούνται, τι συμβαίνει; Κατοικούν σε μια ανεξάρτητη χώρα, αλλά αυτοί, όλοι πλανημένοι, θεωρούν ότι βρίσκονται υπό καθεστώς αποικιακής εξάρτησης; Εάν πάλι ο Herzfeld απαντούσε ότι όλες οι χώρες είναι κρυπτο-αποικίες, τότε δεν θα έλεγε κάτι ενδιαφέρον, ο όρος της «κρυπτο-αποικίας» δεν θα έκανε καμία διάκριση και θα επιβεβαίωνε ότι η ερμηνεία του βρίσκει καθολική εφαρμογή, δηλαδή δεν θα κινδύνευε να διαψευστεί αφού θα έβρισκε παντού επιβεβαιωτικά τεκμήρια. Για να αποφύγει λοιπόν το πρόβλημα, είπε πως δεν κάνει παγκόσμια ιστορία και εξετάζει απλώς ένα ειδικό φαινόμενο, την Ελλάδα και τις ομοιότητές της με την Ταϊλάνδη. Αλλά οι έννοιες για τη μελέτη ακόμη και ενός ειδικού φαινομένου είναι γενικές, οι όροι δεν είναι κύρια ονόματα, έχουν εφαρμογή και πέραν των ειδικών περιπτώσεων.
Η υιοθέτηση της θέσης ότι η χώρα είναι κρυπτο-αποικία (ή αποικία χρέους, που λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν είναι παρά ένας ισοπεδωτικός μανιχαϊσμός που εξαλείφει διακρίσεις και εξαφανίζει κατακτήσεις και επίπεδα. Επίσης λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Καθηλώνει τη χώρα και τους κατοίκους της σε ένα καθεστώς όπου ό,τι κι αν κάνουν, όπως και αν αντιλαμβάνονται το περιβάλλον τους, θα πρέπει να δεχθούν ότι είναι υποτελείς. Και ποιο είναι το επόμενο βήμα ύστερα από μια τέτοια διάγνωση; Να ξεκινήσουμε αντι-αποικιακό αγώνα; Εναντίον ποιων; Εναντίον των συμμάχων μας; Και ποιων ακριβώς; Εδώ ο Μπόρις Τζόνσον έγραψε στην επιστολή παραίτησής του από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών ότι ακόμη και η Μ. Βρετανία κινδυνεύει να γίνει αποικία. Εάν αντί να βλέπουμε τη συνθετότητα των διεθνών σχέσεων, το πλέγμα των εξαρτήσεων όλων των χωρών σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, απλοποιούμε ισοπεδωτικά, σε μια λογική διπόλου θύτη – θύματος, τότε όχι μόνο δίνουμε τροφή στον λαϊκισμό, αλλά ενδίδουμε, στην περίπτωση της Ελλάδας, σε ιδεολογικές αφηγήσεις με οριενταλιστικά χαρακτηριστικά.
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ.