Δικαστήριο της Άγκυρας διέταξε να αποκλειστεί η πρόσβαση σε 136 ιστότοπους ή λογαριασμούς σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης χρηστών που επικρίνουν την κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων μελών της τουρκικής αντιπολίτευσης, κρίνοντας ότι απειλούν «την εθνική ασφάλεια» της Τουρκίας, αποκαλύπτει το κείμενο της απόφασής του όπως μεταφορτώθηκε στο bianet, έναν από τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς που θίγονται.
Τη 16η Ιουλίου, η γενική διοίκηση της τουρκικής χωροφυλακής προσέφυγε σε ποινικό δικαστήριο της Άγκυρας και ζήτησε να απαγορευθεί η πρόσβαση σε αυτούς τους ιστότοπους και τους λογαριασμούς, εξήγησε το bianet, το οποίο υποστηρίζεται μεταξύ άλλων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την Παιδική Ηλικία (UNICEF), συνδέσμους τουρκικών βιομηχανιών και εταιρειών και άλλους, εγχώριους και διεθνείς, οργανισμούς.
Η απόφαση να αποκλειστεί η πρόσβαση εκδόθηκε την ίδια ημέρα, με την επίκληση ενός νόμου που διέπει τον έλεγχο του περιεχομένου που δημοσιοποιείται στο Διαδίκτυο, τονίζει το bianet. Ωστόσο, δεν είναι σαφές το χρονοδιάγραμμα της εφαρμογής του αποκλεισμού της πρόσβασης, καθώς ορισμένοι από τους ιστότοπους και τους λογαριασμούς συνεχίζουν να είναι προσπελάσιμοι από την Τουρκία.
Ο νόμος στην Τουρκία ορίζει ότι μπορεί να αποκλείεται η πρόσβαση σε ιστότοπους για την υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης. Στην απόφαση δεν διευκρινίζεται ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενο που κρίθηκε ότι «απειλεί» την εθνική ασφάλεια.
Ανάμεσα στους λογαριασμούς η πρόσβαση στους οποίους αποφασίστηκε να απαγορευθεί είναι αυτός που διατηρεί στο Twitter η Ογιά Ερσόι, εκλεγμένη στην Κωνσταντινούπολη βουλεύτρια του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP), λογαριασμοί του αριστερού μουσικού συγκροτήματος Grup Yorum, καθώς και μιας οργάνωσης πολιτών που έχει προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον της καταστολής των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στο Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης.
Η Ερσόι εξέλαβε τη δικαστική απόφαση ως εφαρμογή της πολιτικής που προσάπτει στην κυβέρνηση του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για τη «φίμωση της αντιπολίτευσης» και τόνισε πως θα ασκήσει έφεση.
Στην Τουρκία έχει αποκλειστεί η πρόσβαση σε πάνω από 245.000 ιστότοπους, συμπεριλαμβανομένου, από το 2017, αυτού της Βικιπαίδειας, καταγγέλλουν ακτιβιστές. Την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση του Ερντογάν έθεσε σε ισχύ νέους κανονισμούς για το περιεχόμενο που αναρτάται από όλους τους παραγωγούς περιεχομένου στο Διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένων ξένων ΜΜΕ και παρόχων οπτικοακουστικού περιεχομένου, όπως το Netflix.
Το bianet, που ιδρύθηκε το 1997 και εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη, είναι γνωστό στην Τουρκία κυρίως για τα άρθρα του σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη βία κατά των γυναικών, την ελευθερία της έκφρασης. Δημοσιεύει υλικό στα αγγλικά, τα τουρκικά και τα κουρδικά.
«Η απόφαση δεν διαβιβάστηκε καν στο bianet, τη μάθαμε τυχαία» τόνισε χθες στο Γαλλικό Πρακτορείο μια δικηγόρος που εκπροσωπεί τον ιστότοπο, η Μερίτς Εγιούμπογλου. «Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε ότι η απόφαση αφορά το σύνολο του ιστότοπου. Το κλείσιμό του μπορεί να γίνει από στιγμή σε στιγμή» συμπλήρωσε η ίδια, διαβλέποντας μια «επίθεση εναντίον της ελευθεροτυπίας».
Καταγγέλλοντας το «σκανδαλώδες» μέτρο, ο αντιπρόσωπος στην Τουρκία της οργάνωσης Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF), Ερόλ Εντέρογλου προέτρεψε μέσω Twitter «τις αρχές να ακυρώσουν αυτήν την εντελώς αυθαίρετη απόφαση». Ο Εντέρογλου, γάλλος και τούρκος υπήκοος, έχει συνεργαστεί επανειλημμένα με το bianet.
Δεν ήταν διαθέσιμοι εκπρόσωποι της τουρκικής δικαιοσύνης ή της τουρκικής κυβέρνησης για σχόλια.
Επικριτές της κυβέρνησης του προέδρου Ερντογάν του προσάπτουν ότι περιστέλλει την ελευθεροτυπία και την ελευθερία της έκφρασης και υπονομεύει τη δημοκρατία στην Τουρκία. Η κυβέρνηση το αρνείται, διαβεβαιώνοντας ότι αναλαμβάνει δράση για να αντιμετωπίσει απειλές από «εξτρεμιστές» εντός και εκτός χώρας, ιδίως όσων κατηγορεί πως ενέχονται στην απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος του 2016.
Η Τουρκία καταλαμβάνει την 157η θέση στην κατάταξη 180 χωρών ως προς την ελευθερία του Τύπου, όπως καταρτίζεται από την RSF.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ