Η ιστορία της Ελλάδας, στα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, είναι το χρονικό μιας ασυνεχούς πορείας προς την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Ο Κώστας Σημίτης έχει αναφερθεί στην «παραξενιά της Ιστορίας που θέλει την Ελλάδα να προχωρά μπροστά, αλλά μετά να διστάζει και να επιστρέφει πίσω». Εδώ και 50 χρόνια, για να αναφερθώ στο πρόσφατο παρελθόν, βιώνουμε αυτή την «παραξενιά» της Ιστορίας.
Την επτάχρονη δικτατορία διαδέχθηκε το πολιτικό θαύμα της Μεταπολίτευσης. Η Ελλάδα από το βαλκανικό περιθώριο πέτυχε, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να ενταχθεί πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά στον πυρήνα των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών. Για μία τριακονταετία οι Ελληνες βίωσαν μια αδιατάρακτη περίοδο δημοκρατίας, ευημερίας και κοινωνικής προόδου. Την ανοδική της πορεία σφράγισαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Η Ελλάδα «συστήθηκε» σε ολόκληρο τον κόσμο όχι μόνο με το παρελθόν της αλλά και με το παρόν. Μια χώρα στη ζώνη του ευρώ, με διεθνές κύρος και σύγχρονες υποδομές (Αεροδρόμιο, Μετρό, Αττική οδός, Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου κ.λπ.), που φέρουν την υπογραφή του Κώστα Σημίτη. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποδείχθηκαν σημείο καμπής ανάμεσα στην πρόοδο και στην οπισθοδρόμηση. Η «παραξενιά» της Ιστορίας παραμόνευε. Ακολούθησε περίοδος στασιμότητας, που σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση του 2008 οδήγησε στη χρεοκοπία και στην πολυεπίπεδη κρίση.
Τον επίλογο της παρακμιακής περιόδου έγραψε η «πρώτη φορά Αριστερά». Ως αντιπολίτευση καβάλησε στο κύμα του αντιμνημονιακού διχασμού και του εθνικολαϊκισμού. Ως κυβερνώσα Αριστερά αποδείχθηκε φορέας όλων των παθογενειών της Μεταπολίτευσης. Κομματοκρατία και πελατειακές σχέσεις επώασαν την αναξιοκρατία και καταρράκωσαν το «ηθικό πλεονέκτημα». Χειρότερα, υιοθετώντας την ολοκληρωτική αντίληψη «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία», επιχείρησε να εργαλειοποιήσει και να ελέγξει τους θεσμούς, από τη Δικαιοσύνη μέχρι την Ενημέρωση, παραπέμποντας στις χειρότερες στιγμές της μετεμφυλιακής περιόδου.
Τα αποτελέσματα της τριπλής εκλογικής αναμέτρησης Μαΐου-Ιουλίου ανέδειξαν μια βαθμιαία ωρίμαση της ελληνικής κοινωνίας. Πολίτες, από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, εγκατέλειψαν διαχωριστικές γραμμές και στερεότυπα του παρελθόντος. Το χιλιοτραγουδισμένο σύνθημα «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά» ήχησε παράκαιρα. Οι ιδεοληψίες της Αριστεράς προσέκρουσαν στην πραγματικότητα. Οι πολίτες συνέκριναν πεπραγμένα και όχι ιδεολογήματα. Δημιουργήθηκε ένα πλειοψηφικό ρεύμα που αναζήτησε επιστροφή στην κανονικότητα:
l Να λειτουργήσουν οι θεσμοί σύμφωνα με τις επιταγές του Συντάγματος και όχι του κομματικού συμφέροντος.
l Να ξαναβρούν οι λέξεις το νόημά τους. Να σταματήσει το ψέμα να διεκδικεί τον ρόλο της αλήθειας.
l Να επιστρέψουν οι αξίες που διασφαλίζουν την κοινωνική και ατομική πρόοδο: ήθος, αριστεία, αξιοκρατία, ιεραρχία, αυτοπειθαρχία, τάξη, ευπρέπεια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε γιατί ανταποκρίθηκε στα αιτήματα της κοινωνίας. Ο Αλέξης Τσίπρας έχασε γιατί οι ιδεοληψίες και η αλαζονεία της εξουσίας τον απέκοψαν από την κοινωνική πραγματικότητα.
Τα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης είναι θετικά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «σαν έτοιμος από καιρό», έδειξε ετοιμότητα, αποφασιστικότητα, ταχύτητα. Στοιχεία απαραίτητα «για να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος». Ιδιότητες «εν ανεπαρκεία» στο σημερινό πολιτικό προσωπικό. Οι πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες κινούνται στη σφαίρα του αυτονόητου. Από την άρση των συνεπειών του φορολογικού και ασφαλιστικού ζουρλομανδύα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μέχρι το πανεπιστημιακό άσυλο και την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου. Ανταποκρίνεται στις προεκλογικές δεσμεύσεις, αλλά και στις προσδοκίες των πολιτών.
Οι τομές που ήδη πραγματοποιούνται, και αυτές που θα επιχειρηθούν στο μέλλον, θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τις κατεστημένες αντιδράσεις και θα στεριώσουν, εφόσον ενταχθούν σε ένα μακρόπνοο όραμα με στόχο τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Το κρίσιμο στοίχημα δεν είναι η συναίνεση της αντιπολίτευσης. Μέσα στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Το στοίχημα είναι να γίνει η κοινωνία ιδιοκτήτης του μεταρρυθμιστικού οράματος. Επικαλούμαι το παράδειγμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Πιστεύω ότι η πολυτιμότερη παρακαταθήκη που άφησαν ήταν η διαπίστωση ότι Πολιτεία και πολίτες απέδειξαν πως, για έναν μήνα, η Ελλάδα μπορούσε να λειτουργήσει σαν σύγχρονο κράτος. Κι αυτό συνέβη γιατί οι Ελληνες θεώρησαν την επιτυχία των Ολυμπιακών προσωπική υπόθεση.
Ενα σύγχρονο κράτος, αξιόπιστο και αποτελεσματικό, στην υπηρεσία του πολίτη και όχι του εκάστοτε νικητή των εκλογών, μπορεί να γίνει η νέα μεγάλη ιδέα, ικανή να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους Ελληνες. Δημόσια Διοίκηση, Παιδεία, Υγεία, Ασφαλιστικό είναι οι κρίσιμοι τομείς που συγκροτούν την υπόσταση ενός σύγχρονου κράτους. Για να στεριώσουν και να μακροημερεύσουν, πρέπει να τεθούν εκτός του στενόκαρδου και μυωπικού κομματικού ανταγωνισμού. Οσο προετοιμασμένη κι αν είναι η σημερινή κυβέρνηση για αλλαγές στους κρίσιμους αυτούς τομείς, πρέπει να αποφύγει να θέσει την κομματική της σφραγίδα. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί προχωρώντας στη συγκρότηση μιας Επιτροπής Σοφών, ανεξαρτήτως κομματικής ή ιδεολογικής προέλευσης. Καταξιωμένες προσωπικότητες στον χώρο των επιστημών, της οικονομίας, της τέχνης, εσωτερικού και εξωτερικού, πρέπει να επιστρατευθούν, να επεξεργαστούν και να προτείνουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων, στα πρότυπα των προηγμένων χωρών. Μείζων στόχος, το 2021 να αποδειχθεί η αφετηρία μιας νέας ιστορικής περιόδου για το έθνος. Η ιστορική επέτειος είναι η ευκαιρία για αναστοχασμό, αυτογνωσία και οραματισμό για το μέλλον, στοιχεία που λείπουν από τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Ο κ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος είναι πρώην υπουργός.